Επιστημονικό Σεμινάριο

Κάθε συγχρονική προσπάθεια προσέγγισης του μαθήματος της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και γραμματείας και της μεθοδολογίας της διδασκαλίας του δεν μπορεί παρά να ξεκινήσει από τη «χαρτογράφηση» της θέσης του και την καταγραφή του υποστηρικτικού για τη λειτουργία του στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση συνόλου στοιχείων, κανονιστικών ή μη. Η θέση του μαθήματος στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και η πλαισίωσή της δεν είναι εύκολο να αποδοθούν σε γραμμική διάταξη, εφόσον δεν έχουν μονοπαραγοντικό χαρακτήρα και δεν εξαντλούνται σε ενιαίο και μοναδικό επίπεδο χρόνου. Αποτελούν πολυπαραγοντικές συνθέσεις. Κάθε φορά, δηλαδή, που επιδιώκουμε να διερευνήσουμε τη θέση ενός μαθήματος στην εκπαίδευση και το υλικό πλαισίωσης της θέσης του, οδηγούμαστε στην επισήμανση συνόλου στοιχείων, όπως οι χαρακτηριολογικές για κάθε αντικείμενο πληροφορίες που δίνονται από τα κανονιστικά κείμενα, η σχέση του με τα άλλα διδασκόμενα γνωστικά αντικείμενα, η ιστορικότητά του, το κοινωνικό πλαίσιο αναφοράς, οι ανάγκες που υπαγορεύονται από τις εκάστοτε επικρατούσες θεωρίες μάθησης και διδασκαλίας. Στον άξονα του χρόνου η θέση του κάθε μαθήματος στο εκπαιδευτικό σύστημα και τα στοιχεία που την πλαισιώνουν έχουν δυναμικό χαρακτήρα. Δεν αφορούν στο εκάστοτε μελετώμενο μάθημα σε συνθήκες ατομικής, στατικής συγχρονίας αλλά και σε συνθήκες αλληλεπίδρασής του με τα υπόλοιπα μαθήματα της ίδιας τάξης (οριζόντια διάταξη της ύλης) και σε συνθήκες παρακολούθησης της εξελικτικής πορείας του από την Α΄ Γυμνασίου έως τη Γ΄ Λυκείου (κάθετη διάταξη της ύλης), εφόσον πρόκειται για τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.

Με βάση την παραπάνω συλλογιστική, η ποικιλότητα των διαστάσεων που προσδιορίζουν τη θέση του μαθήματος των αρχαίων ελληνικών στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και του σχετικού υποστηρικτικού της λειτουργίας του υλικού μάς οδηγεί στην ανάγκη μακρο, μεσο- και μικρο-θεώρησής τους. Σε μακρο-θεώρηση καταγράφονται οι ώρες διδασκαλίας του μαθήματος σε κάθε τάξη του Γυμνασίου και του Λυκείου και μάλιστα σε συγκριτική θεώρηση με τα υπόλοιπα διδασκόμενα μαθήματα. Σε μεσο-θεώρηση προσεγγίζονται τα λειτουργικά χαρακτηριστικά του μαθήματος, η ομαδοποίηση του μαθήματος, η διάκριση των ωρών διδασκαλίας του μαθήματος σε επιμέρους θεματικές περιοχές μελέτης, τα είδη και οι μορφές των διδασκόμενων κειμένων, το υποστηρικτικό εκπαιδευτικό υλικό που χρησιμοποιείται ανά τάξη και η διδακτέα ύλη τόσο στον άξονα της κάθετης, εξελικτικής διάταξης της ύλης και των χαρακτηριστικών του μαθήματος όσο και σε οριζόντια, ανά τάξη, προσέγγιση. Σε μικρο-θεώρηση μελετώνται οι ιδιαιτερότητες του μαθήματος σε κάθε τάξη του Γυμνασίου και του Λυκείου σε επίπεδο επιστημολογίας, σε επίπεδο μαθησιακής και διδακτικής διαχείρισης των μελετώμενων θεματικών περιοχών και της διδακτέας ύλης γενικότερα αλλά και σε σχέση αλληλεπίδρασης με άλλα συναφή και συγγενή γνωστικά αντικείμενα.

Μία «κριτική ανάγνωση» της σύγχρονης θέσης του μαθήματος στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και των υποστηρικτικών της λειτουργίας των στοιχείων στα τρία παραπάνω επίπεδα θεώρησης θα αναδείξει στοιχεία άλλοτε ρητά, όπως η ονοματοθεσία του μαθήματος, ο διδακτικός χρόνος που καλύπτει, η σκοποθεσία και στοχοθεσία της διδασκαλίας του, τα είδη και η μορφή των διδασκόμενων κειμένων, το εκπαιδευτικό υλικό υποστήριξης του μαθήματος, και άλλοτε υπόρρητα, όπως η διαχρονική διάσταση της διδασκαλίας του μαθήματος στην ελληνική εκπαίδευση, ο βαθμός ακολουθίας και πληρότητας της διδακτέας ύλης σε κάθετη διάταξη, η πολλαπλότητα και ποικιλότητα των διδασκόμενων θεματικών πεδίων, η σχεσιοδυναμική τού μαθήματος με άλλα περισσότερο ή λιγότερο συναφή γνωστικά αντικείμενα και θεματικά πεδία, η ανάγκη σύγκλισης του καινοτόμου με το παραδοσιακό στο βαθμό που θα πρέπει να υιοθετηθούν σύγχρονες διδακτικές-μαθησιακές τεχνικές στην προσέγγιση και μελέτη κλασσικών κειμένων. Το σύνολο των παραπάνω στοιχείων, ρητών και υπόρρητων, όπως αυτά προκύπτουν από τη μακρο-, μεσο- και μικρο-θεώρηση της θέσης που κατέχει το μάθημα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και γραμματείας στο Γυμνάσιο και το Λύκειο, διαγράφουν τη φυσιογνωμία του μαθήματος και της μεθοδολογίας διδασκαλίας του και συνθέτουν, περαιτέρω, την αντίστοιχη και σχετική προβληματική, την οποία και καλούμαστε να διαχειριστούμε με διδακτικές προτάσεις και παρεμβάσεις, οι οποίες θα διευκολύνουν και θα υποστηρίξουν το έργο δασκάλου και μαθητή.

Στο πλαίσιο της παραπάνω συλλογιστικής το σκοποθετικό πλαίσιο αναφοράς του σεμιναρίου περιλαμβάνει:
▪️ 
Τη μακρο-, μεσο- και μικρο- θεώρηση της θέσης του μαθήματος στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.
▪️ Τη μελέτη των προσδιοριστικών για τη διδακτική και τη μαθησιακή διαδικασία  παραμέτρων, που αφορούν στο μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών, όπως είναι το αναλυτικό πρόγραμμα του μαθήματος, τα σχολικά εγχειρίδια, οι κυριότερες θεωρίες μάθησης, οι επικρατούσες αρχές της διδακτικής αλλά και οι σύγχρονες κοινωνικές    θεωρήσεις και απαιτήσεις.
▪️ Την περιγραφή και ανάδειξη της προβληματικής του μαθήματος.
▪️ Τη διατύπωση προτάσεων για τη διδακτική προσέγγιση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και γραμματείας στο Γυμνάσιο και το Λύκειο.

Το σεμινάριο αυτό απευθύνεται:
▪️ 
σε εν ενεργεία εκπαιδευτικούς-φιλολόγους, δημόσιας και της ιδιωτικής εκπαίδευσης, οι οποίοι θέλουν να ενημερωθούν για τις επιστημονικές εξελίξεις σε θέματα μεθοδολογίας της διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και γραμματείας,
▪️ σε εν ενεργεία εκπαιδευτικούς-φιλολόγους, της δημόσιας και της ιδιωτικής εκπαίδευσης, οι οποίοι θέλουν να εφαρμόσουν νέες, σύγχρονες τεχνικές μάθησης και διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και γραμματείας,
▪️ σε πτυχιούχους τμημάτων φιλολογικής κατάρτισης, οι οποίοι επιθυμούν να επικαιροποιήσουν τη γνώση τους σε θέματα μεθοδολογίας της διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και γραμματείας,
▪️ σε φοιτητές τμημάτων φιλολογικής κατάρτισης, οι οποίοι επιθυμούν να συμπληρώσουν τη γνώση τους σε θέματα μεθοδολογίας της διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και γραμματείας.

Το συγκεκριμένο σεμινάριο πραγματοποιείται και στην ΑΘΗΝΑ και στα ΙΩΑΝΝΙΝΑ

Η διδακτική διαδικασία δεν εξαρτάται από ένα μόνο παράγοντα. Είναι αποτέλεσμα πολλών και πολλαπλών συνδυασμών και αλληλεπιδράσεων. Είναι πολυπαραγοντική.
Η σύγχρονη θεώρηση της διδασκαλίας μάς οδηγεί στην επισήμανση ορισμένων παραμέτρων, που τις θεωρούμε κατευθυντήριες για τον προσδιορισμό της μεθοδολογίας της διδασκαλίας του μαθήματος των Αρχαίων Ελληνικών.
Στην παρούσα θεματική ενότητα παρουσιάζονται αναλυτικά οι παράμετροι αυτές, οι οποίες είναι: η φυσιογνωμία του κοινωνικού πλαισίου λειτουργίας της εκπαίδευσης, οι σύγχρονες απόψεις της διδακτικής μεθοδολογίας, οι σύγχρονες κοινωνικο-κονστρουκτιβιστικού τύπου μαθησιακές αρχές, το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας της μάθησης και διδασκαλίας του μαθήματος καθώς και τα στοιχεία που σκιαγραφούν τη φυσιογνωμία του μαθήματος.

Ο πολυδιάστατος χαρακτήρας του σχολικού εγχειριδίου ως φορέα αναπλαισίωσης της επιστημονικής γνώσης, ως ασφαλιστικής δικλείδας της συνέχειας της εκπαίδευσης και ως υποστηρικτικού για τη μαθησιακή και διδακτική διαδικασία εργαλείου αντανακλάται στις κυριότερες από τις παραμέτρους που το προσδιορίζουν, και οι οποίες συχνά αποτελούν, μεταξύ άλλων, και κριτήριο για την αξιολόγηση των σχολικών εγχειριδίων. Η επιστημονική εγκυρότητα, η κοινωνική εγκυρότητα, η διαφάνεια αφετηρίας και προθέσεων, η παιδαγωγική και διδακτική εγκυρότητα, η συμφωνία του σχολικού εγχειριδίου με το Αναλυτικό Πρόγραμμα, η καλλιέργεια της αυτενέργειας των μαθητών, η καλαίσθητη εμφάνιση, η προσπελασιμότητα, η ανατροφοδότηση αλλά και κάποια τεχνικά χαρακτηριστικά, όπως η γραφή, το μέγεθος των γραμμάτων, το μήκος των σειρών, η δόμηση του κειμένου, τα χρώματα αλλά και η βιβλιοδεσία, είναι τα κριτήρια εκείνα, που θεωρούνται ότι προσδιορίζουν το «καλό» σχολικό εγχειρίδιο και υπηρετούν την πολυδιάστατη φυσιογνωμία του, σύμφωνα με την κοινή άποψη αρμόδιων διεθνών οργάνων και επιστημονικών κέντρων, όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης, το Ινστιτούτο για Διεθνή Έρευνα Σχολικών Εγχειριδίων Georg Eckert και η Unesco.
Κύριος σκοπός της παρούσας θεματικής ενότητας είναι να μελετηθούν διεξοδικά τα σχολικά εγχειρίδια των αρχαίων ελληνικών του Γυμνασίου.

Το βασικότερο ζητούμενο της εκπαίδευσης είναι η μετάβαση από τη διδασκαλία στη μάθηση. Ως διδασκαλία μπορούμε να ορίσουμε την εκπαιδευτική δραστηριότητα η οποία είτε συμβάλλει στη μεταβίβαση του περιεχομένου των διδακτικών αντικειμένων στους μαθητές, είτε συνιστά διαμεσολάβηση των διδασκόντων που επιλέγουν στοιχεία από τα Αναλυτικά Προγράμματα και τα μετασχηματίζουν σε σχολική γνώση και εμπειρίες, είτε αποτελεί παροχή ευκαιριών μάθησης στους μαθητές. Η σχέση της διδασκαλίας με τη μάθηση είναι μονόδρομα οντολογική και όχι μια σχέση αιτίου και αιτιατού, εφόσον η ουσία της διδασκαλίας συναρτάται μεν με το μαθησιακό αποτέλεσμα, όμως δεν αποτελεί το βασικότερο προσδιοριστικό του παράγοντα, αφού η διδασκαλία δεν προκαλεί πάντα τη μάθηση.
Στη μαθησιακή διαδικασία, σημαίνοντα ρόλο διαδραματίζει ο εκπαιδευτικός ο οποίος αναδιαμορφώνει το δίπολο διδασκαλίας και μάθησης σε διδασκαλία και μαθητεία. Ως μαθητεία ορίζουμε τη διαδικασία της μάθησης και όχι μόνο το αποτέλεσμά της. Το εν λόγω ζεύγος εμφανίζει μια αμφίδρομη οντολογική εξάρτηση, εφόσον ο δάσκαλος είναι αυτός που διαμορφώνει και υποστηρίζει τη μαθησιακή διαδικασία, επιλέγοντας και προσαρμόζοντας το προς μάθηση υλικό, ενορχηστρώνοντας ένα κατάλληλο μαθησιακό περιβάλλον, παρακολουθώντας και ελέγχοντας την πρόοδο των μαθητών. Εύκολα μπορούμε να συνάγουμε το συμπέρασμα, λοιπόν, ότι ο ρόλος του εκπαιδευτικού χαρακτηρίζεται από πολυμορφία και οφείλει να διαδραματίζεται τόσο εντός όσο και εκτός της σχολικής αίθουσας.
Σε αυτήν τη θεματική ενότητα μελετώνται αναλυτικά οι ρόλοι του εκπαιδευτικού που απορρέουν αφενός από τους εκάστοτε προσανατολισμούς των Αναλυτικών Προγραμμάτων και αφετέρου από τις σύγχρονες ανάγκες της επιστήμης, της κοινωνίας και συνακόλουθα της μαθησιακής διαδικασίας.

Στη διαχρονική εξέλιξη της μεθοδολογίας της διδασκαλίας του μαθήματος των αρχαίων ελληνικών δύο είναι κυρίως οι προτεινόμενες πορείες διδασκαλίας βάσει των οποίων δομείται και υλοποιείται η προσφορά του μελετώμενου υλικού. Η πρώτη από αυτές είναι η πενταμερής πορεία, η οποία χρονικά προηγείται των δύο και θεωρείται περισσότερο παραδοσιακή. Η δεύτερη από αυτές είναι η τριμερής, η οποία θεωρείται περισσότερο σύγχρονη. Ανάμεσα στις δύο αυτές συχνά καταγράφεται μια συγκρουσιακή σχέση σε ό,τι αφορά την καταλληλότερη και την πιο αποτελεσματική για τις διαδικασίες μάθησης και διδασκαλίας.
Σκοπός της ενότητας αυτής είναι να παρουσιαστούν οι δύο αυτές πορείες διδασκαλίας του μαθήματος και να καταδειχθεί ότι η σχέση τους δεν είναι και δεν πρέπει να θεωρείται συγκρουσιακή, αλλά σχέση σύγκλισης και αλληλόδρασης με τρόπο, ώστε ο εκπαιδευτικός να είναι σε θέση να αντλεί στοιχεία χρήσιμα για τη διδασκαλία του μαθήματος των αρχαίων ελληνικών και από τις δύο προσεγγίσεις φροντίζοντας κάθε φορά να τα προσαρμόζει στα εκάστοτε ζητούμενα και δεδομένα των μαθητών, του γνωστικού αντικειμένου, των συνθηκών και του εαυτού του.

Η κατάρτιση ενός σχεδίου διδασκαλίας αποβλέπει στην αρμονική σύζευξη όλων εκείνων των παραμέτρων, που προσδιορίζουν τη διδακτική διαδικασία σε μικροεπίπεδο. Κεντρική έννοια στο σχεδιασμό της διδασκαλίας κατέχει το μοντέλο ή αλλιώς το πρότυπο βάσει του οποίου θα οργανωθεί η παροχή και πρόσληψη της γνώσης. Με οδηγό το διδακτικό μοντέλο της επιλογής του ο φιλόλογος θα βοηθηθεί να επιλέξει στη συνέχεια αλλά και να οργανώσει τα κύρια δομικά στοιχεία μιας διδασκαλίας: τη μέθοδο, την πορεία, τα στάδια, τη μορφή, τα μέσα, που θα αξιοποιηθούν. Το εκάστοτε ζητούμενο είναι η υλοποίηση των διδακτικών σκοπών και στόχων, οι οποίοι καθοδηγούν για την επιλογή του προτύπου διδασκαλίας και παράλληλα υπηρετούνται από αυτό.
Οι παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την κατάρτιση ενός λειτουργικού και αποτελεσματικού σχεδίου διδασκαλίας είναι:
α) Επιστημονικοί – Γνωστικοί: η φυσιογνωμία και η ταυτότητα του γνωστικού αντικειμένου, το περιεχόμενο της διδασκόμενης θεματικής ενότητας, ο τρόπος σύνδεσης της κάθε ενότητας με την προηγούμενη και με την επόμενη.
β) Παιδαγωγικοί: το κλίμα της αίθουσας διδασκαλίας, το οποίο προσδιορίζεται κυρίως από τη σχέση του φιλολόγου με τους μαθητές, οι τρόποι και τεχνικές ενθάρρυνσης, τα περιθώρια αυτενέργειας και ανάληψης πρωτοβουλιών εκ μέρους των μαθητών.
γ) Ψυχολογικοί: οι προσδοκίες των μαθητών, η ηλικία τους, η οποία είναι ενδεικτική των δυνατοτήτων και ικανοτήτων τους, η προηγούμενη εμπειρία, γνωστική ή/και βιωματική.
δ) Κανονιστικοί – Θεσμικοί: οι σκοποί και στόχοι της εκπαίδευσης, η θέση του μαθήματος στο εκπαιδευτικό σύστημα, το ΑΠΣ και ΔΕΠΠΣ του μαθήματος, το σχολικό εγχειρίδιο.
Με βάση την παραπάνω σύντομη περιγραφή της συλλογιστικής, η οποία πρέπει να καθοδηγεί το φιλόλογο προς την κατάρτιση ενός σχεδίου διδασκαλίας, προτείνουμε ενδεικτικούς διδακτικούς σχεδιασμούς για την προσέγγιση ενοτήτων των αρχαίων ελληνικών στο Γυμνάσιο.

Η κατάρτιση ενός σχεδίου διδασκαλίας αποβλέπει στην αρμονική σύζευξη όλων εκείνων των παραμέτρων, που προσδιορίζουν τη διδακτική διαδικασία σε μικροεπίπεδο. Κεντρική έννοια στο σχεδιασμό της διδασκαλίας κατέχει το μοντέλο ή αλλιώς το πρότυπο βάσει του οποίου θα οργανωθεί η παροχή και πρόσληψη της γνώσης. Με οδηγό το διδακτικό μοντέλο της επιλογής του ο φιλόλογος θα βοηθηθεί να επιλέξει στη συνέχεια αλλά και να οργανώσει τα κύρια δομικά στοιχεία μιας διδασκαλίας: τη μέθοδο, την πορεία, τα στάδια, τη μορφή, τα μέσα, που θα αξιοποιηθούν. Το εκάστοτε ζητούμενο είναι η υλοποίηση των διδακτικών σκοπών και στόχων, οι οποίοι καθοδηγούν για την επιλογή του προτύπου διδασκαλίας και παράλληλα υπηρετούνται από αυτό.
Οι παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την κατάρτιση ενός λειτουργικού και αποτελεσματικού σχεδίου διδασκαλίας είναι:
α) Επιστημονικοί – Γνωστικοί: η φυσιογνωμία και η ταυτότητα του γνωστικού αντικειμένου, το περιεχόμενο της διδασκόμενης θεματικής ενότητας, ο τρόπος σύνδεσης της κάθε ενότητας με την προηγούμενη και με την επόμενη.
β) Παιδαγωγικοί: το κλίμα της αίθουσας διδασκαλίας, το οποίο προσδιορίζεται κυρίως από τη σχέση του φιλολόγου με τους μαθητές, οι τρόποι και τεχνικές ενθάρρυνσης, τα περιθώρια αυτενέργειας και ανάληψης πρωτοβουλιών εκ μέρους των μαθητών.
γ) Ψυχολογικοί: οι προσδοκίες των μαθητών, η ηλικία τους, η οποία είναι ενδεικτική των δυνατοτήτων και ικανοτήτων τους, η προηγούμενη εμπειρία, γνωστική ή/και βιωματική.
δ) Κανονιστικοί – Θεσμικοί: οι σκοποί και στόχοι της εκπαίδευσης, η θέση του μαθήματος στο εκπαιδευτικό σύστημα, το ΑΠΣ και ΔΕΠΠΣ του μαθήματος, το σχολικό εγχειρίδιο.
Με βάση την παραπάνω σύντομη περιγραφή της συλλογιστικής, η οποία πρέπει να καθοδηγεί το φιλόλογο προς την κατάρτιση ενός σχεδίου διδασκαλίας, προτείνουμε ενδεικτικούς διδακτικούς σχεδιασμούς για την προσέγγιση ενοτήτων των αρχαίων ελληνικών στο Λύκειο.

Εισηγήτρια

Η Μ. Φουντοπούλου γεννήθηκε στην Πάτρα. Ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές της στην Αθήνα. Από το 1985 έως το 1989 φοίτησε στην Κλασική κατεύθυνση του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, από όπου αποφοίτησε με το βαθμό «Λίαν Καλώς». Στη διετία 1989-1991 πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Institut d’ Etudes Europeennes του Πανεπιστημίου της Louvain-La-Neuve, από όπου έλαβε μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών (Diplome d’ Etudes Europeennes). Το 1992, ως υπότροφος του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών, ανέλαβε την εκπόνηση διδακτορικής διατριβής στο Τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής, Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών με θέμα: «Η διδασκαλία του μαθήματος των Αρχαίων Ελληνικών στην Ελλάδα, Γαλλία, Ισπανία. Συγκριτική θεώρηση». Ολοκλήρωσε τη διδακτορική διατριβή το 1995 και αναγορεύτηκε Διδάκτωρ του Τμήματος με βαθμό «Άριστα».

Υπηρετεί στο Πανεπιστήμιο Αθηνών από το 1999 μέχρι και σήμερα, που είναι Καθηγήτρια στο Τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής. Διδάσκει γνωστικά αντικείμενα που άπτονται κυρίως της Μεθοδολογίας της Διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και γραμματείας αλλά και της Γενικής Παιδαγωγικής, των Θεωριών Μάθησης και της εφαρμογής των κυριοτέρων Ψυχολογικών Θεωριών Ανάπτυξης στη σχολική τάξη.
Τα επιστημονικό, ερευνητικό και συγγραφικό έργο της Μ. Φουντοπούλου αφορά στο χώρο της μεθοδολογίας της διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και γραμματείας. Αντιπροσωπευτικές εργασίες και δραστηριότητές της είναι:
Α) Σε συγγραφικό επίπεδο: 1) Μάθηση και Διδασκαλία, Βασικές αρχές της μάθησης και η διδακτική αξιοποίησή τους στα γλωσσικά μαθήματα, τ. Α΄, Συνειρμική Ψυχολογία, Καστανιώτης 2001. 2) Γλωσσική επάρκεια. Θεωρία και Πράξη (συλλογικό έργο), Γρηγόρη 2009. 3) Ομηρικά Έπη (λογισμικό για τη διδασκαλία των Ομηρικών Επών στην Α΄ και Β΄ Γυμνασίου), Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Αθήνα 2007. 4) Το προσδιοριστικό πλαίσιο της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών από μετάφραση. Από τη θεωρία στη σχολική τάξη, Γρηγόρη 2010.
Β) Σε ερευνητικό επίπεδο: 1) Η γλωσσική επάρκεια των μαθητών της Β΄/βάθμιας Εκπαίδευσης (έρευνα δημοσιευμένη). 2) Στάσεις και απόψεις φιλολόγων για τη διδασκαλία του μαθήματος των αρχαίων ελληνικών από μετάφραση (έρευνα σε εξέλιξη).
Επιπλέον, η Μ. Φουντοπούλου διδάσκει σε προπτυχιακό και σε μεταπτυχιακό επίπεδο σπουδών, έχει την εποπτεία διπλωματικών μεταπτυχιακών εργασιών και διδακτορικών διατριβών, μετέχει σε τριμελείς συμβουλευτικές επιτροπές εκπόνησης διπλωματικών μεταπτυχιακών εργασιών και διδακτορικών διατριβών και είναι επιστημονική υπεύθυνη για τις υποτροφίες ERASMUS σε Πανεπιστήμια της Ισπανίας.
Από το Σεπτέμβριο του 2013 έως και σήμερα είναι Πρόεδρος του Τμήματος Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής, Ψυχολογίας.

 

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.