Του Νίκου Τσούλια

      Ό,τι αγαπάς και λατρεύεις δεν γίνεται μόνο υπόθεση ασίγαστου πόθου και αδιάλειπτης επιθυμίας αλλά και έκφραση μιας περίεργης αθωότητας και «αντικείμενο» παιχνιδιού, γιατί μέσα από το παιχνίδι αφαιρείται η κλασική θεώρηση των πραγμάτων και απελευθερώνεται η λειτουργία μας σε εντελώς ελεύθερα και αυθεντικά πεδία, όπου επικρατεί μόνο το συναίσθημά μας.

      Και δεν χρειάζεται πιο ισχυρή απόδειξη περί τούτου, αρκεί να σκεφτούμε τη σχέση των γονέων με το μωρό τους και με το μικρό παιδί τους – όπου εκδηλώνεται ίσως η πιο πρωτόλεια μορφή αγάπης ερχόμενη από τα βάθη της ανθρωποποίησης του ανθρώπου -, εκεί που το παιχνίδι γίνεται το πρώτο απτό υλικό για τον απόλυτο και διαχρονικό δεσμό μεταξύ των ανθρώπων, το δεσμό που βαστάει όσο η ζωή και που δίνει πάντα ονειρικό περιεχόμενο σ’ αυτή.

      Ένας βιβλιόφιλος αναπτύσσει μια παράξενη σχέση με τα βιβλία. Δεν είναι μόνο η ούτως ή άλλως κραταιά σχέση του διαβάσματος που τους συνδεσμώνει αλλά και μια μορφή τελετουργίας και παιχνιδιού που έχει διαμορφωθεί μέσα από το πολύχρονο κοινό οδοιπορικό τους. Και μπορείς να βρεις κοινά χαρακτηριστικά στοιχεία όλων των βιβλιοφάγων αλλά και προσωπικές ιδιαιτερότητες ακόμα και παραξενιές, που έχουν να κάνουν με παιχνιδίσματα αγάπης.

      Για μένα προσωπικά, αυτό το παράξενο παιχνίδι αρχίζει συνήθως πριν ακόμα γνωρίσω το «αντικείμενο του πόθου». Έτσι κι αλλιώς τα περισσότερα βιβλία μπαίνουν στο σπίτι μου μέσα από την εμβριθή και καθημερινή μελέτη της βιβλιοπαραγωγής και της βιβλιοπαρουσίασης. Έχει δηλαδή προηγηθεί ένα παιχνίδι συστατικής γνωριμίας και κυρίως προσωπικής επιθυμίας, το οποίο συνεχίζεται εν τοις πράγμασι όταν συναντιόμαστε πρώτη φορά στο βιβλιοπωλείο. Το άγγιγμα των δακτύλων με το πιάσιμο της ράχη του βιβλίου και η πρώτη εικόνα του εξωφύλλου διαμορφώνει την «πύλη εισόδου» στη σχέση μας. Και μετά θα ακολουθήσει το διάβασμα του οπισθόφυλλου, η προκαταβολική αξιολόγηση του περιεχομένου του βιβλίου, το «βεληνεκές» του συγγραφέα, η τιμή αγοράς, το όλο σχήμα της έκδοσης κλπ

     Όταν το βιβλίο εισέλθει στο σπιτικό μου, θα έχει πέντε με έξι ημέρες εξωτερικής επαφής και περισσότερης γνωριμίας. Θα μένει είτε στο γραφείο είτε στη σαλόνι είτε στο κομοδίνο του κρεβατιού, ανάλογα με το που βρίσκομαι κάθε στιγμή. Κάνουμε παρέα. Ψυχανεμίζομαι βλέποντάς το και παρατηρώντας το όσον αφορά όχι απλά και μόνο στο ερώτημα «τι θα μου πει, τι μπορεί να μου πει» αλλά περισσότερο στο τι διάλογος θα γίνει μεταξύ μας όταν συνταξιδέψουμε και ακόμα περισσότερο σε τι πνευματική και ψυχική κατάσταση θα βρεθώ. Παίζω διαρκώς μαζί του, του βρίσκω το σχετικό σελιδοδείκτη – από τη φοβερά πλούσια συλλογή που έχω – και προσπαθώ να αξιολογήσω τη σειρά της ανάγνωσης που θα πάρει, γιατί ποτέ ένα καινούργιο βιβλίο δεν θα βρει κενό στο απόλυτα συνεχές των διαβασμάτων μου.

      Και όταν εισέρχονται περισσότερα του ενός βιβλία στην εστία μου – κάτι που είναι και το σύνηθες λόγω των αρκετών βιβλιοδώρων που δέχομαι, αφού ο περίγυρός μου έχει καταλάβει ότι εύκολα μου παίρνει την ψυχή αρκεί να μου φέρνει ένα βιβλίο -, τότε το παιχνίδι δεν έχει απλά και μόνο περισσότερους παίκτες αλλά και η προσωπική πρώτη μορφή της σχέση μου απλώνεται σ’ όλα τα βιβλία και η αξιολόγηση για τη σειρά της βαθιάς γνωριμίας μας γίνεται πιο σύνθετη. Παίρνω πότε το ένα και πότε το άλλο βιβλίο, τα κοιτάζω και τα χαζεύω – αφήνω τη σκέψη μου ελεύθερη και ασύδοτη-, τα απλώνω πάνω στο γραφείο και μεταναστεύω διαισθητικά πότε απ’ εδώ και πότε απ’ εκεί. Γιατί πρέπει να ξέρετε ότι το διάβασμα ενός βιβλίου από έναν βιβλιοφάγο αρχίζει πριν το διάβασμα – και αν τούτο δεν συμβαίνει, μάλλον ο αναγνώστης έχει ρηχή σχέση με το βιβλιόκοσμο.

      Βέβαια η σειρά διαβάσματος εξαρτάται και από το τι είδος βιβλίων ήδη μελετώ. Αν διαβάζω ένα απαιτητικό δοκίμιο, φιλοσοφικού ή επιστημονικού περιεχομένου κάτι που είναι πάντα «απτή πραγματικότητα» και με δεδομένο ότι το διάβασμα το ακολουθεί και ψηφιακή αποδελτίωση, τα γεγονότα τρέχουν πιο αργά. Υπάρχει δε και η εξής περίπτωση όταν τα νεοεισαγόμενα βιβλία είναι αρκετά, να μπουν τα περισσότερα απ’ αυτά σε κάποια βιβλιοθήκη και μετά κινδυνεύουν να «σωρευτούν» μαζί με τα τόσα και τόσα που έχω αδιάβαστα. Αλλά δεν γίνεται αλλιώς – και το ξέρουν…

      Γι’ αυτό κατά καιρούς κάνω και ένα άλλου είδους παιχνίδι με τα βιβλία. Ψάχνω βιβλία που έχουν έλθει από παλιά και έχασαν τη σειρά τους και νιώθουν αδικημένα – εγώ το νιώθω αυτό για λογαριασμό τους – και τους κάνω παιχνίδι / έκπληξη. Δηλαδή ξαφνιάζω τον εαυτό μου. Γιατί φανταστείτε τι σημαίνει να διαβάζει κανείς ένα «παραμελημένο» βιβλίο μου της δεκαετίας του 1980 τριάντα και πλέον χρόνια μετά;

      Δεν είναι παιχνίδι μόνο με το βιβλίο αλλά και με το χρόνο και με τον εαυτό μου! Αλλά ένα τέτοιο παιχνίδι, δεν είναι κορυφαίο παιχνίδι του πνεύματος και της αγάπης, του συναισθήματος και της ψυχής;

anthologio.wordpress.com

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.