Λόγω της επικαιρότητας την τελευταία βδομάδα κυκλοφορούν στο διαδίκτυο πολλά καινούρια ανέκδοτα! Ένα απ’ αυτά είναι το ακόλουθο. Μια μητέρα πηγαίνει στο σχολείο να ενημερωθεί για τις επιδόσεις του γιου της. Ο δάσκαλος της λέει: «Κυρία μου, για τον γιο σας έχω ένα κακό κι ένα καλό νέο. Το κακό είναι ότι δεν ανοίγει βιβλίο. Έχει πατώσει σε όλα τα τεστ. Το καλό είναι ότι κληρώθηκε να είναι σημαιοφόρος…». Το ανέκδοτο δεν απέχει πολύ από το να γίνει πραγματικότητα μετά την πρόσφατη απόφαση του υπουργείου Παιδείας, σύμφωνα με την οποία οι σημαιοφόροι των δημοτικών σχολείων θα προκύπτουν κατόπιν κλήρωσης και όχι από τη βαθμολογία. Αυτή η επιλογή στηρίχθηκε κυρίως σε δύο επιχειρήματα.

Επιχείρημα Α: «Στρατό πάνε όλοι και όχι μόνο οι άριστοι. Γι’ αυτό όλοι έχουν δικαίωμα να κρατούν τη σημαία, αφού όλοι έχουν υποχρέωση να την υπηρετούν».

Το επιχείρημα δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα. Ο κύριος υπουργός εμφανίζεται να μη γνωρίζει ότι στρατό δεν πηγαίνουν όλοι, αφού οι γυναίκες (δηλαδή ο μισός πληθυσμός της χώρας), άνθρωποι με σωματικές και ψυχικές αδυναμίες και άνθρωποι με ιδιαιτερότητες συνείδησης δεν υπηρετούν στρατιωτική θητεία. Μεταξύ αυτών που δεν εκπληρώνουν στρατιωτικές υποχρεώσεις συγκαταλέγονται βέβαια και πολλοί άριστοι και ικανότατοι άνθρωποι των επιστημών, των γραμμάτων και των τεχνών. Επιπλέον, το συμπέρασμα ότι όλοι έχουν δικαίωμα να κρατούν τη σημαία, αφού όλοι έχουν υποχρέωση να την υπηρετούν, είναι εξίσου ελεγχόμενο. Στην κοινωνία μας ζουν συνάνθρωποι με εθνικές, πολιτισμικές και ιδεολογικές ιδιαιτερότητες, εξαιτίας των οποίων αποστασιοποιούνται από τα εθνικά και θρησκευτικά σύμβολα της χώρας μας. Αυτοί οι άνθρωποι ούτε νιώθουν την υποχρέωση να υπηρετήσουν την ελληνική σημαία ούτε βέβαια αποδέχονται το δικαίωμα να την κρατούν. Η αυθαίρετη γενίκευση που υιοθετεί ο κύριος υπουργός ασφαλώς δε συνάδει με τον πολιτικό χώρο, από τον οποίο προέρχεται και ο οποίος – υποτίθεται – ότι αναγνωρίζει σε κάθε άνθρωπο το δικαίωμα να έχει προσωπικές επιλογές.

Επιχείρημα Β: «Η επιβράβευση των αρίστων με τη σημαία δημιουργεί καθεστώς διακρίσεων και ανισοτήτων εις βάρος των συμμαθητών τους. Η σημαία δεν μπορεί να είναι έπαθλο των ολίγων».

Το επιχείρημα αποτελεί «μνημείο» ιδεοληψίας, διότι ταυτίζει την αριστεία με την ανισότητα διακηρύσσοντας ότι η ισοπέδωση της αριστείας θα εξασφαλίσει την ισότητα στην Εκπαίδευση. Ακόμα, το επιχείρημα εμφανίζει τη σημαία ως «έπαθλο» ή «τρόπαιο» των ολίγων και άριστων, από την πρόσβαση στο οποίο αυτομάτως αποκλείονται οι πολλοί.

Ο κύριος υπουργός, προκειμένου να λαϊκίσει, συγχέει την ισότητα με την αριστεία. Παραβλέπει σκόπιμα ότι το κράτος έχει την υποχρέωση να κατοχυρώσει την ισότητα στην Εκπαίδευση, παρέχοντας ίδιες ευκαιρίες μόρφωσης σε όλα τα παιδιά, ανεξάρτητα από τον τόπο καταγωγής τους και το οικονομικό, κοινωνικό και μορφωτικό προφίλ της οικογένειάς τους. Αλλά η προσπάθεια που καταβάλει κάθε παιδί ξεχωριστά, ώστε να φτάσει στη μέγιστη απόδοση και την αριστεία, δεν έχει σχέση με την ισότητα ευκαιριών που ευαγγελίζονται ο κύριος Γαβρόγλου και οι σύντροφοί του για την Εκπαίδευση. Αν ο κύριος υπουργός θέλει να εξασφαλίσει τις ίσες ευκαιρίες στην Εκπαίδευση, το μόνο που χρειάζεται να κάνει είναι να λύσει τα χρόνια προβλήματα του εκπαιδευτικού μας συστήματος, την υποχρηματοδότηση και την αναποτελεσματικότητα. Το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι αν ο υπουργός μπορεί να το κάνει αυτό μέσα σε συνθήκες οικονομικής στενότητας! Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν θέλει… Διότι από τη διατύπωση που χρησιμοποίησε στον καινούριο νόμο για την Εκπαίδευση προκύπτουν αμφιβολίες: «Η σημαία παραμένει αναρτημένη στον ιστό του σχολείου, όπως προβλέπεται σε όλες τις δημόσιες υπηρεσίες». Η διατύπωση «όπως προβλέπεται σε όλες τις δημόσιες υπηρεσίες» αποκαλύπτει τον τρόπο που ο κύριος υπουργός αντιμετωπίζει τα σχολεία! Σαν μία ακόμα δημόσια υπηρεσία… Άρα γιατί να επιθυμεί ένα σχολείο που λειτουργεί αποτελεσματικότερα και ουσιαστικότερα από τις άλλες υπηρεσίες του κράτους;

Στο δεύτερο ελάττωμα του επιχειρήματος θα δώσουμε στον κύριο υπουργό ένα ελαφρυντικό. Δεν είναι ο μόνος που θεωρεί τη σημαία ως «έπαθλο» του αρίστου. Στην ίδια τραγική θεώρηση ο υπουργός ακολουθεί τη συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας που θεωρεί ότι η σημαία επιβραβεύει τις επιδόσεις του αριστούχου. Αλλά δεν είναι η σημαία που τιμά τον σημαιοφόρο! Ο σημαιοφόρος είναι αυτός που τιμά και υπηρετεί τη σημαία. Η σημαία δε δίδεται στον σημαιοφόρο ως επιβράβευση για όσα έχει επιτύχει! Τού δίδεται, διότι ακριβώς εξαιτίας όσων έχει πετύχει θεωρείται ο πιο άξιος να την κρατήσει και να την υπερασπίσει. Όσο μεγαλύτερα τα επιτεύγματα του σημαιοφόρου, τόσο μεγαλύτερη και η αξιοσύνη του να κρατήσει το σύμβολο της πατρίδας. Στο σχολείο τη μεγαλύτερη αξιοσύνη αποδεδειγμένα τη διαθέτει ο αριστούχος στα μαθήματα. Το να εγκαταλείψουμε το κριτήριο της αξιοσύνης και να το αντικαταστήσουμε με το κριτήριο της τύχης είναι σαν να κινδυνεύουμε, στο πεδίο της μάχης, να δώσουμε τη σημαία στον πιο δειλό του τάγματος. Την ώρα της μάχης ο αξιωματικός θα διατάξει επίθεση, αλλά ο δειλός σημαιοφόρος θα το βάλει στα πόδια… Το τάγμα θα δει ότι ο σημαιοφόρος οπισθοχώρησε και θα χάσει το κουράγιο του. Το μέτωπο θα καταρρεύσει…

Η κοινωνία μας δυσκολεύεται να αντιληφθεί αυτούς τους λεπτούς συμβολισμούς. Οπότε δικαιολογημένα επέλεξε να την κυβερνήσουν άνθρωποι που μάλλον αδιαφορούν για τις αξίες και τα έθιμα της πατρίδας. Διότι με τον ίδιο νόμο που θεσπίζει την κλήρωση ως κριτήριο για τους σημαιοφόρους των δημοτικών ο κύριος Γαβρόγλου καταργεί και την έπαρση της σημαίας όπως και την ωδή του εθνικού ύμνου από τους μαθητές. Η νέα γενιά των Ελλήνων μαθητών κινδυνεύει να μάθει να αναγνωρίζει, ως ένδειξη αλληλεγγύης προς τους μετανάστες συμμαθητές της, τις σημαίες της Συρίας, του Ιράκ, του Αφγανιστάν, του Κουρδιστάν, του Πακιστάν και άλλων χωρών, αλλά να δυσκολεύεται να αναγνωρίζει την ελληνική σημαία ή να ψάλλει ικανοποιητικά τον εθνικό μας ύμνο.

Ο κύριος Γαβρόγλου ανήκει σ’ έναν πολιτικό χώρο που από την εποχή του Οδυσσέα Τσενάι έχει αντιπαρατεθεί στον ρατσισμό εναντίον των μεταναστών μαθητών που αριστεύουν στα σχολεία τους. «Τη σημαία στις παρελάσεις πρέπει να την κρατούν οι άριστοι μαθητές, ακόμα και αν προέρχονται από οικογένειες μεταναστών», έλεγαν τότε οι σύντροφοι του κυρίου υπουργού και δεν είχαν άδικο. Από τότε η ελληνική κοινωνία έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο και έχει αποδεχθεί την ιδέα ότι ένα παιδί μεταναστών μπορεί να θεωρεί την Ελλάδα πατρίδα του και να υψώνει με περηφάνια την ελληνική σημαία στις παρελάσεις. Σήμερα με αρνητική έκπληξη διαπιστώνουμε ότι οι ίδιοι άνθρωποι που τότε στρέφονταν ενάντια στον ρατσισμό κατά των μεταναστών, σήμερα ως εξουσία έρχονται και θεσπίζουν, κυριολεκτικά, ένα καινούριο είδος ρατσισμού: τον ρατσισμό ενάντια στους άριστους και την αξιοκρατία γενικότερα∙ τον ρατσισμό ενάντια στο εθνικό σύμβολο που εξευτελίζεται, όταν μετατρέπεται σε… δωράκι που κερδίζει ο πιο τυχερός της χοροεσπερίδας! Διότι το να γίνει κανείς σημαιοφόρος δεν μπορεί ποτέ να είναι θέμα τύχης! Το να γίνει όμως υπουργός ενίοτε ίσως και να μπορεί…

Πηγή: εφημερίδα “Κρητική Επιθεώρηση” (Ρέθυμνο)

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.