Του Νίκου Τσούλια

      Αν υπάρχει κάτι το καθολικό και το παγκόσμιο στον κόσμο του διαβάσματος, είναι η προσφυγή στη λογοτεχνία. Αν κάτι δίνει με απόλυτη βεβαιότητα τη δυνατότητα στον αναγνώστη να νιώθει ψυχική αγαλλίαση και πνευματική έκσταση, είναι η περιδιάβασή του στους τόπους και στους καιρούς της λογοτεχνίας.

      Οι απαρχές αυτού του τόσο ξεχωριστού διαβάσματος ίσως να βρίσκονται εκεί στην πρώτη προσπάθεια του ανθρώπου να αφηγηθεί με το νέο εργαλείο της γλώσσας τη ζωή του και τα ουσιώδη «σπαράγματα» της καθημερινότητάς του. Έκτοτε κάθε γενιά θέλει και κάθε άνθρωπος επιθυμεί σφόδρα να εξιστορήσει είτε γεγονότα πραγματικά είτε φαντασιώσεις και όνειρα, να αφηγηθεί καημούς και πόθους, να καταθέσει της ψυχής του τις ανησυχίες.

      Από πού άραγε αντλεί την ευρηματικότητά της και τη δημιουργικότητά της η λογοτεχνία, αφού «αγγίζει ένα επίπεδο περιγραφής και εικόνων που δεν μπορεί να φτάσει καμιά άλλη τέχνη»[i]; Από πού έλκει τη δύναμή της, αφού «διαρρηγνύει τα όρια που επιβάλλονται στον άνθρωπο»[ii]. Από πού παίρνει τον πηλό η λογοτεχνία για να πλάσει τη Μορφή μας, αφού «συμβάλλει σημαντικά στη δημιουργία του ανθρώπου»[iii];

      Αυτή η τόσο ξεχωριστή ιδιαιτερότητα της λογοτεχνίας στο πνεύμα του ανθρώπου είναι ιερή υπόθεση, γιατί μόνο στης λογοτεχνίας τα αναγνώσματα ο αναγνώστης νιώθει ότι συζητά με τον εαυτό του σε μια νέα βάση ό,τι αποτελεί το διαρκή εσωτερικό μονόλογό του, ό,τι υποστασιοποιεί ανεκδήλωτες δικές του αναζητήσεις. Άραγε μπορεί να υπάρξει ποτέ άνθρωπος που δεν θα θέλει ή να αφηγηθεί ή να γράψει ένα διήγημα, ένα μυθιστόρημα, ένα ποίημα; Σε μια τέτοια περίπτωση δεν θα έχει βρει καμιά πηγή των χυμών της ζωής του και όλη η ύπαρξή του θα περιδιαβαίνει τόπους ερημικούς και άνυδρους, άδεντρους χωρίς ίχνος σκιάς για να πάρει μια ανάσα.

      Ναι, η λογοτεχνία είναι η πιο δυναμική εσωτερική απόπειρα του ανθρώπου για να υφάνει της ζωής τα μικρά νήματά της και να οργανώσει τον πνευματικό του κόσμο και να του δώσει μια ευταξία και ένα σχήμα.

      Κάθε φορά που διαβάζουμε λογοτεχνία συμμετέχουμε σε ένα πανηγύρι, σε μια πνευματική μέθεξη, στην πιο παγκόσμια και πιο ανθρώπινη λειτουργία είτε αυτό γίνεται με τους μεγάλους μυθιστοριογράφους της Γαλλίας ή της Ρωσίας ή της Λατινικής Αμερικής είτε με τους σύγχρονους Έλληνες ποιητές είτε… Μπορεί ένας βιβλιόφιλος ή ένας εραστής της γνώσης και της πνευματικής καλλιέργειας να φανταστεί τον εαυτό του χωρίς αυτή την περιπλάνηση στα μεγάλα πνεύματα της διανόησης, χωρίς τις ανάσες του Όμηρου – όπου, κατά την Jacqueline de Romilly, το θαύμα της λογοτεχνικής έκφρασης, όταν οι Έλληνες μιλούν για τους θεούς τους, αγγίζει την πληρότητά του -, ή του Ντοστογιέφσκι και του Τολστόι ή του Ουγκώ και του Ντίκενς ή του Μαρκές και του Μπόρχες;

      Έχουμε αναρωτηθεί αν θα μπορούσε ποτέ να εκφραστεί ο έρωτας με τα άπειρα ερωτογραφήματά του και τα ευγενικότερα των παθών μας, αν η λογοτεχνία δεν επινοούσε διαρκώς και αδιαλείπτως του λόγου σχήματα και της ψυχής εκφράσεις και δεν αναζητούσε εικόνες στις ακρώρειες των συναισθημάτων μας; Έχουμε αναλογιστεί το πώς γλυκαίνει ο λόγος μας, όταν η λογοτεχνική διάθεσή μας «παίρνει το πάνω χέρι» και ανιχνεύει την ομορφιά αλλά και τη σκληρότητα της ζωής στις πιο αλληγορικές και ποιητικές γωνιές της σκέψης μας και του στοχασμού μας; Αλλά και όταν κατηγορούμε την επικυριαρχία του «ξύλινου λόγου» στο κομματικό ή στο συνδικαλιστικό πεδίο, για την εξορία του λογοτεχνικού οίστρου μας δεν πρόκειται;

      Η λογοτεχνία είναι ένας αυθεντικός κόσμος, ο κόσμος που ενιαιοποιεί τις τόσες και τόσες διαφορετικές «επαγγελματικές» και τεχνοκρατικές και ειδικευμένες γλώσσες των ανθρώπων. Είναι ο μόνος γλωσσικός κόσμος που δεν μπορεί ποτέ στον αιώνα τον άπαντα να εκφραστεί καμιά μορφή εξουσίας και χειραγώγησης! Η περίφημη ελληνίστρια Jacqueline de Romilly δίνει όλες τις δρώσες παραστάσεις αλλά και την τοιχογραφία της λογοτεχνίας. «Η λογοτεχνία λέει αλλά ταυτόχρονα υπαινίσσεται. Οι φράσεις είναι επίσης χαμόγελα και νοσταλγία˙ πέρα από τις λέξεις που χρησιμοποιούνται, προκύπτουν φευγαλέοι φωτισμοί, στιγμιαίες ακτίνες φωτός. Η λογοτεχνία είναι ποίηση. Η λογοτεχνία είναι μαγεία. Αλλά πάνω απ’ όλα διαφεύγει από τις δυσκολίες της καθημερινής ζωής. Από τη στιγμή που τη διαβάζουμε, ελκύει την προσοχή μας, υιοθετούμε τους δικούς της ρυθμούς, τις φαντασιώσεις της, τη λογική της, τα όνειρά της. Δεν είναι ο «άλλος»: στη διάρκεια της ανάγνωσης, η λογοτεχνία είμαστε εμείς οι ίδιοι. Και την υποδεχόμαστε χωρίς επιφύλαξη αφού δεν περιμένουμε τίποτα πέρα από το να είναι μια φωνή που μας μιλάει»[iv].

      Από τις πρώτες αφηγήσεις των παιδιών – όπου ο λόγος παλινδρομεί με περισσή ευκολία μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας –, από την χειμαρρώδη αυθεντική εκφραστικότητα των ερωτευμένων, από το σμίλεμα και τις άπειρες τεχνοτροπίες του λόγου των συγγραφέων και των ποιητών μέχρι τις τελευταίες πνευματικές παρακαταθήκες των πολύ ηλικιωμένων θα παρατηρήσουμε την βαθιά επιθυμία να εξιστορηθούν της ψυχής οι πόθοι και τα πάθη, να απελευθερωθεί η πιο γνήσια πνευματικότητά μας για να γευθούμε του χυμούς της ζωής μας. Και είναι τότε που ακριβώς βρισκόμαστε στις «γειτονιές της λογοτεχνίας».


[i] Jacqueline de Romilly (2014), Τι πιστεύω, Αθήνα: Πατάκης, σ. 105

[ii] ο.π., σ. 106

[iii] ο.π. σ. 114

[iv] ο.π. 129

anthologio.wordpress.com

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.