Του Νίκου Τσούλια

      Ένα σταθερό και διαχρονικό και εν μέρει διακομματικό νήμα διατρέχει την πολιτική των Υπουργών Παιδείας, που έχει πεισματικά τα ίδια αρνητικά χαρακτηριστικά σαν να πηγάζουν από τον ίδιο το θεσμό της εκπαίδευσης. Αλλά δεν πρόκειται περί αυτού ούτε συνδέεται με κάποιο χρώμα εθνικής εκπαιδευτικής πολιτικής που θα διαμόρφωνε μια κοινή ατζέντα ανεξάρτητα από την παρουσία του «άλφα» ή του «βήτα» κόμματος ή υπουργού.

      Πρόκειται για λανθασμένες αντιλήψεις και πρακτικές, που απορρέουν εν πολλοίς από την ίδια τη λειτουργία της εξουσίας – ως δομή επιβολής – από την περισσή αλαζονεία αλλά και από τις πολλαπλές ψευδαισθήσεις των αρμόδιων Υπουργών. Μπορούμε να δούμε αυτό το κοινό και σταθερό νήμα των λανθασμένων εκπαιδευτικών θεωρήσεων και αποφάσεων επί του πεδίου της εφαρμοσμένης πολιτικής της παιδείας για το χρονικό διάστημα 1985 έως σήμερα.

      Πρώτο και βασικό κοινό σημείο του θέματός μας είναι το πώς βλέπουν το θεσμό της εκπαίδευσης οι ίδιοι οι Υπουργοί. Θεωρούν ότι είναι ένα λαμπρό πεδίο επί του οποίου θα κτίσουν λαμπρή πολιτική καριέρα, για τον απλό λόγο ότι η εκπαίδευση έχει ευρεία κοινωνική αναφορά. Δεν υπάρχει οικογένεια που δεν έχει κάποια σχέση με τους συνολικούς θεσμούς της εκπαίδευσης, και επομένως η όποια εκπαιδευτική πολιτική φτάνει μέσα στους κόλπους της με περισσή ευκολία και μάλιστα έχει ως πεδίο αναφοράς το πιο κρίσιμο και ευαίσθητο πεδίο, εκείνο της μόρφωσης της νέας γενιάς και της δημιουργίας του μέλλοντός της.

      Σ’ αυτό το προνομιακό λοιπόν στερέωμα, αντί να διακρίνονται από κουλτούρα παιδείας και αγωγής, μετριοπάθειας και σύνεσης – που είναι και συστατικά στοιχεία κάθε εκπαιδευτικής αντίληψης – χαρακτηρίζονται από νοοτροπία επιβολής και επιδίδονται σε μονομερείς ενέργειες. Σε καμιά περίπτωση, δεν θέλουν το διάλογο και όταν τον επικαλούνται, τον χρησιμοποιούν προσχηματικά και ως πρόφαση δημοκρατικότητας. Δεν θυμάμαι κανέναν Υπουργό Παιδείας να ομολογεί ότι μια κάποια θεώρησή του / απόφασή του είναι λάθος ή έστω ότι μπορεί να μην έχει την απολυτότητα της ορθότητας.

      Εδώ γίνεται ένα βασικό λάθος. Η εκπαίδευση ως ευρύς κοινωνικός θεσμός έχει και κάποιες ιδιαιτερότητες, που αν δεν τις λάβεις υπόψη σου, αποτυγχάνεις με σχεδόν νομοτελειακό τρόπο. α) Η εκπαίδευση δεν μεταρρυθμίζεται και δεν αλλάζει με διοικητικό τρόπο. Δεν είναι ΔΕΚΟ για να ψηφίσεις έναν νόμο και μετά απλά και μόνο να επιδοθείς σε εφαρμοστικές εγκυκλίους. Η «απόσταση» από το Υπουργείο Παιδείας μέχρι τα σχολεία και τις σχολικές αίθουσες είναι πολύ μεγάλη! β) Λέγεται, πολύ ορθά, ότι «το σχολείο δεν αλλάζει αλλάζοντας μόνο το σχολείο». Κάθε εκπαιδευτική πολιτική απαιτεί και ευρύτερες κοινωνικές πολιτικές αλλαγές με σαφές δημοκρατικό και προοδευτικό περιεχόμενο. Καμιά εκπαιδευτική μεταρρύθμιση λοιπόν δεν μπορεί να γίνει βλέποντας το στερέωμα μόνο της εκπαίδευσης.

      Δεύτερο σημείο είναι η εκτός κάθε λογικής και κατ’ επανάληψη ενασχόληση με το Σύστημα Πρόσβασης των μαθητών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Και επειδή η παρέμβαση σ’ αυτό τον τομέα προσφέρει τζάμπα δημοσιότητα – σε μια κοινωνία βέβαια που πεισματικά εδώ και δεκαετίες δεν μπορεί να ξεχωρίσει το ουσιώδες από το επουσιώδες στην εκπαίδευση -, έχει γίνει πολιτική ψύχωση. Δύσκολα θα βρούμε Υπουργό Παιδείας – από τους τόσους και τόσους που πέρασαν – που δεν έκανε κεντρικό σημείο της πολιτικής του το εν λόγω σύστημα. Και ποιο είναι το πιο ανόητο στοιχείο αυτής της διαρκούς παρέμβασης: ότι το Σύστημα είναι κατά βάση το ίδιο όλο αυτό το διάστημα. Εδώ έχω και μια βεβαιότητα. Όταν βλέπω Υπουργό Παιδείας να πιάνει το στοιχείο αυτό, προοικονομώ την αποτυχία του. Γιατί πολύ απλά θεωρώ ότι δεν έχουν πρόταση για την ουσία και το περιεχόμενο της εκπαίδευσης.

      Τρίτο σημείο είναι το πώς βλέπουν οι Υπουργοί τους εκπαιδευτικούς αφενός και το συνδικαλιστικό κίνημά τους αφετέρου. Οι Υπουργοί αντιμετωπίζουν τους εκπαιδευτικούς ως υπαλλήλους που απλά θα είναι εφαρμοστές και τυφλοί αναπαραγωγοί των κεντρικών αποφάσεών τους. Προφανώς δεν έχουν καταλάβει όχι μόνο το ρόλο του εκπαιδευτικού αλλά και κάτι πιο βασικό, δεν έχουν καν κατανοήσει «τι είναι εκπαιδευτικός». Εδώ ίσως να είναι και το πιο καθοριστικό στοιχείο μη σύναψης του Υπουργείου και του σχολείου. Όσον αφορά τη στάση των Υπουργών ως προς το συνδικαλιστικό κίνημα το αντιμετωπίζουν εξ ορισμού εχθρικά˙ εκτός από τη σημερινή πράγματι μοναδική περίπτωση που μπορεί να ειπωθεί ότι ο Υπουργός νιώθει άνετα αφού η ΟΛΜΕ, για παράδειγμα, είναι εν τοις πράγμασι ανύπαρκτη και στο μόνο που επιδίδεται είναι οι ανακοινώσεις για δευτερεύοντα θέματα δίκην Συλλόγου των «εν Αθήναις τάδε κατοίκων μιας επαρχιακής πόλης».

      Σε συνάρτηση με όλη αυτή την αντιεκπαιδευτική νοοτροπία είναι και η εμφάνιση μιας αλαζονικής και ως ένα σημείο αυταρχικής συμπεριφοράς, το οποίο είναι δείγμα αδυναμίας υπεροχής της εκάστοτε εκπαιδευτικής πολιτικής. Τα τελευταία χρόνια είχαμε και την εμφάνιση ενός πρωτόγνωρου και πρωτόγονου λαϊκισμού, μιας ακατάσχετης και προκλητικής δημαγωγίας με ένα μίγμα συνειδητού εμπαιγμού και ανόητης ασυναρτησίας, όπως έχει γίνει με τους Υπουργούς του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. στα θέματα του διορισμού των εκπαιδευτικών, της «κατάργησης των Πανελλαδικών εξετάσεων» κλπ

      Συμπερασματικά, ισχυρίζομαι ότι οι κατ’ επανάληψη αποτυχημένες εκπαιδευτικές πολιτικές οφείλονται σε σημαντικό βαθμό στις προκαταλήψεις και στις ψευδαισθήσεις των Υπουργών Παιδείας και τελικά η πολύπαθη ελληνική εκπαίδευση δεν έχει να αντιμετωπίσει μόνο τα δικά της προβλήματα και τις μεγάλες προκλήσεις κάθε εποχής, αλλά επιβαρύνεται και από το έλλειμμα εκπαιδευτικής και μορφωτικής κουλτούρας και από τις ψευδαισθήσεις των Υπουργών.

anthologio.wordpress.com

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.