Του Νίκου Τσούλια

      Δεν μπορούσε να αφηγηθεί πουθενά αυτό που του συνέβαινε. Και ήταν τόσο σημαντικό, ό,τι πιο όμορφο μπορούσε να ονειρευτεί σ’ αυτή την ηλικία. Αλλά ήταν τόσο αντιφατικό με την πραγματικότητα, που δεν τολμούσε να το εξιστορήσει πουθενά ούτε καν υπαινικτικά. Και όμως δεν μπορούσε να το βαστήξει μέσα του. Ήθελε να ξαλαφρώσει. Όχι, δεν είχε κάνει κανένα έγκλημα. Δεν είχε καμιά ενοχή για τίποτα. Αντίθετα, ήταν συνεπαρμένος από το πιο ωραίο όνειρο που τον είχε επισκεφτεί στη ζωή του, στην απόλυτα προσωπική του πραγματικότητα. Ένιωθε ότι ήταν τόσο τυχερός που συναντούσε την απόλυτη ομορφιά…

      «Ευτυχώς που υπάρχει η λογοτεχνία, η δυνατότητα κάπου να το γράψω, να το αποδώσω σε έναν ήρωα φανταστικό», σκέφτηκε, βρίσκοντας τη μοναδική διέξοδο στην πλημμύρα των συλλογισμών που τον φούντωνε κάθε στιγμή που το πνεύμα του ένιωθε ελευθερία, που η ψυχή του έβρισκε τον εαυτό της. «Αυτό το ξεγύμνωμα της ψυχής που το έχουν αναλάβει πνευματικοί καθοδηγητές ή μεγάλοι πεζογράφοι» (K. Clark), θα μου καταλαγιάσει κάπως το αντάριασμα του συναισθήματος. «Ίσως γι’ αυτό να έχει επινοηθεί η λογοτεχνία, με τις τόσες και τόσες εκφράσεις της: το μυθιστόρημα, το διήγημα, το ποίημα… για να ειπωθούν όσα δεν λέγονται ούτε καν στο φίλο σου, για να απελευθερώσεις την πιο προσωπική επικράτειά σου από τα δεσμά της πανταχού παρούσας συμβατικότητας και της στείρας ηθικολογίας. Και άλλοι γράφουν ό,τι είναι ανέκφραστο στον προφορικό λόγο δημιουργώντας μια παράξενη γοητεία της γραφής και άλλοι το διαβάζουν συναντώντας εκεί τη δική τους εκδοχή και χαίρονται που βρίσκουν τον αυθεντικό εαυτό τους».

      Έγραψε για μια συνάντηση που μπορεί να μη γίνει. Και πώς να γίνει, όταν δεν μπορούσε να ζήσει μερικές έστω στιγμές με το είδωλό του; Είχε νιώσει ότι είχε κυριευτεί από την ομορφιά του έρωτα – στο ζεϊμπέκικό του αυτός ο πόνος αυτής της ομορφιάς τον σέρνει, το πρόσωπό της τον εμπνέει…

      «Δεν είναι δημιούργημα της φαντασίας μου. Ίσως και να θεωρηθεί ότι η φαντασία έχει μεγαλύτερο μερίδιο σ’ αυτή την ομορφιά. Αλλά υπάρχει και η πραγματικότητα που έχει βάλει τη δική της συμμετοχή – και γι’ αυτό δεν μπορεί να την κρατήσω σα μια δική μου απόλυτα προσωπική υπόθεση των τόσων και τόσων κρυφών μυστικών που έχει κάθε άνθρωπος στη ζωή του. Μπορεί να νιώθει κι αυτή το ίδιο. Είναι στιγμές που το βλέμμα της συναντάει τον πόθο μου και δεν τον αρνείται. Ίσως να νιώθω έτσι. Θα βρω άραγε την ευκαιρία να τη δω μόνη της;

      ‘Δεν ξέρω πώς να αρχίσω… Νιώθω τόσο όμορφα που σε βλέπω! Ίσως και να σου φανεί τόσο παράξενο. Χάνομαι όταν σε κοιτάζω. Τα πάντα γύρω μου διαλύονται. Οι μορφές τους εξαϋλώνονται. Υπάρχεις μόνο εσύ. Βλέπω στο πρόσωπό σου την ομορφιά του μέλλοντος που δεν θα ζήσω. Είναι θείο χάρισμα στη δική σου Μορφή. Αλλά αυτό που γεννήθηκε, γεννήθηκε για να εκφραστεί. Δεν μπορώ παρά να κάνω το αόρατο ορατό. Είσαι η πηγή της χαράς της ίδιας της ζωής μου’.

      Θα της αγγίξω το χέρι… Ένα άγγιγμά μου στο είδωλό μου είναι αρκετό. Θα της μιλάω συνέχεια πριν προλάβει να μου πει τίποτα. Τίποτα δεν μπορεί να με φοβίσει. Η μη ανταπόκρισή της μπορεί να είναι και λυτρωτική, αφού δεν μπορώ να της χαρίσω του έρωτα την πνοή, την αιωνιότητά του. Εκτός αν μια στιγμή και μόνο απλώνεται παντού στο χρόνο. Γιατί οι εικόνες που ξυπνούν μέσα μου νιώθω ότι τη μια στιγμή είναι βαθιά θαμμένες στο μακρινό παρελθόν μου και την άλλη μεταναστεύουν στο απρόσιτο μέλλον μου; Γιατί άραγε νιώθω τόσο έντονα ότι είμαι στην ίδια με τη δική της φάση της ζωής;

      ‘Είμαι μέσα στο όνειρό σου. Στο όνειρο που βλέπω εγώ για σένα. Βλέπω το μέλλον σου, αυτό που θα ζήσεις. Είναι γεμάτο ομορφιά. Θα δημιουργήσεις εσύ το ωραίο, γιατί έχεις την ομορφιά μαζί σου, στο πρόσωπό σου, στο βλέμμα σου, στα χείλη σου, στο στοχασμό σου, στην προσωπικότητά σου, στο χαρακτήρα σου, στην ευγένειά σου. Είσαι έρωτας. Τον συνάντησα σε σένα’.

      Θα της πω ότι δεν θέλω τίποτα – πόσο θα με στεναχωρούσε αν ένιωθε έστω και για λίγο άσχημα ή αν ένιωθε ότι κάτι έπρεπε να κάνει από ευγένεια. Όχι, ο έρωτας θέλει μόνο την αλήθεια. Όλα τα άλλα τον αμαυρώνουν, τον προσβάλλουν – ευτυχώς δεν τον αγγίζουν. Μου έχει χαρίσει την ωραιότητα της ζωής τόσο απλά, τόσο εύκολα. Μόνο με την παρουσία της, με τις εικόνες της καθημερινής ζωής της.

      ‘Ήθελα να σου πω για την ομορφιά που μου χάρισες, για το μεγαλείο του έρωτα που μου πρόσφερες γιατί είναι δικά σου δημιουργήματα. Ό,τι και να μου πεις θα είναι η μόνιμη συντροφιά των ονείρων μου και της ζωής μου’. Ένιωθε ότι είχε πάει στη χώρα της ομορφιάς. Βυθίστηκε στις σκέψεις του. Συνάντησε τη μεγάλη αγωνία του. ‘Άραγε θα γίνει αυτή η συνάντηση;’».

anthologio.wordpress.com

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.