Του Νίκου Τσούλια

      Όταν μια κοινωνία παρακμάζει επί πολύ, η παρακμή της είναι μάλλον καθολική και κραταιά. Όταν μια πολιτεία διαβρώνει την ορθολογική της λειτουργία και τις ουμανιστικές της αξίες, τότε δύσκολα θα βρεθεί θεσμός της που να εξαιρείται απ’ αυτή τη γενική τάση. Επιπλέον, θεωρώ ως κοινή πεποίθησή μας ότι η κρίση της χώρας μας είναι κρίση γενική και όχι μόνο οικονομική ή πολιτική / κομματική. Είναι κρίση του πολιτισμού μας και της κουλτούρας μας.

      Το σκηνικό της κρίσης αφορά και τη θεσμική μας εκπαίδευση, έστω και σε μικρότερη έκταση. Η εκπαίδευση έχει μερικές προνομιακές όψεις σε σχέση με τις εικόνες των άλλων κοινωνικών θεσμών. Έχει μια πιο ορθολογική και ανθρωπιστική λειτουργία που οφείλεται σε συγκεκριμένους παράγοντες, όπως ο διαπαιδαγωγικός της χαρακτήρας, η χειραφετική δύναμη της γνώσης, η κυρίαρχη παρουσία της νέας γενιάς και των ιδανικών που προβάλλει ή που απαιτεί, η έλλειψη αξιόλογης ποσοτικά χρηματικής ροής στους κόλπους της κλπ.

      Ωστόσο η γενικότερη κρίση έχει εισβάλλει και εδώ, έστω και αν το αξιακό φορτίο του σχολείου διατηρεί μια σχετική αυτονομία και ένα αυτοφυές διαφωτιστικό περιεχόμενο. Σ’ αυτή την παρακολουθητική τάση της εκπαίδευσης στη γενικότερη τάση της κοινωνίας ερμηνεύεται και από την συντηρητική ιδεολογία, που θεωρεί ότι το σχολείο θα πρέπει να υιοθετηθεί τα προτάγματα της αγοράς επομένως και όλο το πλαίσιό της αλλά και από την καθαρή αριστερή ιδεολογία, που πιστή στις «θεωρίες αναπαραγωγής», διατείνεται ότι το σχολείο αναπαράγει την κυρίαρχη ταξική κοσμοθεωρία υποβαθμίζοντας παράλληλα τον χειραφετικό χαρακτήρα της γνώσης και της μάθησης.

      Και – για να φτάσουμε στην καρδιά του θέματός μας – ενώ πολλοί εκπαιδευτικοί και κυρίως εκείνοι των αριστερών παραταξιακών ρευμάτων αλλά και η γενικότερη υπαλληλική / φοβική νοοτροπία εξορκίζουν την αξιολόγηση ως θεσμό ελέγχου των εκπαιδευτικών και χειραγώγησης του σχολείου υπηρετούν (μαζί με άλλες ομόρροπες τάσεις των εκπαιδευτικών) μια σκαιά και αγοραία όψη της αξιολόγησης της αγοράς με τον πιο κυνικό τρόπο, ενώ παράλληλα εκδιώκουν εκείνη τη μορφή της εσωτερικής αξιολόγησης που έχει διαμορφωτικό και ουσιαστικό ρόλο στους στόχους της εκπαίδευσης.

      Συγκεκριμένα, προσπαθούν ομάδες εκπαιδευτικών και διευθυντών σχολείων να προσελκύουν μαθητές και μαθήτριες πέραν της κλασικής / γεωγραφικής κατανομής των μαθητών / μαθητριών με βάση τον τόπο διαμονής τους. Η ανάγκη γι’ αυτή την παρακμιακή λειτουργία προκύπτει από τη μείωση του μαθητικού δυναμικού – είτε λόγω του δημογραφικού προβλήματος είτε λόγω της σταδιακής μείωσης των μεταναστών στη χώρας μας – που επαγωγικά μειώνει τις οργανικές θέσεις των σχολείων και επομένως απειλεί και την εργασιακή σχέση μερικών εκπαιδευτικών.

      Η προσέλκυση μαθητών θυμίζει εν πολλοίς την αντίληψη και την πρακτική των φροντιστηρίων. Ας δούμε μερικές όψεις της. α) Προβάλλονται με έναν εμφανή τρόπο τα αποτελέσματα των πανελλαδικών εξετάσεων, όταν αυτά είναι εμφανώς καλύτερα από εκείνα των γειτονικών σχολείων ή των σχολείων του οικείου Δήμου. β) Διαμορφώνεται μια αντίληψη / πρακτική περί πιο εύκολης προαγωγής των μαθητών και των μαθητριών. γ) Εντάσσεται το όλο σκηνικό των δραστηριοτήτων του σχολείου ως δέλεαρ για γονείς και μαθητές. Έτσι, το ανέβασμα ενός θεατρικού έργου ή μια μουσική δραστηριότητα ή μια γενικότερη πολιτισμική και μορφωτική πρωτοβουλία δεν προάγεται ως αυταξία και ως αυτοσκοπός, αλλά εντάσσεται σκοπίμως και επιμελώς στην πολιτική ότι «εμείς είμαστε το καλύτερο σχολείο» και ως συνέχεια αυτού του συμπεράσματος έρχεται μόνο του το παρακολουθητικό του συμπέρασμα, «προτιμήστε μας».

      Δεν ισχυρίζομαι ότι δεν πρέπει να προβάλλονται οι δραστηριότητες των σχολείων˙ το αντίθετο πρέπει να γίνονται σημαίνοντα γεγονότα για τις μικροκοινωνίες. Ισχυρίζομαι ότι δεν μπορεί όλος αυτός ο μορφωτικός πλούτος των σχολείων να αποκτά αντιπαιδαγωγικό χαρακτήρα και να διαβρώνεται η αξιοπρέπεια των εκπαιδευτικών στο παιχνίδι της προσέλκυσης μαθητών, που εν προκειμένω τους προσδίδουμε ευθέως την ιδιότητα των πελατών δηλαδή υιοθετούμε ουσιαστικά την υποκουλτούρα της αγοράς, αυτής που φαινομενικά αντιμαχόμαστε ιδεολογικά στις Γενικές Συνελεύσεις. Ιστορικά μια τέτοια μεγάλη αντίφαση δεν είναι η πρώτη για τον κλάδο μας. Έχει προηγηθεί η περίπτωση των ιδιαίτερων φροντιστηρίων όπου εδώ πρυτανεύουν και οι αντιφάσεις αλλά και η υποκρισία. Εδώ βλέπουμε ακόμα και συνδικαλιστές που αντιμάχονται και κατακεραυνώνουν την ιδέα των φροντιστηρίων στα συλλογικές μας διαδικασίες, ενώ ταυτόχρονα επιδίδονται στο εν λόγω «σπορ» χρησιμοποιώντας ενίοτε εντέχνως και τη συνδικαλιστική ιδιότητά τους. Ένας επαγγελματικός κλάδος και δη ο εκπαιδευτικός κλάδος οφείλει να προσεγγίζει τα τρωτά του σημεία και να προχωρεί σε αυτοκριτική. Μια τέτοια αντίληψη του δίνει τη δυνατότητα να βελτιώνεται και να προοδεύει.

      Τα σχολεία οφείλουν να αγωνίζονται για να βελτιώνουν την παρεχόμενη εκπαίδευσή τους με συστηματικό τρόπο, χωρίς καμιά αντίληψη στείρου ανταγωνισμού μεταξύ των με πρακτικές αγοραίου marketing προς άγραν μαθητών / μαθητριών και για τον κατ’ επέκταση και κατ’ ουσίαν μετασχηματισμό των μαθητών σε «πελάτες»! Οφείλουν να μορφώνουν και να διαπαιδαγωγούν ως πρώτιστο και μοναδικό καθήκον τους, χωρίς να αντιπαρατίθενται μεταξύ τους με αγοραίο τρόπο, όπως ακριβώς οι «εκπαιδευτικές πορείες» μαθητών / μαθητριών δεν μπορούν ποτέ να αντιπαρατεθούν μεταξύ τους.

anthologio.wordpress.com

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.