Του Νίκου Τσούλια

      Η προσεκτική ανάγνωση με την ταυτόχρονη αναγκαία διεισδυτική εκπαιδευτική αντίληψη των κειμένων του Υπουργείου Παιδείας σημειώνουν δύο επίπεδα αναφοράς, ένα πεδίο που χαρακτηρίζεται από θεωρητική και άκρως ελκυστική γραφή λόγω των εικονικών καινοτομιών και των απεριόριστων ευχολογίων – και το οποίο υπερχειλίζει το όλο πλαίσιο – και ένα που συνδέεται με την εφαρμοστέα εκπαιδευτική πολιτική και που έχει ως απόλυτη βάση τις δεσμεύσεις του Υπουργείου από τα μνημόνια και από την εργαλειοθήκη του Ο.Ο.Σ.Α.

      Με αυτό τον τρόπο το Υπουργείο επιχειρεί να αποκρύψει την αντιεκπαιδευτική του πολιτική θέτοντας τον φουσκωμένο και βερμπαλιστικό λόγο να καλύπτει τον πυρήνα της πολιτικής του. Επιχειρεί δε να εμφανίσει το όλο εγχείρημά του ως «μεταρρύθμιση» προκαλώντας βάναυσα τον ορθολογισμό και την κριτική σκέψη των εκπαιδευτικών και των πολιτών αλλά και την ιστορία και την κοινωνιολογία της εκπαίδευσης. Θα αρκούσε βέβαια ένα και μόνο εισαγωγικό ερώτημα, για να αποτιμηθεί η πολιτική του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.

      Είναι δυνατόν σε συνθήκες σκληρής λιτότητας και συνεχιζόμενης επί επτά χρόνια περιοριστικής πολιτικής λόγω των απανωτών μνημονίων, σε καιρούς που αποδομείται η δημόσια εκπαίδευση και αποσαθρώνεται όλο το πεδίο λειτουργίας των εκπαιδευτικών να έχουμε προοδευτικές αλλαγές στο σχολείο;

      Ας δούμε όμως το διπλό σκηνικό των χωριών Ποτέμκιν, της δημαγωγίας και του βερμπαλισμού αφενός και της μαύρης πραγματικότητας της ήδη υλοποιούμενης πρότασης επί του πεδίου της εφαρμοζόμενης κυβερνητικής πολιτικής αφετέρου.

      1) «Εισαγωγή της αυτοαξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών δομών το σχολικό έτος 2017-2018, με στόχο να δημιουργηθεί μια κουλτούρα συνεργατικού προγραμματισμού, αναστοχασμού και αποτίμησης των εκπαιδευτικών δράσεων που εφαρμόστηκαν, στην κατεύθυνση της βελτίωσης της ποιότητάς τους. Οριστικοποίηση των δεικτών προστιθέμενης αξίας κατά το σχολικό έτος 2018-2019».

      Σε τι συνίσταται ακριβώς η αυτοαξιολόγηση των σχολείων και η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών; Εδώ παρουσιάζονται αρκετές συγκεκριμένες σκέψεις και ιδέες για την αυτοαξιολόγηση των σχολείων, που εμφανίζεται να είναι και η πιο αθώα, δεν γίνεται κάτι ανάλογο όμως για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, γιατί επιχειρείται η σχετική απόκρυψή της. Αντίθετα, το Υπουργείο εμφανίζεται κατά καιρούς να μιλάει για την αξιολόγηση μόνο εκείνων που στοχεύουν να διεκδικήσουν διοικητική θέση στα σχολεία και γενικότερα στην εκπαίδευση.

      Κι όμως γίνονται δύο λαθροχειρίες, που εύκολα αποκαλύπτονται. α) Υπάρχει συγκεκριμένη απόφαση ψηφισμένη στα μνημόνια του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. για αξιολόγηση όλων των εκπαιδευτικών, η οποία παίρνει και ακραία μορφή, αφού συνδέεται και με την απόδοση των μαθητών! Αυτή η δέσμευση δεν εμφανίζεται στα κείμενα – που δίνει στη δημοσιότητα το Υπουργείο για λόγους σκοπιμότητας -, για να μη φορτωθεί το κάρο υπερβολικά και ανακοπεί η ταχύτητα της μεταρρύθμισης… β) Ακόμα και αν παραλείψουμε την πρώτη περίπτωση, η υλοποίηση της προσωπικής αξιολόγησης γι’ αυτούς που έχουν διοικητικές φιλοδοξίες δεν ανοίγει το κεφάλαιο γι’ όλους και μάλιστα με έναν διχαστικό τρόπο, αφού όσοι θα έχουν αξιολογηθεί, θα προβάλλουν την αξιολόγησή τους ως προσόν έναντι των άλλων που διστάζουν ή φοβούνται και πάντως δεν θα έχουν δυνατότητα εξέλιξης και προοπτικής;

      2) Ας διαβάσουμε την αναφορά του Υπουργείου για το σχολείο. «Τα σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης έχουν μετατραπεί σε «εξεταστικά κέντρα», υποβαθμίζοντας σταδιακά την παιδαγωγική και εκπαιδευτική τους δυναμική. Η δευτεροβάθμια εκπαίδευση έχει υποκατασταθεί από τη σκιώδη εκπαίδευση (φροντιστήρια), γεγονός που υπονομεύει την καθεαυτό εκπαιδευτική διαδικασία. Οι επιπτώσεις αυτής της κατάστασης ήταν μάλλον καταστροφικές για τις μεγαλύτερες τάξεις του Λυκείου. Το πρόβλημα αυτό δεν είναι όμως μόνο εκπαιδευτικό, αλλά και βαθύτατα κοινωνικό. Η αναδιοργάνωση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στοχεύει στην αναβάθμιση του εκπαιδευτικού της ρόλου, της αυτονομίας της και της ανεξαρτησίας κάθε βαθμίδας, έτσι ώστε να προσφέρει τα μέγιστα εκπαιδευτικά οφέλη στους μαθητές. Η μεταρρύθμιση του Γυμνασίου θέτει τις βάσεις για μια πιο διεισδυτική και πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση των μαθητών, απαλλαγμένη από τον αυστηρό εξετασιοκρατικό χαρακτήρα. Η δημιουργία μια αυτόνομης βαθμίδας ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (Λύκειο) θα προετοιμάσει τους μαθητές για την είσοδό τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση δίνοντας τους όλα τα απαραίτητα εφόδια, χωρίς ωστόσο να αναιρεί τον αυτόνομο εκπαιδευτικό ρόλο του σχολείου. Η αυτονομία του Λυκείου ως εκπαιδευτική βαθμίδα θα πρέπει να υπογραμμιστεί».

      Κατανοεί κανένας τίποτα συγκεκριμένο απ’ αυτή τη γενικολογία και την αοριστολογία, από τα ευχολόγια και την έκθεση ιδεών; «Τα σχολεία είναι εξεταστικά κέντρα και η δευτεροβάθμια εκπαίδευση έχει υποκατασταθεί από τα φροντιστήρια». Δηλαδή όλα αυτά τα χρόνια εμείς οι εκπαιδευτικοί των Γυμνασίων και των Λυκείων εργαζόμαστε και διδάσκουμε ως φροντιστές μη εκπαιδεύοντας αλλά φροντίζοντας μόνο τους μαθητές για τις εξετάσεις και δεν το έχουμε ούτε καν αντιληφθεί; Δεν νομίζω ότι έχει υπάρξει μεγαλύτερη προσβολή για τους καθηγητές και για τις καθηγήτριες απ’ αυτή, γιατί ισχυρίζεται ο αριστερός και μεταρρυθμιστής Υπουργός μας ότι στα σχολεία δεν επιχειρείται κανένα έργο μόρφωσης και παιδείας ούτε διαπαιδαγώγησης και κοινωνικοποίησης ούτε πολιτισμικών δραστηριοτήτων και ευρύτερων κοινωνικών πρωτοβουλιών! Και προφανώς δεν ισχυρίζομαι ότι είμαστε ικανοποιημένοι, αλλά ότι γίνεται σοβαρή και συστηματική προσπάθεια αυτό το ξέρουν γονείς και μαθητές και φυσικά εμείς οι εκπαιδευτικοί. Το φοβερό είναι να μιλάει για μονομέρεια του σχολείου ο κ. Γαβρόγλου, όταν παίρνει άκρως περιοριστικά μέτρα για να εξαφανιστεί όλη αυτή η προσπάθεια και ο πολιτιστικός πλούτος των σχολείων!

      3) Συνεχίζουμε την ανάγνωση για την επαγγελματική εκπαίδευση, για την οποία υπάρχει καλύτερη αναφορά στο β΄ μέρος της ανάλυσής μας. «Για να επιτύχουν όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, προϋπόθεση αποτελεί η ενίσχυση της τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης, καθώς και η αναβάθμιση της θέσης της στην ελληνική κοινωνία. Αυτό θα καταστήσει την επαγγελματική εκπαίδευση  ελκυστικότερη και θα αυξήσει τον αριθμό των μαθητών».

      Εδώ δεν έχουμε μια απλή εμφάνιση του ούτως ή άλλως διάχυτου και κυρίαρχου δημαγωγικού λόγου του Υπουργείου, γιατί στην πράξη όλες του οι αποφάσεις και οι ενέργειές του ακόμα και οι σκόπιμες παραλείψεις του κατατείνουν στην αποσάθρωση της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης. Άλλωστε έχει ομολογηθεί ότι στρατηγικός στόχος της κυβέρνησης του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. είναι η διαμόρφωση ενός τύπου Λυκείου – προφανώς Γενικού Λυκείου – με λίγο «πασάλειμμα» Τεχνικής εκπαίδευσης. Ουσιαστικά ο θεσμός της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης μετασχηματίζεται σε κατάρτιση εκτός τυπικού εκπαιδευτικού συστήματος. Όλες οι σημερινές εξελίξεις τείνουν προς αυτή την κατεύθυνση. Τα ΕΠΑ.Λ., τα γνωστικά αντικείμενα, οι ειδικότητες των εκπαιδευτικών και οι μαθητές μειώνονται και απαξιώνονται. Και στον κοντινό ορίζοντα εμφανίζεται η Κατάρτιση, που όλο και περισσότερο μπαίνει στην ατζέντα του Υπουργείου, προς την οποία θα οδηγηθεί το μεγάλο μέρος των εκπαιδευτικών.

      4) «Σημαντικό στοιχείο της όλης προσπάθειας είναι η συνεχής κατάρτιση του εκπαιδευτικού προσωπικού και η ανάπτυξη του απαραίτητου θεσμικού πλαισίου. Επιπρόσθετα, η βελτίωση της βασικής εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών και η περαιτέρω κατάρτισή τους θα διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην όλη προσπάθεια».

      Τι έχει γίνει ή τι σχεδιάζεται να γίνει προς αυτή την κατεύθυνση; Το απόλυτο τίποτα. Για να διαμορφωθεί ένα πλαίσιο Παιδαγωγικής Κατάρτισης των εκπαιδευτικών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, που είναι και ένα βασικό έλλειμμα της εκπαίδευσής μας, απαιτείται μια συνολική προσπάθεια που δεν μπορεί να λυθεί με μονομερείς αποφάσεις του Υπουργείου αλλά χρειάζεται συνεννόηση και με τα Πανεπιστήμια. Είναι δε τόσο μικρή η δυνατότητα των Πανεπιστημίων με την οικονομική ασφυξία που έχουν, που μπορούμε να ισχυριστούμε για την όλη πρόταση ότι «απλώς κουβέντα να γίνεται». Και πριν απ’ αυτό, το Υπουργείο δεν έχει ούτε καν κάποιες βασικές ιδέες. Αλλά και στο πεδίο της επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών συνολικά, που είναι σαφώς και πιο εύκολη υπόθεση, «δεν κουνιέται φύλλο».

      5) Στο Γυμνάσιο έχουμε ορατές αλλαγές. Τι έχει δρομολογηθεί ή τι δρομολογείται; «Δύο τετράμηνα αντί των τριών τριμήνων. Με αυτόν τον τρόπο, κατανέμονται καλύτερα οι εξεταστικές περίοδοι στη διάρκεια του σχολικού έτους, θα μειωθεί το βάρος των εξετάσεων και θα υπάρξει περισσότερος χρόνος για ποιοτική διδασκαλία. Η διδασκαλία θα ολοκληρώνεται στο εξής στις 31 Μαΐου και οι εξετάσεις θα γίνονται τον Ιούνιο σε 4 μαθήματα (επί του παρόντος: Νέα ελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία, Ιστορία, Φυσική και Μαθηματικά). Σύντομα, ένα πιο ορθολογικό πρόγραμμα που θα σέβεται τόσο τον αριθμό των μαθημάτων όσο και τις ώρες της διδασκαλίας τους θα αρχίσει να θεσμοθετείται σταδιακά στα σχολεία, αντί για την πληθώρα των μαθημάτων που εξετάζονται στο υπάρχον σύστημα (12-14)… Προβλέπεται η ενισχυτική διδασκαλία μετά το τέλος των προαγωγικών εξετάσεων για τους μαθητές που δεν συγκέντρωσαν προβιβάσιμο βαθμό σε ένα ή περισσότερα μαθήματα. Τρεις διδακτικές ώρες (ελεύθερη επιλογή) θα μπορούν να διατεθούν από τους διδάσκοντες κατά βούληση με ποικίλους τρόπους (δημιουργική απασχόληση, ενισχυτική διδασκαλία, συνελεύσεις καθηγητών). Ταυτόχρονα, θα επιδιωχθεί η  αναβάθμιση των βιωματικών δράσεων και των συνθετικών εργασιών. Πιλοτική εφαρμογή της περιγραφικής αξιολόγησης των μαθητών παράλληλα με το υπάρχον αριθμητικό σύστημα».

      Ποιο είναι τα αρνητικά στοιχεία σ’ αυτή την επιχειρούμενη αναδιάρθρωση του Γυμνασίου; Η μείωση των γνωστικών αντικειμένων, η διαίρεσή τους σε «κύρια» και σε «δευτερεύοντα» με κριτήριο το ποια μαθήματα θα έχουν και γραπτές εξετάσεις – κάτι που παραπέμπει σε πρακτικές του παρελθόντος αλλά με περισσότερο μελανά γράμματα απαξίωσης διάφορων επιστημονικών κλάδων – και τέλος η χαλάρωση του συστήματος αξιολόγησης των μαθητών. Εδώ οφείλουμε να δεχτούμε ότι η προτεινόμενη πολιτική είναι σύμφωνη με την ιδεολογική θεώρηση που έχει ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. για την εκπαίδευση. Θεωρούσε πάντα ότι μια εκπαίδευση με λιγότερες και ευκολότερες εξεταστικές λειτουργίες είναι πιο δημοκρατική!

      Αλλά σε τι συνίσταται η δημοκρατικότητά της, στο ότι οι μαθητές θα τελειώνουν πιο εύκολα το Γυμνάσιο; Μπορεί να υπάρξει ακόμα πιο εύκολη διαδικασία απ’ αυτή που ήδη έχει το Γυμνάσιο; Η χαλάρωση ενός εκπαιδευτικού θεσμού σημαίνει ότι αποτελεί στοιχείο εκδημοκρατισμού; Αλλά πώς αλλιώς θα δικαιολογήσει την αυθαίρετη και πρόχειρη προσέγγιση ο κ. Γαβρόγλου που ισχυρίζεται ότι «το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα είναι το πιο καταπιεστικό», χωρίς να μας εξηγεί στοιχειωδώς πού αυτό γίνεται και πώς έχουμε γίνει καταπιεστές εμείς οι εκπαιδευτικοί χωρίς να το έχουμε καν συνειδητοποιήσει;

      Πού αποβλέπει το συνολικό σχέδιο; Στη διαμόρφωση ενός χαλαρού Γυμνασίου και Λυκείου σύμφωνα με τη βασική εκπαιδευτική και ιδεολογική αντίληψη του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. ότι ένα σχολείο με λιγότερες εξετάσεις και ένα εκπαιδευτικό σύστημα «μη καταπιεστικό» – κατά τη δική του ορολογία – είναι δημοκρατικοί θεσμοί! Προφανώς θα ελπίζουν οι καθοδηγητές του κόμματος να καταλάβουν αυτό τον πρωτοποριακό δρόμο της απελευθέρωσης της εκπαίδευσης και άλλες χώρες…

Υ.Γ.

Ακολουθεί το: 10+1 Σημεία ανάλυσης επί των «σαρωτικών αλλαγών στην Παιδεία» (β μέρος)

anthologio.wordpress.com

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.