Του Νίκου Τσούλια

      Είναι ιδιαίτερα σημαντική η έρευνα του ΚΑΝΕΠ της ΓΣΕΕΕ για την εικόνα της εκπαίδευσης της χώρας μας. Υπάρχουν κατ’ αρχήν δύο γενικά αξιόλογα στοιχεία. Πρώτον η προαγωγή της κουλτούρας της έρευνας – στην οποία υστερεί η χώρα μας – και δεύτερον η εν μέρει έστω απεικόνιση της εκπαιδευτικής πραγματικότητας, η οποία είναι αναγκαίο προϋπόθεση τόσο για την εκπαιδευτική μας αυτογνωσία όσο και για τη διαμόρφωση της εκπαιδευτικής πολιτικής.

      Ας δούμε περιληπτικά τα πιο βασικά συμπεράσματα αυτής της αξιόλογης έρευνας. «Γερασμένοι οι εκπαιδευτικοί, μειωμένες οι δαπάνες και οριακή επάρκεια υποδομών στα σχολεία» είναι το γενικό εξαγόμενο της έρευνας. Πιο συγκεκριμένα. «Η συνολική δαπάνη του κράτους και των νοικοκυριών για αγαθά και υπηρεσίες εκπαίδευσης χρηματοδοτείται με μία αναλογία 60%-40%. Για το 2014 μάλιστα, οι συνολικές δαπάνες για την εκπαίδευση ανήλθαν στα 9.387,4 εκατ. ευρώ (ποσοστό που αντιστοιχεί στο 5,3% του ΑΕΠ), εκ των οποίων τα 5.614,8 εκατ. ευρώ αφορούν στις δημόσιες και τα 3.772,6 εκατ. τις ιδιωτικές δαπάνες. Ωστόσο, σε σχέση με το 2008 καταγράφεται μείωση της δημόσιας δαπάνης για την εκπαίδευση κατά 54,7% (4,5 δισ. ευρώ) και μείωση της ιδιωτικής δαπάνης κατά 31,8% (1,7 δισ. ευρώ).

      Όσον αφορά στην επάρκεια των υποδομών (αίθουσες διδασκαλίας, εργαστήρια, αίθουσες πολλαπλών χρήσεων, βιβλιοθήκη, γυμναστήρια), στο δημόσιο τομέα της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, αυτή κρίνεται από την έκθεση οριακά επαρκής, αλλά δεν καταγράφονται παρά ελάχιστες σχετικές δαπάνες για ανακαίνιση των υποδομών και ανανέωση του εξοπλισμού στο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων.

      Επίσης, στην έκθεση αποτυπώνεται μείωση του διδακτικού προσωπικού, με την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση συνολικά να έχει 32.717 εκπαιδευτικούς λιγότερους το 2014 σε σχέση με το 2008. Ταυτόχρονα, παρατηρείται γήρανση του προσωπικού με τη μέση ηλικία των εκπαιδευτικών να είναι 41,4 χρονών στο νηπιαγωγείο, 42,2 χρονών στο δημοτικό, 45,7 χρονών στο επαγγελματικό λύκειο, 46,3 χρονών στο γυμνάσιο και 47,5 χρονών στο γενικό λύκειο.

      Το 2014 φοιτούσαν στα ελληνικά σχολεία 142.613 αλλοδαποί μαθητές και συγκεκριμένα: 17.253 στο νηπιαγωγείο, 67.410 στο δημοτικό, 32.477 στο γυμνάσιο, 13.557 στο γενικό λύκειο και 11.916 στο επαγγελματικό λύκειο & ΕΠΑΣ. Σε ειδικές τάξεις του νηπιαγωγείου φοιτούσαν 1.936 μαθητές και 22.930 μαθητές σε ειδικές τάξεις του δημοτικού.

      Τέλος, η έκθεση αναφέρει ότι το 2014 στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση υπηρετούσαν συνολικά 10.948 αναπληρωτές εκπαιδευτικοί, με τις εκτιμήσεις της αντίστοιχης ανάγκης για το ερχόμενο σχολικό έτος (2017-18) να είναι τουλάχιστον διπλάσια».

Ας δούμε και τα Γενικά συμπεράσματα της Ετήσιας Έκθεσης 2016 για την Εκπαίδευση.

«Από το σύνολο των παρατηρήσεων της Ετήσιας Έκθεσης 2016 για την Εκπαίδευση προκύπτουν τα ακόλουθα γενικά συμπεράσματα για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα στο μέρος που αφορά στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια εκπαίδευση:

§ Το σύστημα υποκρύπτει ασυνέπειες στη δομή και τους στόχους του. Σε όλες τις παραμέτρους που ανιχνεύτηκαν στην παρούσα μελέτη, τα υποσυστήματα και οι βαθμίδες αποκλίνουν σημαντικά και χωρίς συνέπεια που να ανταποκρίνεται στη θέση και στο ρόλο τους στο σύστημα. Για παράδειγμα, η επάρκεια υποδομών διαφοροποιείται από βαθμίδα σε βαθμίδα συγκλίνοντας σε μη επικοινωνούντα υποσυστήματα. Το Γυμνάσιο αποτελεί το δυνατό σημείο της Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε όλους τους δείκτες, ενώ το Γενικό Λύκειο εμφανίζεται ως δυνατό σημείο μόνο ως προς το δείκτη επάρκειας αιθουσών, όπου κατέχει την υψηλότερη τιμή μεταξύ όλων των επιμέρους βαθμίδων της Πρωτοβάθμιας & Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Το Επαγγελματικό Λύκειο & ΕΠΑΣ αρμοδιότητας εμφανίζεται ως δυνατό σημείο μόνο ως προς το ποσοστό του διδακτικού προσωπικού με πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα, κατέχοντας υψηλή τιμή μεταξύ των επιμέρους βαθμίδων της Πρωτοβάθμιας & Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, την ίδια στιγμή που σε όλους τους υπόλοιπους δείκτες καταλαμβάνει συνήθως την τελευταία θέση, ως το αδύνατο σημείο της Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

§ Το σύστημα δεν διαθέτει οικονομικούς πόρους για την ανάπτυξη της στρατηγικής του. Οι πόροι έχουν εξαντληθεί στην περίοδο μετά το 2010, ειδικά το Πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων του ΥΠΕΘ εμφανίζει πολλαπλές βασικές ανάγκες σε διδακτικό προσωπικό, καλύπτεται από συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα, ενώ ταυτόχρονα καταγράφεται υψηλή γήρανση του διδακτικού προσωπικού, αφού η αναλογία 1-10 δεν τηρήθηκε.

§ Το σύστημα γεννά μικρότερα μέρη και ειδικές κατηγορίες σχολείων επειδή αδυνατεί να συμπεριλάβει στο σχεδιασμό του τη διαφορετικότητα, ακόμα και όταν του είναι αναγκαία. Παραδόξως δημιουργεί τμήματα και μονάδες ειδικής αγωγής, χωρίς σύγκλιση με τη μονάδα που τα φιλοξενεί. Ταυτόχρονα το σύστημα δεν διαθέτει εξειδικευμένη επιστημονική καθοδήγηση και αντίστοιχο εκπαιδευτικό υλικό για τις σχολικές μονάδες που διαθέτουν αυξημένο αριθμό αλλοδαπών μαθητών. Παράλληλα, οι εσπερινές σχολικές μονάδες του Γυμνασίου και κυρίως οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των υποσυστημάτων της ανώτερης Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (Γενικό και Επαγγελματικό Λύκειο) θέτουν άμεσο ζήτημα επαναπροσδιορισμού του ρόλου τους.

§ Το σύστημα ενώ ελέγχει το δημόσιο τομέα και εποπτεύει τον ιδιωτικό τομέα της εκπαίδευσης, οι δύο τομείς εμφανίζονται να έχουν εντελώς διαφορετικές στρατηγικές επιλογές σε απολύτως βασικά θέματα, τα οποία επιπλέον διαφοροποιούνται ανάλογα και με τον τύπο της σχολικής μονάδας (ημερήσιο -εσπερινό). Από τη σύγκριση των δεικτών «εισροών» και «εκροών» στους δύο τομείς είναι εμφανείς οι διαφορετικές προτεραιότητες επένδυσης κάθε τομέα εκπαίδευσης (στο διδακτικό προσωπικό ο δημόσιος τομέας και στις υποδομές ο ιδιωτικός).

§ Η παραγωγή σταθερά μειωμένων παραγομένων «ικανοποιητικών» εκπαιδευτικών αποτελεσμάτων στις εσπερινές σχολικές μονάδες του Γυμνασίου, έναντι των αντίστοιχων ημερησίων μονάδων της βαθμίδας…

§ Το σύστημα αγνοεί, ή υποτιμά, την υπαρκτή γεωγραφική διάσταση των εκπαιδευτικών ανισοτήτων γι’ αυτό και δεν διαφοροποιεί άνισα τις «Εισροές» του ανάλογα με τις μεγαλύτερες ανάγκες.

§ Η Ελλάδα προσεγγίζει ικανοποιητικά τους ευρωπαϊκούς στόχους (ευρωπαϊκά πλαίσια αναφοράς) αλλά όχι με την ανάπτυξη συγκεκριμένων μηχανισμών στο πλαίσιο ενός δομημένου στρατηγικού σχεδιασμού.

§ Οι ετήσιοι ρυθμοί μεταβολής όλων των μεγεθών της εκπαίδευσης από έτος σε έτος είναι μικροί. Πρόκειται για ρυθμούς συντήρησης και όχι δομικής αλλαγής του συστήματος. Το μέγεθος και το εύρος των διαφοροποιήσεων στο σύστημα το καθιστούν ανελαστικό και ουσιαστικά δυσκίνητο, με αποτέλεσμα να καθίσταται αναποτελεσματικός ο όποιος στρατηγικός σχεδιασμός. Δεν είναι επομένως απορίας άξιο ότι, την τελευταία δεκαπενταετία, ενώ ευδοκιμούν οι εκπαιδευτικές καινοτομίες μικρο-κλίμακας (πειραματικές εφαρμογές), το σύστημα δεν εισπράττει τα οφέλη της καινοτομίας την οποία εφάρμοσε. Επιπλέον, η απόσταση των παραγωγικών του μονάδων, που υλοποιούν την καινοτομία, από το κέντρο λήψης και ελέγχου των αποφάσεων, αποδεικνύεται τεράστια, χωρίς να έχει εφαρμοστεί ένα άμεσο, αξιόπιστο και αποτελεσματικό δίκτυο αμφίδρομης επικοινωνίας μεταξύ των δύο κέντρων. Ταυτόχρονα απουσιάζει η διαδικασία διασφάλισης της ποιότητας των παραγόμενων εκπαιδευτικών αποτελεσμάτων.

§ Η διοίκηση του συστήματος, με ευθύνη της πολιτικής ηγεσίας, αποδεικνύεται χωρίς συνέχεια και συνέπεια, ασταθής και χωρίς πρωτοβουλία διαιωνίζοντας ένα πεπαλαιωμένο πυραμιδωτό σχήμα άσκησης-διαχείρισης της εξουσίας της (Σ.Π.Δ.Ε., 2009). Όταν όμως η άσκηση της διοίκησης του ανθρώπινου δυναμικού καθίσταται ανελαστική και τυπολατρική, επιχειρηματολογεί αποκλειστικά για την αξιολόγηση τυπικών προσόντων, εμφανίζεται χωρίς σχέδιο στην κοινωνική πρόκληση για πρωτοβουλία και αλλαγή, και ουσιαστικά καταδικάζει κάθε προσπάθεια για καινοτομία και αλλαγή. Η διοίκηση της καινοτομίας στην εκπαίδευση οφείλει να προηγείται των διαδικασιών, και να μην αυτό-προσδιορίζεται μπροστά σε αδιέξοδα διευρύνοντας τις ασυνέπειες και τις αντιφάσεις του συστήματος. Η απλοποίηση των στόχων και του οράματος θα πρέπει να διατρέχει ολόκληρο το δίκτυο της διοίκησης της εκπαίδευσης κινητοποιώντας τις παραγωγικές μονάδες ώστε να αναπτύξουν τη δυναμική τους. Η κινητοποίηση προς την αλλαγή θα καταγραφεί στη σημαντική διαφοροποίηση του ρυθμού μεταβολής των δεικτών «εισροών» του συστήματος, και μεσο-βραχυπρόθεσμα στην αντίστοιχη των δεικτών «εκροών» που αποτελεί και το τελικώς ζητούμενο».

Ποιες είναι οι δικές μας γενικές παρατηρήσεις ως προς τα πορίσματα της έρευνας.

· Σε κάθε περίπτωση, οφείλουμε να μελετήσουμε τα πορίσματα της έρευνας έχοντας υπόψη ότι προσεγγίζει τα εξωτερικά και μετρήσιμα στοιχεία της εκπαίδευσης (αριθμός εκπαιδευτικών, μαθητών, η μεταξύ τους σχετική αναλογία, υποδομές: αίθουσες, εργαστήρια, βιβλιοθήκες…, δαπάνες κλπ).

· Η συνολική εικόνα του εκπαιδευτικού μας συστήματος προφανώς έχει επιδεινωθεί από την παρατεταμένη και βαθιά κρίση της χώρας μας. Ωστόσο, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι και στην προ κρίσης περίοδο, τα εν λόγω στοιχεία της έρευνας δεν ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντικά σε σχέση τόσο με βάση τις ανάγκες των σχολείων όσο και συγκριτικά με τα στοιχεία των άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Να συνειδητοποιήσουμε ότι η χώρα μας μετά τη δεκαετία του 1980 εκπαιδεύει ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά νέων με τις μικρότερες δαπάνες για την εκπαίδευση συγκρινόμενη με την αντίστοιχη εικόνα άλλων χωρών της ευρωζώνης!

· Τα πιο αρνητικά σημεία της εκπαίδευσής μας είναι οι αδυναμίες στην ανάπτυξη της Επαγγελματικής εκπαίδευσης και το σημαντικό ποσοστό λειτουργικού αναλφαβητισμού. Παρά τις ελλείψεις, το μαθησιακό επίπεδο των Ελλήνων μαθητών είναι ικανοποιητικό. Είναι εξαιρετικά υψηλό στους μαθησιακούς στόχους του Γενικού λυκείου. Επιπλέον, η ένταξη των μαθητών των χιλιάδων μεταναστών που βρίσκονται στη χώρα μας έγινε σε καλά επίπεδα, παρά το γεγονός της έλλειψης ουσιαστικής στήριξης της εκπαιδευτικής κοινότητας εκ μέρους της πολιτείας όλο αυτό το μεγάλο διάστημα.

· Η δυναμική του συστήματος – και λαμβάνοντας την προηγούμενη παρατήρηση – ερμηνεύεται με βάση τη συλλογική προσπάθεια εκπαιδευτικών και μαθητών που γίνεται παρά την επιρροή των αρνητικών εξωτερικών συντελεστών της εκπαίδευσης, και αυτό είναι πεδίο έρευνας και αξιολόγησης.

· Τελικά, παραμένει αθέατος ο πυρήνας της σχολικής λειτουργίας, η τελετουργία της διδασκαλίας και η ευρύτερη μορφωτική και πολιτισμική κινητικότητα του κάθε σχολείου.

· Η επιμονή μας να εστιάζουμε κάθε φορά μόνο τα εξωτερικά και στα δευτερεύοντα στοιχεία της εκπαίδευσης, χωρίς να ασχολούμαστε καν με τα ουσιώδη και με τα θετικά της πεδία προωθεί μια διαχρονική παθογένεια εύκολης και μη ορθολογικής απορριπτικής κριτικής, διαμορφώνει ψευδοσυνειδήσεις και προάγει την απαισιοδοξία στο έργο των εκπαιδευτικών.

anthologio.wordpress.com

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.