Συρρίκνωση της δημόσιας Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης φέρνει η μεταρρύθμιση Γαβρόγλου

Tου Γιάννη Πανούση

“Tί κι αν εξήγησαν τη λογική Αριστοτέληδες και Χέγκελ; Άπονες εξουσίες βιάσανε τη λογική πριν γεννηθεί” Παναγιώτης Καραβασίλης, Άπονες εξουσίες

1. Τί συνέβη στον πλανήτη και πρέπει ν’ αλλάξει (και όχι οιονεί-δουλικά να “προσαρμοστεί”) η Ανώτατη Εκπαίδευση; Ιδού τα νέα δεδομένα:

1. Παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, τεχνολογίας και επικοινωνίας με ταυτόγχρονη διεθνοποίηση αγορών (Αγοραία γνώση;)
2. Επιστημονική/ τεχνολογική έκρηξη – Κοινωνία πληροφορίας – Θεοποίηση των managers κοινής κουλτούρας (Πληροφορίες χωρίς ηθικό υπόβαθρο;)
3. Κοινωνικό αίτημα για πολιτική/ δημοκρατική συμμετοχή και όχι διαχωρισμό/ αποκλεισμό (έχοντες –μη έχοντες) (ουτοπικός εξισωτισμός;)
4. Δομική/ τοπική/ τεχνολογική ανεργία και νέες μορφές εργασίας (απασχολήσιμος επιστήμονας;)
5.    Αύξηση προσδοκιών/ ζήτησης και κατεπέκτασιν εισαγομένων στα ΑΕΙ (mass university) (Να μπαίνουν όλοι, να μπαίνουν όπου θέλουν, να μπαίνουν όποτε και όπως θέλουν;)

Η τεχνο – επιστήμη ανατρέπει τις σχέσεις επιστήμης, τεχνολογίας και περιβάλλοντος, κοινωνικού ελέγχου και ομογενοποίησης πολιτισμικών προτύπων.

Τα ερωτήματα “ποιος γνωρίζει, ποιος ελέγχει, ποιος ωφελείται, για ποια/ές κοινωνία/ες” τίθενται εκ νέου στην επικαιρότητα.

2. Ο τρόπος που μια κοινωνία επιλέγει, ταξινομεί, μεταδίδει, αξιολογεί τους κώδικες της εκπαιδευτικής γνώσης, αντανακλά τη μορφή εξουσίας και ελέγχου. Περιχαράζοντας ή στεγανοποιώντας, η εκπαίδευση, ως ορθολογικός κοινωνικός επιμεριστής, δεν αφήνει ιδιαίτερα περιθώρια κινητικότητας.

Η εκπαίδευση έγινε “Νέα Δύση”, με την έννοια ότι καλλιεργούνται μύθοι κοινωνικής ισότητας ή φυσικής ανωτερότητας ή κληρονομικής ευφυΐας.

Οι ενθαρρύνσεις όμως για επιτυχία δεν συνοδεύονται και με τις ανάλογες ευκαιρίες.

Η εύκολη πρόσβαση οδηγεί σε δύσκολη επαγγελματική διέξοδο, διότι και η πιο “ανοικτή εκπαίδευση”, η πιο αυτόνομη και αποκεντρωτική εκπαιδευτική πολιτική, δεν μπορεί να απελευθερώνει τελείως την κοινωνία από τους άτεγκτους ή ανελαστικούς νόμους της αγοράς.

Το εκπαιδευτικό σύστημα αναθέτει ρόλους μέσα από ορατές και αόρατες παιδαγωγικές λειτουργίες, χρησιμοποιώντας πολιτισμικά προσδιορισμένους μηχανισμούς τοποθέτησης ή αποπεμπτικές ιεραρχήσεις των εκπαιδευτικών διαδικασιών.

Η φιλομάθεια ως ανάγκη να γνωρίσεις τον κόσμο, να εξασφαλίσεις επάγγελμα, να γίνει συνειδητοποιημένος πολίτης, συγκρούεται άλλοτε με την ανισότητα των ευκαιριών και άλλοτε με την ανεργία.

Η αντισταθμιστική εκπαίδευση που δεν συμβάλλει στον κοινωνικό διαχωρισμό και δεν μετατρέπει αυτούς που κληρονομούν σε αυτούς που αξίζουν, που δεν οδηγεί μόνο σε ατομική καταξίωση αλλά προσβλέπει και στην ανάπτυξη του δυναμικού της κοινωνίας, αποτελεί ακόμη “άπιαστο όνειρο”.

Η εκπαιδευτική ισότητα μόνον σε εξίσωση μπορεί να οδηγήσει, διότι η δράση των κοινωνικών παραγόντων της πολιτισμικής ανισότητας δεν αναχαιτίζονται.

Η ισότητα εκπαιδευτικών ευκαιριών είναι παραπλανητική εάν δεν εναρμοστεί η τριάδα: κοινωνική καταγωγή – εκπαιδευτικό σύστημα – κοινωνική θέση.

Αν και είναι βέβαιο ότι το όποιο μοντέλο θα συμπεριλαμβάνει τέσσερις διαφορετικές στάσεις απέναντι στο εκπαιδευτικό σύστημα:
•    Μη ενσωματωμένοι (αποκλεισμένοι)
•    Ενσωματωμένοι – Ικανοποιημένοι
•    Ενσωματωμένοι – Επικριτικοί
•    Επικριτικοί – Απογοητευμένοι ή πολέμιοι
η μετάβαση από το σχολείο στο ΑΕΙ κι από το ΑΕΙ στο επάγγελμα παραμένει κρίσιμο ζήτημα.

3. Επειδή το ήθος και το είδος της Παιδείας (αυτή την αίσθηση που μ’ αρέσει να χαρακτηρίζω “άρωμα παιδείας”) δεν φαίνεται να είναι έννοιες συμβατές με την αγοραία παγκοσμιοποίηση και την τεχνολογική απορρόφηση των παιδευτικών διαδικασιών, όλο το βάρος της πολιτείας (και το ενδιαφέρον της κοινωνίας) πέφτει στο “νομοθετητέον περί παιδείας”, δηλαδή στα εκπαιδευτικά συστήματα.

Ακόμα όμως και σ’ αυτή την περίπτωση η ύπαρξη ενός Εθνικού Σχεδίου Παιδείας με βασικές αρχές και σταθερούς άξονες δράσης είναι αναγκαία.

Στην κατάρτιση ενός τέτοιου Σχεδίου φιλοδοξεί να συμβάλει το άρθρο αυτό “αυτονομώντας σχετικά” τους 4 συντελεστές της Τράπεζας της Γνώσης.

Το “πρώτο πόδι του τραπεζιού” αφορά στην υποχρεωτική εκπαίδευση. Κατά τη γνώμη μου, πρέπει να είναι δωδεκαετής υποχρεωτική, να προβλέπονται δυνατότητες εναλλαγής μορφών (π.χ. κανονικό δημοτικό σχολείο, σχολείο δεύτερης ευκαιρίας, διά βίου εκπαίδευση) και να μπορεί να συντμηθεί κατά δύο (το ανώτατο όριο) έτη εάν ο μαθητής συγκεντρώσει τις απαιτούμενες μονάδες (credits) νωρίτερα. Το στάδιο αυτό επικυρώνεται με το Πιστοποιητικό Ολοκλήρωσης της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και έχει ως αποκλειστικό υπεύθυνο τον δάσκαλο του σχολείου. Με το πιστοποιητικό ο απόφοιτος αποκτά ορισμένης έκτασης επαγγελματικά δικαιώματα έχοντας πάντοτε ανοικτή την πόρτα για την επόμενη βαθμίδα (εκπαίδευσης και επαγγέλματος).

Το δωδεκάχρονο σχολείο (και κυρίως το εξάχρονο γυμνάσιο/ λύκειο) παρέχει εγκύκλιο παιδεία (ιστορία, γραμματική, λογοτεχνία, γεωγραφία, τεχνολογία, ξένες γλώσσες), ώστε ο απόφοιτος να μπορεί να σταθεί στα πόδια του και να κατανοεί τι συμβαίνει γύρω του.

Το πέρας του εξαταξίου αυτού συστήματος θα επικυρώνεται με πιστοποιητικό σχολικής επίδοσης (μέσος όρος των βαθμολογιών όλων των τάξεων, που θα στηρίζεται σε αξιολογήσεις και όχι μόνο σε εξετάσεις).

Το “δεύτερο πόδι του τραπεζιού” σχετίζεται με το Εθνικό Απολυτήριο. Πρόκειται για μια ετήσια πανελλαδική γραπτή διαδικασία, για έναν διαγωνισμό κρίσης και γνώσεων γενικής παιδείας, στον οποίο καλούνται να πάρουν μέρος όσοι θέλουν ν’ ακολουθήσουν επιστημονική /ερευνητική σταδιοδρομία ή να στελεχώσουν τη δημόσια διοίκηση ως υψηλόβαθμα στελέχη. Την ευθύνη του διαγωνισμού αυτού έχει το ΥΠΕΠΘ μαζί με το ΕΣΥΠ, την Ακαδημία, το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, το Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας.

Ο βαθμός της σχολικής επίδοσης και ο βαθμός του Εθνικού Απολυτηρίου θα συνιστούν π.χ. τα 2/4 του ορίου για την πρόσβαση στα ΑΕΙ/ ΤΕΙ. Τα άλλα 2/4 θα προσδιορίζονται από τα κριτήρια που θα θέτει το κάθε τμήμα με βάση την ιδιαιτερότητά του.

Μόνον έτσι ξεχωρίζουμε τη λειτουργία του λυκείου, αυτονομούμε το Εθνικό Απολυτήριο από τις εισαγωγικές εξετάσεις και επιτρέπουμε στα ΑΕΙ να αξιολογήσουν τις δυνατότητες των αποφοίτων ν’ ακολουθήσουν το συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο.

Το “τρίτο πόδι του τραπεζιού” αναφέρεται στην εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Ακόμα και σήμερα το Λύκειο είναι προθάλαμος των ΑΕΙ /ΤΕΙ. Πρέπει ν’ αποκοπεί οριστικά ο ομφάλιος λώρος και ν’ αποσαφηνιστούν χωρίς θολά σημεία οι ρόλοι και τα όρια.

Θεωρώ σκόπιμο τα ΑΕΙ/ ΤΕΙ να επιλέγουν με βάση δικά τους κριτήρια τους υποψήφιους φοιτητές (οι οποίοι θα καταθέτουν ένα φάκελο ενδιαφέροντος στο Τμήμα προτίμησής τους). Οι βαθμολογίες στο Πιστοποιητικό Ολοκλήρωσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και στο Εθνικό Απολυτήριο θα συνεκτιμώνται, αλλά θα λαμβάνονται επίσης υπόψη ειδικές δεξιότητες, ξένες γλώσσες κ.λπ.

Το σύστημα αυτό θα είναι πιο αξιόπιστο εάν οι προ-εγγραφόμενοι παρακολουθούσαν ένα δοκιμαστικό προπαρασκευαστικό εξάμηνο, στο τέλος του οποίου θα γίνεται η οριστική επιλογή των φοιτητών.

Άρα:

α) Ο προσδιορισμός του αριθμού εισακτέων γίνεται από το ίδιο το ΑΕΙ. [Έτσι επιτυγχάνεται μια ισορροπία ανάμεσα στην κοινωνική πίεση και τις ακαδημαϊκές δυνατότητες χωρίς την παρέμβαση της πολιτικής σκοπιμότητας].
β) Η εισαγωγή των φοιτητών γίνεται σε Σχολή και όχι σε Τμήμα και προβλέπεται η δυνατότητα “μετακίνησης” των φοιτητών (μετά τη λήψη του πτυχίου) στα Τμήματα της ίδιας Σχολής χωρίς εξετάσεις. [Έτσι ο νέος σπουδάζει την επιστήμη που έχει ήδη γνωρίσει και δεν συμπληρώνει το μηχανογραφικό δελτίο χωρίς να έχει εικόνα. Επίσης αποφεύγονται οι μαζικές “κατατακτήριες εξετάσεις”].

Βασικός κανόνας: Το σύστημα δεν κλείνει ποτέ αμετάκλητα αλλά αφήνει ανοιχτές πόρτες πρόσβασης από δεκάδες δρόμους και τρόπους (υπερ-βαίνοντας και το “ρόλο” των φροντιστηρίων).

Το “τέταρτο πόδι του τραπεζιού” συνδέεται με αυτή καθεαυτήν την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση και τις διεξόδους της. Εδώ πρέπει να γίνουν οι μεγάλες τομές. Κατ’ αρχάς να υιοθετηθεί “το συνολικό ίδρυμα της Περιφέρειας” που θα καλύπτει όλη τη μεταλυκειακή εκπαίδευση στην περιφέρειά του και θα είναι υπεύθυνο για την ίδρυση Σχολών ΑΕΙ, ΤΕΙ, ΙΕΚ, Κέντρων, Ερευνητικών Ινστιτούτων κ.λπ. Και κατά δεύτερο λόγο να υπερβούμε την άκαμπτη δομή του Τμήματος και να προχωρήσουμε στο σχήμα “Σχολή – Προγράμματα πολλαπλών κατευθύνσεων”.

Μας χρειάζεται επίσης:

Πενταετές για την πολιτεία εθνικό σχέδιο στρατηγικής ανάπτυξης και πενταετές για κάθε πανεπιστήμιο σχέδιο λειτουργίας.
Κώδικας δεοντολογίας για όλους και κοινωνικός έλεγχος.
Αποκοπή του ομφάλιου πελατειακού και πολιτικού λώρου των πανεπιστημίων με κράτος και κόμματα. Αλλαγή του μοντέλου διοίκησης και ελάχιστο όριο υποχρεωτικότητας παρακολούθησης των σπουδών. Δεν μπορείς να νομοθετείς το πολλαπλό σύγγραμμα όταν το Πανεπιστήμιο έχει γίνει εξεταστικό κέντρο.
Είμαι εναντίον του μονοκρατικού, μονοκεντρικού, μονοκαθηγητικού και μονοδρομικού πανεπιστημίου.
Είμαι υπέρ του πανεπιστημίου-δίκτυο. Δηλαδή, συνολικό ίδρυμα περιφέρειας, πολυεδρικό, σε πολλές πόλεις αλλά με σχέδιο. Πολυτασικό, να ιδρύει Κ.Ε.Κ., Ι.Ε.Κ., Τεχνολογικά Πάρκα. Πολυμορφικό, να ιδρύει, το συνολικό αυτό ίδρυμα της περιφέρειας, πανεπιστημιακά τμήματα, τμήματα Τ.Ε.Ι.
Πολυγλωσσικό. Να κάνει προγράμματα για ξένους και για έλληνες. Πολυερευνητικό. Να ιδρύει ινστιτούτα, εργαστήρια, κέντρα αριστείας. Και θα έλεγα και πολυδομικό. Να λειτουργούν προγράμματα και όχι μόνο τμήματα, αλλά και προγράμματα e-learning, δεύτερης ευκαιρίας κ.λπ.

Το πτυχίο εξακολουθεί βέβαια να έχει κυρίως ακαδημαϊκή αξία.

Για να εισέλθει όμως κάποιος πλήρως σ’ ένα επάγγελμα, θα πρέπει να συμμετέχει σε πανελλήνιες εξετάσεις υπό την εποπτεία της πολιτείας, των οικείων επαγγελματικών οργανώσεων και των αντίστοιχων ΑΕΙ. Έτσι θα ολοκληρωθεί και θα στεριώσει το τραπέζι της εκπαίδευσης.

5. Τα Πανεπιστήμια βρίσκονται εδώ και πολύ καιρό σε μετέωρο βηματισμό. Δεν είναι ούτε “κοινωνικές επιχειρήσεις” ούτε “αδελφότητες”, αφού το προνομιακό status quo, η πολιτισμική αξία και το κοινωνικό γόητρό τους έχουν εκχωρηθεί.

Το Πανεπιστήμιο δεν είναι πλέον ούτε “το καταφύγιο των σοφών”, ούτε “το εργαστήρι των ερευνητών”, ούτε η θεσμική εγγύηση για ένα προσδοκώμενο επάγγελμα. Επίσης τα ΑΕΙ δεν έχουν αναλάβει το ρόλο της κατασκευής ηθικής και πολιτικής συνείδησης ή την προώθηση της πάλης των ιδεών.

Τα Πανεπιστήμια φαίνεται να μην μπορούν πλέον να συμβάλλουν στην αυτο-ανάπτυξη της κοινωνίας (και της κουλτούρας της) και έχουν κουραστεί να θεωρούνται ως οι κρίσιμοι συντελεστές της υλοποίησης του δημοκρατικού ιδεώδους.

Τα πλήρως αυτοδιοικούμενα (αλλά μη-ανεξάρτητα και κατά συνέπεια μη-πλήρως υπεύθυνα/ υπόλογα) ΑΕΙ κινούνται σήμερα άναρχα ανάμεσα στην επαγγελματοποίηση, την τεχνοεπιστημονικοποίηση και την πολιτικοποίηση, αντλώντας βέβαια πάντοτε πόρους από το Κράτος.

6. Το σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ δεν θα λύσει από μόνο του δομικά ή ιδεολογικά προβλήματα. Δεν είναι passe-partout ούτε πρέπει να καλλιεργεί ψευδαισθήσεις.

Απλώς θα βελτιώσει τεχνικές πλευρές και θα ικανοποιήσει ένα τμήμα των νέων που παγιδεύονται στα αναχρονιστικά και γραφειοκρατικά εκπαιδευτικά πλοκάμια.

Όλα τ’ άλλα (ποιότητα γνώσης, άμιλλα, απορρίψεις, ανεργία) δεν θα λυθούν μέσα στα Λύκεια ή στα Πανεπιστήμια αλλά έξω από αυτά.

Κι εκεί ο αγώνας είναι πιο δύσκολος, πιο διαρκής και κυρίως πιο σκληρός (αφού κανενός είδους “άσυλο” δεν καλύπτει τους πραγματικά αγωνιζόμενους).

ΥΓ. Εξυπηρετούνται οι παραπάνω στόχοι με τις εξαγγελίες του Πρωθυπουργού; Ο καθένας ας βγάλει τα συμπεράσματά του

* Ο κ. Γιάννης Πανούσης είναι Καθηγητής Εγκληματολογίας πρώην υπουργός Προστασίας του Πολίτη

www.capital.gr

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.