Το πλατωνικό έργο “Φίληβος”

Λίγα λόγια για το έργο

Ο Φίληβος είναι ο φιλοσοφικός διάλογος του Πλάτωνα ο οποίος έχει τον υπότιτλο «περί ηδονής ηθικός». Το θέμα το οποίο συζητείται είναι αν το ύψιστο αγαθό για την ανθρώπινη ζωή είναι η ηδονή ή φρόνηση, δηλαδή ο νους. Το έργο γράφτηκε στη γεροντική ηλικία του Πλάτωνα, ίσως ανάμεσα στα έτη 362-360 π.Χ και το κύριο πρόσωπο είναι ο Σωκράτης ο οποίος συζητεί με τον Πρώταρχο και τον Φίληβο. Στην αρχή του διαλόγου, ο Σωκράτης παρουσιάζει τον Φίληβο να ισχυρίζεται ότι η ηδονή είναι για όλα τα όντα το υπέρτατο αγαθό. Για τον λόγο ότι ο Φίληβος εμφανίζεται ως λάτρης της Αφροδίτης και παραδομένος στις ηδονές, δε μπορούσε να ασπασθεί τις προσωπικές απόψεις του διαλεκτικά και για τον λόγο αυτό δείχνει εμπιστοσύνη στην υπεράσπισή του στον φίλο του Πρώταρχο ο οποίος είχε μαθητεύσει κοντά στον Γοργία. Ενδεχομένως ο Φίληβος να μην ήταν ένα υπαρκτό, αλλά ένα φανταστικό πρόσωπο γιατί αυτό το όνομα δεν υπήρχε στην Αττική και μάλλον ο Πλάτωνας το διάλεξε ως το σημείο του «φίλου της σωματικής ομορφιάς». Σε αντίθεση με αυτό, ο Πρώταρχος ήταν αληθινό πρόσωπο. Ήταν γιος του Καλλία και μαθητής του Γοργία και αναφέρεται κιόλας κάποια ρήση του από τον Αριστοτέλη στο βιβλίο του «Φυσικά».

Η διαλεκτική διερεύνηση του θέματος είναι βαθιά και δίνει αφορμή στον Πλάτωνα να επεκταθεί στους τομείς εκείνους της οντολογίας και της ηθικής. Τα τέσσερα γένη του όντος τα οποία ορίζονται ως το άπειρο, το πέρας, τη μεικτή ουσία και την αιτία της μείξης, διευκρινίζεται ότι η ηδονή ανήκει στο άπειρο γιατί μπορεί και να μεγαλώνει και να μικραίνει χωρίς πέρας και αυτό όπως είναι φυσικό έρχεται σε αντίθεση με τις σχέσεις εκείνες που ορίζονται στον μαθηματικό κόσμο.

Ο ευδαίμων βίος ταξινομείται στη μεικτή ουσία , δηλαδή τα ακαθόριστα δεδομένα της πραγματικότητας, και ο νους δηλαδή η φρόνηση κατατάσσεται στην αιτία της μείξης του απείρου και του πέρατος που δε μπορεί να είναι κάτι άλλο πάνω και πέρα από τη νόηση. Στη συνέχεια γίνεται μια διάκριση της ηδονής σε αληθινή και ψεύτικη, αλλά και σε μεικτή και άμεικτη. Άμεικτη ηδονή είναι εκείνη η οποία έχει τις ρίζες της στο κάλλος των αντικειμένων και στην περίπτωση αυτή δε λαμβάνονται υπόψη ούτε το μέγεθος ούτε η ένταση γα τον λόγο ότι η σημασία τους είναι μηδαμινή. Από την άλλη, μεικτή ηδονή είναι εκείνη η οποία συνίσταται στην κάλυψη ενός κενού και διακρίνεται σε καθαρά σωματική, σε εν μέρει σωματική και εν μέρει ψυχική αλλά και σε αμιγώς ψυχική για τον λόγο ότι παρέχεται από την τέχνη. Και στις τρεις περιπτώσεις τις οποίες αναφέραμε παραπάνω, η ηδονή είναι πάντα αναμεμιγμένη με την λύπη. Έτσι η ηδονή, είτε μεικτή είτε άμεικτη , αληθινή ή ψεύτικη βρίσκεται στο φάσμα του απείρου και έτσι δε μπορεί να μετέχει στο αγαθό, δηλαδή στο καθαρό είναι. Το καθαρό είναι ουδεμία σχέση έχει με τη φυσική φθορά και τον θάνατο. Μετά την ανάλυση και την εξέταση του ζητήματος το οποίο αφορά την ηδονή, ο Πλάτωνας αναλύει τα είδη της φρόνησης και τη διαιρεί σε τεχνολογικές και εμπειρικές μαθήσεις, σε ακριβολογικές και μαθηματικές επιστήμες οι οποίες είναι καθαρές ή εφαρμοσμένες αλλά και στη διαλεκτική επιστήμη η οποία αποτελεί την ανώτερη μορφή της νόησης.

Το εννοιολογικό περιεχόμενο του διαλόγου

Ο Φίληβος είναι διάλογος της συγγραφικής περιόδου του Πλάτωνα και στην αρχαιότητα είναι γνωστός και ως «περί ηδονής ηθικός» όπου τίθενται προβληματισμοί για την έννοια του αγαθού αλλά και για τη συνεισφορά της ηδονής και της γνώσης στην ευδαιμονία (Πλάτων, 1996). Περιλαμβάνει την τεκμηρίωση της ενασχόλησης του Πλάτωνα με τη θεματική της ηδονής. Ο διάλογος ο οποίος αναπτύσσεται ανάμεσα στον Σωκράτη, τον Φίληβο και τον Πλώταρχο γίνεται μπροστά σε ένα βουβό ακροατήριο των ανώνυμων νέων Αθηναίων αλλά δε παρέχονται επιπλέον πληροφορίες για τον δραματικό τόπο και χρόνο αλλά και οι πληροφορίες για τους συνομιλητές του Σωκράτη δε δείχνουν με απόλυτη ακρίβεια ότι πρόκειται για πρόσωπα ιστορικά. Τόσο η ηθική θεματολογία όσο και η μορφή του διαλόγου που εξελίσσεται δείχνουν ότι πρόκειται για έναν πρώιμο σωκρατικό διάλογο αν και υπάρχουν κάποιες ενδείξεις οι οποίες μαρτυρούν την μετέπειτα χρονολόγηση ενδεχομένως μετά το 360-350 π.Χ οι οποίες συνδέουν τον Φίληβο με τον Τίμαιο, τον Πολιτικό αλλά και του Νόμους (Πλάτων, 1992).

Ο Σωκράτης λέει στον Πλώταρχο : «ο Φίληβος παραδέχεται πως για όλα τα ζωντανά όντα αγαθό είναι η χαρά, η ηδονή και η ευχαρίστηση και όλα όσα ανήκουν σε αυτή την κατηγορία. Όμως εγώ έχω την αντίρρηση ότι δεν είναι αυτά, αλλά η φρόνηση, η νόηση και η μνήμη και ακόμη όσα συγγενεύουν με αυτά που είναι η σωστή γνώμη και ο σωστός συλλογισμός. Αυτά φυσικά έχουν πολύ μεγαλύτερη αξία για όλα εκείνα τα όντα που μπορούν να έχουν κάποιο μερίδιο σε αυτά. Και για όλα εκείνα τα όντα που μπορούν να λάβουν μέρος είτε ζουν στο παρόν είτε θα ζήσουν στο μέλλον, αυτό είναι το πιο ωφέλιμο πράγμα». Ο Φίληβος παραδέχεται ότι η ηδονή οπωσδήποτε νικά. Ο Σωκράτης παίρνει θέση για την ηδονή και λέει : «η ηδονή ξέρω πως είναι κάτι το ποικίλο. Πρέπει να έχουμε στο νου μας και να εξετάζουμε ποια είναι η φύση της. Ακούγοντας έτσι απλά το όνομά της το οποίο βέβαια είναι ένα, έχει πάρει μορφές κάθε λογής και ανόμοιο κατά κάποιο τρόπο μεταξύ τους. Πρόσεξε όμως. Λέμε ότι ο άνθρωπος που ακολασταίνει, νιώθει ηδονή. Από την άλλη πώς νιώθει ηδονή και όποιος είναι συνετός, ακριβώς με το να είναι συνετός. Πώς αισθάνεται ηδονή κι αυτός που ανοηταίνει και είναι γεμάτος με ανόητες γνώμες και ελπίδες. Κι από την άλλη, πώς αισθάνεται ηδονή ο άνθρωπος που στοχάζεται, ακριβώς με υο να στοχάζεται. Πώς λοιπόν θα θεωρούσε κανείς και με όλο του το δίκιο φυσικά ανόητο εκείνο που θα έλεγε πως είναι μεταξύ τους όμοιες οι ηδονές καθενός από τα τρία αυτά ζεύγη;» Ο Σωκράτης διερωτάται πώς είναι δυνατόν να μπορεί να απολαύσει την ηδονή ένας άνθρωπος που σκέφτεται ανόητα και ένας άνθρωπος που έχει νόηση και στοχάζεται. Εφόσον αυτά τα δύο, η ανοησία και η νόηση, είναι αντίθετα μεταξύ τους, πώς είναι δυνατόν να προσφέρουν ηδονή. Η ηδονή είναι κάτι καλό, κάτι θετικό. Και δε μπορεί να τη νιώσει ο καθένας.

Ο Πρώταρχος απαντάει στο Σωκράτη λέγοντας ότι οι ηδονές πηγάζουν μεν από εντελώς αντίθετα πράγματα, δηλαδή τη νόηση και την ανοησία, αλλά αυτές οι ίδιες οι ηδονές δεν είναι αντίθετες γιατί η ουσία τους είναι μία. Ότι αποτελούν ηδονές. Ο ίδιος λοιπόν διερωτάται το εξής : Πώς θα μπορούσε η ηδονή να μην είναι το πιο όμοιο από όλα τα πράγματα προς την ηδονή, δηλαδή αυτό προς τον ίδιο τον εαυτό του. Συνεπώς η ηδονή είναι μία και η ουσία της είναι μία, το ότι είναι ηδονή ακόμη και αν αυτή προέρχεται από τελείως διαφορετικά πράγματα. Ο Σωκράτης φέρνει ως παράδειγμα το χρώμα. Κάθε χρώμα είναι διαφορετικό από ένα άλλο χρώμα. Όμως η ουσία είναι μία. Ότι αυτό αποτελεί χρώμα, αυτό δεν αλλάζει ούτε πρόκειται να αλλάξει.

Ο Σωκράτης εκφράζει τον φόβο του στον Πρώταρχο ότι ενδέχεται στην πορεία να βρουν ηδονές οι οποίες είναι όχι μόνο διαφορετικές αλλά αντίθετες μεταξύ τους, όπως  ας πούμε το άσπρο είναι αντίθετο με το μαύρο χρώμα. Παραπάνω είδαμε ότι ο Σωκράτης είπε πως η ηδονή πρόκειται ένα μόνο όνομα. Τώρα όμως υποβόσκει ο φόβος ότι γίνεται λόγος για ανόμοια πράγματα και συνεπώς μπορεί να υπάρξει και δεύτερο όνομα. Ο Πρώταρχος υποστηρίζει ότι όλα εκείνα τα οποία προκαλούν ηδονή, είναι αγαθά. Όπως είναι φυσικό όμως δεν υπάρχει κανένα επιχείρημα που να υποστηρίζει ότι όλα εκείνα τα οποία προκαλούν ηδονή, δεν προξενούν την ηδονή. Ενώ όμως τα περισσότερα από αυτά είναι καλά και λίγα από αυτά είναι τα αγαθά όπως εμείς υποστηρίζουμε, σύμφωνα με τον Σωκράτη, ο Πλώταρχος δίνει σε όλα αυτά το όνομα αγαθά παρόλο που δεν παραδέχεται πως είναι ανόμοια όταν κάποιος σε υποχρεώσει σε αυτό μέσα από τη συζήτηση. Ο Σωκράτης απευθυνόμενος στον Πρώταρχο θέτει το εξής ερώτημα : «Ποιο είναι το κοινό εκείνο στοιχείο το οποίο ενυπάρχει ομοίως και στις κακές και στις αγαθές ηδονές και σε κάνει να τις ονομάζεις όλες αγαθό;» Εύλογα ο Σωκράτης εκφράζει την απορία του. Εφόσον υπάρχει ο σαφής διαχωρισμός στις ηδονές, ότι δηλαδή υπάρχουν καλές ηδονές και κακές ηδονές και εφόσον το αγαθό είναι το καλό, εκείνο δηλαδή που αντιτίθεται προς τα φαύλα, γιατί ο Πρώταρχος σε όλα δίνει την ίδια ονομασία, δηλαδή την ονομασία αγαθό. Ο Πρώταρχος δείχνει έκπληξη και δε μπορεί να υποστηρίξει κάτι τέτοιο εφόσον ο ίδιος θεωρεί πως δεν ισχύει.

Διαβάστε τη συνέχεια στο παρακάτω αρχείο:

Το πλατωνικό έργο “Φίληβος”


 

Προηγούμενο άρθροΟ ρόλος της συντροφικότητας
Επόμενο άρθροΤο ρήμα eo
Η Σωτηρία Καρακώστα είναι πτυχιούχος της Θεολογικής σχολής (τμήμα Θεολογίας) του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 2009 εισήχθη στη Φιλοσοφική σχολή της Αθήνας όπου τελείωσε με άριστα το μεταπτυχιακό της με ειδίκευση στην «Ιστορία της Φιλοσοφίας» του τμήματος Φ.Π.Ψ ( Φιλοσοφίας , Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας ), κάτι που της έδωσε το προβάδισμα να υποβάλλει το υπόμνημά της για τη διδακτορική της διατριβή με τίτλο « Ανθρώπινα δικαιώματα : ιδεολόγημα της Δύσης ή Οικουμενική προοπτική;» . Από το 2006 αναλαμβάνει ιδιαίτερα φιλολογικά μαθήματα σε μαθητές γυμνασίου όπως επίσης Έκφραση – έκθεση και Φιλοσοφία θεωρητικής κατεύθυνσης στο Λύκειο. Υπήρξε επιστημονικός συνεργάτης σε συγγραφή μελετών και στατιστικών ερευνών στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών ( ΑΣΟΕΕ ) και είναι ιδιοκτήτρια της σελίδας « τα διδακτικά μας άρθρα» στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Επίσης βοηθάει τους φοιτητές στη συγγραφή των εργασιών τους οι οποίες άπτονται ιστορικού, κοινωνικού , φιλοσοφικού και παιδαγωγικού χαρακτήρα.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.