Χρήστος Κ. Τσαγγάλης

«Η μαγεία του τραγουδιού του Ορφέα γήτευσε ζώα και δέντρα. Η μαγεία του ονόματός του γοήτευσε μια πιο ανυπότακτη ακολουθία, ένα ετερόκλητο πλήθος από ρομαντικούς και μυστικιστές, αγύρτες και ποιητίσκους, ζαλισμένους φιλοσόφους και αποπροσανατολισμένους φιλολόγους». Με αυτά τα λόγια αρχίζει το κλασικό βιβλίο The Orphic Poems του M.L. West (Οξφόρδη 1983), που έθεσε (όπως και πολλά άλλα έργα αυτού του εμπνευσμένου κλασικού φιλολόγου) σε νέες βάσεις τη μελέτη της ορφικής λογοτεχνίας.

Ο μύθος του καταγόμενου από τη Θράκη Ορφέα γνώρισε μεγάλη διάδοση από πολύ νωρίς. Γιος του Οίαγρου και μιας Μούσας παρουσιάζεται να παίζει λύρα ή φόρμιγγα και να τραγουδά γοητεύοντες κάθε στοιχείο της φύσης. Η σύνδεσή του με την πρώιμα διαμορφωμένη μυθική παράδοση των Αργοναυτών έγινε μέσω της επίδοσής του στη μουσική, ενώ η περίφημη ιστορία της καθόδου στον Κάτω Κόσμο για να φέρει πίσω στον κόσμο των ζωντανών την Ευρυδίκη την οποία αγαπούσε αποτελεί ίσως το πιο οικείο στιγμιότυπο του μυθικού του βίου. Σε μια φορτισμένη συναισθηματικά σκηνή, με ανατολικούς απόηχους που θυμίζουν τη γυναίκα του Λωτ, ο Ορφέας πείθει τον Άδη να αφήσει την Ευρυδίκη να ανεβεί στο φως με τον προϋπόθεση ότι μέχρι να συμβεί αυτό ο Ορφέας δεν θα γυρίσει να την κοιτάξει. Την τελευταία όμως στιγμή και ενώ η επιστροφή στη ζωή έμοιαζε να πραγματοποιείται, ο Ορφέας έστρεψε το κεφάλι του προ τα πίσω για να δει την Ευρυδίκη, με αποτέλεσμα εκείνη να εξαφανιστεί αμέσως από τα μάτια του. Ο Ορφέας πεθαίνει διαμελισμένος από τις μαινόμενες γυναίκες της Θράκης που έριξαν τα μέλη του σ᾽ έναν ποταμό και από εκεί αυτά ξεβράστηκαν στη θάλασσα. Η δύναμη όμως της μουσικής του Ορφέα δεν επρόκειτο να σταματήσει ακόμα και μετά τον φόνο του. Το κεφάλι του μεταφερμένο από τα κύματα στη Λέσβο συνέχισε να τραγουδά.

Η θρυλούμενη αρχαιότητα του Ορφέα (πίστευαν ότι προηγούνταν χρονικά ακόμα και από τον Όμηρο) και η στενή του σύνδεση με τον σαμανισμό και τη θαυματουργική παράδοση οδήγησαν στη διαμόρφωση μιας διδασκαλίας που είναι γνωστή με τον όρο «Ορφισμός». Η διδασκαλία αυτή λειτούργησε ως ομπρέλα για τη συγκρότηση μιας μυστηριακής θρησκείας και σχετικής θεολογίας με φιλοσοφικά, κοσμογονικά, θεραπευτικά και λυτρωτικά χαρακτηριστικά και αποτέλεσε το έναυσμα για τη σύνθεση πολυάριθμων ποιημάτων που καταλαμβάνουν ένα εκτεταμένο χρονικό τόξο από τον 6ο αι. π.Χ. ώς την αυτοκρατορική εποχή.

Με τον όρο «ορφικά ποιήματα» ή «ορφική ποίηση» προσδιορίζουμε ένα ευρύ σύνολο συνθέσεων (από απλούς λογότυπους και βραχείας έκτασης συνθέσεις μέχρι σημαντικής έκτασης ποιήματα) σε δακτυλικό εξάμετρο. Σήμερα η πρόσβαση στα υπολείμματα της ορφικής λογοτεχνίας είναι εφικτή μέσα από τρεις κυρίως εκδόσεις: O. Kern, Orphicorum Fragmenta (1922), G. Quandt, Orphei Hymni (4η έκδοση, 1973), A. Bernabé, Poetae Epici Graeci, Testimonia et Fragmenta, Pars II.1-2 (2004-2005). Με βάση το πραγματικά τεράστιο εύρος που καλύπτει η ορφική λογοτεχνία θα περιοριστούμε απλώς σε μια αδρομερή παρουσίαση του σχετικού υλικού ακολουθώντας την κλασική ανάλυση του M.L. West.

Κατά τη διάρκεια του 7ου και 6ου αι. π.Χ. σκυθικά και θρακικά φύλα φέρνουν στην Ιωνία αντιλήψεις σαμανιστικής πίστης και τελετουργίας που περιλαμβάνουν μυητικού τύπου μοτίβα όπως ο διαμελισμός και επανασύσταση του σώματος καθώς και μύθους σχετικά με τον Ορφέα. Τον 6ο αι. π.Χ. ο ελληνόφωνος κόσμος της Ιωνίας δέχεται την επίδραση μιας άλλης, ανατολικής προέλευσης αυτή τη φορά, αντίληψης σχετικά με έναν θεό που είναι σε κάποιο βαθμό και δημιουργός, ένα κοσμικό αυγό, καθώς και την πίστη στην μετενσάρκωση. Οι δύο αυτοί παραπόταμοι συναντιούνται και εκβάλλουν από κοινού στον σχηματισμό ενός πυρήνα αντιλήψεων αναφορικά με το ταξίδι της ψυχής και την μετενσάρκωση υπό την συνδετικού τύπου λειτουργία της σαμανιστικής αντίληψης για επισκέψεις σε έναν άλλο κόσμο και μεταφορά των γνώσεων που απέκτησε ο σαμάνας από αυτά τα ταξίδια. Σταδιακά αρχίζουν να συντίθενται ποιήματα που αποδίδονται στον μυθικό Ορφέα και χαρακτηρίζονται από αποκαλυπτικό λόγο. Σε αυτό το στάδιο πραγματοποιείται μια περαιτέρω διήθηση διά της υιοθέτησης κάποιων από αυτές τις αντιλήψεις από οπαδούς του Βάκχου και του Πυθαγόρα.

Αυτή η σύμφυρση συνοδεύεται από αντίστοιχη διάδοση, όπως αποδεικνύεται από το πλήθος των ορφικού τύπου ποιητικών συνθέσεων που μπορούν να κατηγοριοποιηθούν ως εξής:

Α. Η Θεογονία του Πρωτογόνου, συντεθειμένη γύρω στο 500 π.Χ., συναιρεί μια κοσμογονία στην οποία κυριαρχεί ο Χρόνος και η θεωρία της μετενσάρκωσης με ένα ησιόδειο θεογονικό πλαίσιο αλλά και κάποιες βακχικές αντιλήψεις. Το ποίημα διαδίδεται ώς τη Δύση, όπως προκύπτει από απηχήσεις στον Εμπεδοκλή και ίσως και στον Παρμενίδη. Με αυτό μοιάζει να συνδέεται και η Θεογονία που λανθάνει στον περίφημο Πάπυρο του Δερβενίου, στον οποίο θα αναφερθούμε στη συνέχεια.

Β. Η σύνθεση ορφικού τύπου ποιημάτων που μπολιάζονται με αντιλήψεις του πρώιμου πυθαγορισμού μαρτυρείται σε μια σειρά από ποιήματα όπως εις Άδου κάθοδος, Ιερός Λόγος, Φυσικά, Κρατήρ, Δίκτυον, Πέπλος, Σφαίρα, Λύρα.

Γ. Η διάδοση του ορφισμού είναι ορατή και μέσα από την πληθώρα ελασμάτων από διάφορες περιοχές του ελληνόφωνου κόσμου (π.χ. Όλβια, Κρήτη). Γνωστό είναι και το φαινόμενο της χάραξης ορφικού τύπου εκφράσεων και λογοτύπων σε τέτοια ελάσματα που τα έθαβαν μαζί με τους νεκρούς. Η διάδοση αυτών των αντιλήψεων που έχουν συχνά συμφυρθεί και με διονυσιακά στοιχεία είναι ορατή και σε λογοτεχνικά κείμενα: ο Αισχύλος, ο Ηρόδοτος και ο Ευριπίδης συσχετίζουν τον Ορφέα με τη διονυσιακή λατρεία.

Από εδώ και στο εξής τα πράγματα προχωρούν με καταιγιστικό ρυθμό. Στην Αθήνα του 5ου αι. π.Χ. και από την έναρξη του Πελοποννησιακού Πολέμου και ύστερα το λογικό και άλογο στοιχείο βρίσκονται σε διαρκή ανταγωνισμό. Όπως είναι φυσικό, ο Ορφέας, όπως και άλλες μυθικές μορφές, ανασύρονται στην επιφάνεια. Σε αυτό το πλαίσιο συντίθεται μια Θεογονία που οι μελετητές ονομάζουν Ευδήμεια, επειδή πληροφορίες για αυτήν φθάνουν σε εμάς μέσω του Περιπατητικού φιλοσόφου Ευδήμου (διαμεσολαβημένου από τον Δαμάσκιο). Στα ελληνιστικά χρόνια οι Στωικοί μελετούν την Θεογονία του Πρωτογόνου και την ερμηνεύουν σε συνάρτηση με τις δικές του κοσμολογικές αντιλήψεις. Λίγο αργότερα κάποιος που πιθανότητα σχετίζεται (αν δεν προέρχεται) από τους κύκλους των Στωικών ξαναγράφει την Θεογονία του Πρωτογόνου με τρόπο που μαρτυρεί τη δική του ερμηνευτική προσέγγιση. Αυτή η Θεογονία συνδέεται με κάποιον Ιερώνυμο, η ταυτότητα του οποίου αποτελεί μυστήριο. Λίγο αργότερα, ο άνθρωπος που συγκρότησε τον Επικό Κύκλο (ένα σύνολο ποιημάτων που παρουσίαζε τη μυθική ιστορία του κόσμου από τη γέννηση των θεών μέχρι το τέλος της εποχής των ηρώων) χρειαζόταν μια Θεογονία για να καταλάβει την αρχική θέση στο επικό αυτό αλμανάκ. Προφανώς επηρεασμένος από αντιλήψεις της εποχής, δεν υιοθέτησε την ησιόδεια Θεογονία αλλά αποφάσισε να συνδυάσει στοιχεία της Θεογονίας του Πρωτογόνου και της Ευδήμειας δημιουργώντας μια νέα ορφική θεογονική εκδοχή, την οποία και ενέταξε στον Επικό Κύκλο. Πρόκειται για την Κύκλια Θεογονία. Η σύμφυρση όμως θεογονικού υλικού ορφικού τύπου δεν σταματά εδώ. Το πιο κραυγαλέο της παράδειγμα δεν είναι άλλο από την Ραψωδική Θεογονία σε 24 ραψωδίες (η αναλογία με το ομηρικό έπος δείχνει προς την κατεύθυνση της επίδρασης της σχολής της Περγάμου με βάση το μοντέλο της φερώνυμης Πεισιστράτειας διόρθωσης), την οποία συγκρότησε ο Θεόγνητος τον 1ο αι. π.Χ. συμφύροντας ορφικό υλικό από τις Θεογονίες του Ιερώνυμου, του συνθέτη του Κύκλου, καθώς και την Ευδήμεια.

Τελειώνω την αναγκαστικά απαιτητική σημερινή επιφυλλίδα με τον Πάπυρο του Δερβενίου. Εξαιρετικά σημαντική για τις γνώσεις μας σχετικά με την ορφική λογοτεχνία υπήρξε η εύρεση, μελέτη και δημοσίευση αυτού του παπύρου (βλ. Theokritos Kouremenos, George M. Parássoglou, Kyriakos Tsantsanoglou, The Derveni Papyrus. Edited with Introduction and Commentary. Φλωρεντία 2006), του αρχαιότερου σωζόμενου χειρογράφου επί ευρωπαϊκού εδάφους (340 π.Χ., κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Φιλίππου του Β´). Ο Πάπυρος του Δερβενίου διασώζει μια φιλοσοφική πραγματεία ως αλληγορικό υπόμνημα σε ένα ορφικό ποίημα αγνώστου πατρός, ο οποίος ίσως ανήκε στον κύκλο του Αναξαγόρα. Το ποίημα αφορά τη γέννηση των θεών, πρέπει να συνετέθη περί τα τέλη του 5ου αι. π.Χ. και αποτελεί, σύμφωνα με τον Richard Janko, «στα πεδία της ελληνικής θρησκείας, της σοφιστικής κίνησης, πρώιμης φιλοσοφίας και της προέλευσης της λογοτεχνικής κριτικής την σημαντικότερη ανακάλυψη κειμένου για τον 20ο αιώνα».

Δημοσιεύτηκε στη ΜτΚ (26.3.2017)

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.