Χρήστος Κ. Τσαγγάλης
Οι επικοί ποιητές με τους οποίους θα ασχοληθούμε σήμερα ανήκουν (κυρίως) στον υποκλάδο της θρησκευτικής ποίησης. Οι πληροφορίες που διαθέτουμε για αυτούς ποικίλλουν τόσο όσο προς τον αριθμό όσο και προς την ακρίβεια. Κοινός παρονομαστής και απαρέγκλιτη μεθοδολογική αρχή για κάθε σοβαρή γραμματολογική προσέγγισή τους δεν μπορεί παρά να είναι η υποψισμένη μελέτη του σχετικού υλικού που φθάνει στα χέρια μας αποκλειστικά από την έμμεση παράδοση και μάλιστα μετά από πολλαπλές διαμεσολαβήσεις.
Η ύπαρξη υμνικής ποίησης περιορισμένης διάδοσης που χρησιμοποιούνταν σε τοπικές λατρείες προκαλούσε εύλογα ερωτηματικά στους Έλληνες της κλασικής και ελληνιστικής περιόδου. Έτσι, η προσπάθεια εντοπισμού των ποιητών που συνδέονταν με τη σύνθεση αυτών των ύμνων οδήγησε στην απόδοσή τους σε κάποιες ημιμυθικές μορφές που διέθεταν κύρος και αναγνωρισιμότητα. Ήδη ο Ηρόδοτος αναφέρει έναν ποιητή από τη Λυκία με τον όνομα Ωλήν, ο οποίος συνέθεσε αρχαίους ύμνους που άδονταν στη Δήλο (ούτος δε ο Ωλήν και τους άλλους τους παλαιούς ύμνους εποίησε εκ Λυκίης ελθών τους αειδομένους εν Δήλω). Ο τρόπος με τον οποίο μια τέτοια παράδοση έχει κατασκευαστεί φαίνεται από το γεγονός ότι αργότερα η ημιμυθική αυτή μορφή συνδέθηκε και με το άλλο μεγάλο κέντρο Απολλώνειας λατρείας, τους Δελφούς, καθώς μια ελληνιστική ποιήτρια με το όνομα Βοιώ τον ανέφερε ως τον πρώτο ιερέα του θεού. Το ίδιο σκοτεινή είναι και η περίπτωση ενός άλλου ημιμυθικού ποιητή με το όνομα Πάμφως, τον οποίο αναφέρει αρκετές φορές ο Παυσανίας (δηλαδή μια πηγή του 2ου μ.Χ. αι.) ως πολύ προγενέστερο του Ομήρου αλλά μεταγενέστερο του Ωλήνα. Η αθηναϊκή καταγωγή του αποτυπώνεται τόσο στην πιθανή σύνδεσή του με τα Ελευσίνια Μυστήρια όσο και στο ότι συνέθεσε ύμνο στον Έρωτα για να τον τραγουδά το αθηναϊκό γένος των Λυκομιδών σε κάποια τελετουργικά δρώμενα. Η ποιητική του παραγωγή συνδέεται με υμνική ποίηση προς τιμήν της Δήμητρας, της Άρτεμης, του Ποσειδώνα, του Δία και των Χαρίτων, όπως επίσης και με τη σύνθεση του Οιτόλινου, ενός άσματος θρησκευτικού χαρακτήρα για την απώλεια του Λίνου, το οποίο μιμήθηκε (σύμφωνα με τον Παυσανία) η Σαπφώ.
Στον χώρο της θαυματουργικής λογοτεχνίας ανήκει μια άλλη ημιμυθική μορφή, ο Αριστέας από το νησί Προκόννησος της Προποντίδας. Γνωστός τόσο στον Πίνδαρο όσο και στον Ηρόδοτο θεωρείται ο ποιητής του έργου Αριμάσπεια έπη (σε τρία βιβλία· μια Θεογονία σε πεζό λόγο που επίσης του αποδίδεται είναι μεταγενέστερη). Πρόκειται για ένα πραγματικό έπος του 7ου αι. π.Χ. που περιλάμβανε την παρουσίαση εξωτικών λαών (π.χ. Κιμμέριοι, Ισσηδόνες) τους οποίους συνάντησε η ψυχή του Αριστέα που ταξίδεψε στις χώρες που βρίσκονται μεταξύ των Σκυθών και των Υπερβορείων. Η επίδραση του σαμανισμού είναι στην περίπτωση αυτή κάτι περισσότερο από εμφανής. Ο ποιητής λειτουργεί ως σαμάνας, ο οποίος μπορεί να βρίσκεται ταυτόχρονα σε πολλά μέρη και να κάνει εξωσωματικά ταξίδια. Η προέλευση αυτής της παράδοσης είναι εξω-ελληνική αλλά το τελικό αποτέλεσμα φέρει ελληνική σφραγίδα. Πρόκειται για ένα μείγμα εξερευνητικών πληροφοριών (που χαρακτηρίζουν την αρχαϊκή εποχή με την ιωνική θεωρίη ως το πιο τυπικό παράδειγμα), ψηγμάτων αυτού που αργότερα θα τροφοδοτήσει την περιπετειώδη ταξιδιωτική λογοτεχνία, και υλικού από τον χώρο του παραμυθιού, που έχει φιλτραριστεί με σαμανιστικές θρησκευτικές αντιλήψεις του μακρινού και εν πολλοίς άγνωστου στους Έλληνες Βορρά. Το εξωτικό στοιχείο των Αριμασπείων επών (ο Αριστέας αφηγούνταν τη σύγκρουση των μονόφθαλμων Αριμασπών με τους μυθικούς Γρύπες που προσπαθούσαν να κλέψουν το χρυσάφι που έκρυβε η χώρα των πρώτων) θα πρέπει να ασκούσε κάποιου είδους γοητεία, αν κρίνουμε από τον όχι ασήμαντο αριθμό στοιχείων που διαθέτουμε: 24 μαρτυρίες για τον Αριστέα και την ποίησή του (από ένα εκτεταμένο φάσμα αρχαίων συγγραφέων και πηγών, από τον Ηρόδοτο και τον Θεόπομπο μέχρι τον Πλίνιο και τον Πλούταρχο, και από τον Ωριγένη, τον Κλήμεντα και τον Ιάμβλιχο ώς τη Σούδα και τον Τζέτζη) και τουλάχιστον 11 αποσπάσματα από το έργο του.
Μια άλλη ημιμυθική μορφή που κινείται (όπως ο Επιμενίδης και ο Αριστέας) στον χώρο της θαυματουργικής λογοτεχνίας είναι ο Σκύθης Άβαρις. Γνωστός ήδη στον Πίνδαρο και τον Ηρόδοτο, ο Άβαρις ανήκει σε αυτές τις ποιητικές μορφές που έγιναν διάσημες στην αρχαϊκή εποχή (κυρίως τον 6ο αι. π.Χ.) κυρίως λόγω της απουσίας στον ελληνόφωνο κόσμο ενός κεντρικού ιερατείου το οποίο θα ιδιοποιούνταν το σύνολο της θρησκευτικής ποίησης. Οι πηγές μας παρουσιάζουν τον Άβαρη ως μάγο με θεραπευτικές και θαυματουργικές ικανότητες, που κήρυττε τον θεϊκό λόγο του Απόλλωνα με τον οποίο μοιραζόταν τη σύνδεση με τη χώρα των Υπερβορείων, όπου ο θεός παρέμενε για ένα μέρος του χρόνου μέχρι να επιστρέψει στο μαντείο του στους Δελφούς. Ο Άβαρις διέθετε το χάρισμα της προφητείας αλλά δεν ανήκε σε κάποιο ιερατείο. Όπως έχουμε δει και από άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις, περιπλανιόταν εντυπωσιάζοντας τους ανθρώπους με τις σπάνιες ικανότητές του, την απλότητα της σκυθικής του ενδυμασίας, και την εντιμότητά του. Η σύνδεσή του με τον τοξότη Απόλλωνα ήταν πάντως καθοριστική: ο θεός του είχε δώσει ένα χρυσό βέλος πάνω στο οποίο ταξίδευε σε όλη τη γη χωρίς να χρειάζεται να φροντίζει τις βιοτικές του ανάγκες, όπως η εύρεση τροφής. Τα έργα που του αποδίδονται εντάσσονται ακριβώς μέσα στο προαναφερθέν πλαίσιο της θαυματουργικής θρησκευτικής ποίησης ή της θρησκευτικής ποίησης εν γένει: μια συλλογή σκυθικών χρησμών, ο γάμος του ποταμού Έβρου, Καθαρμοί, μια Θεογονία σε πεζό λόγο, και η άφιξη του Απόλλωνα στους Υπερβορείους.
Μια άλλη μορφή που κινείται σε αντίστοιχο πλαίσιο είναι ο Παλαίφατος, ο οποίος θεωρούνταν παλαιότερος του Ομήρου. Η πρώτη αρχαία πηγή που αναφέρεται σε αυτόν είναι ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος, που τον παρουσιάζει ως γιο της Μούσας Θάλειας. Η σύνδεσή του με τη μαντική πρέπει να ήταν ισχυρή, καθώς απιεκονίζεται ως μάντης σε ένα άγαλμα στα λουτρά του Μεγάλου Κωνσταντίνου στην Κωνσταντινούπολη. Όλα τα έργα που του αποδίδονται ανήκουν στη θρησκευτική επική παραγωγή αλλά μπορούμε να διακρίνουμε ένα σαφές ενδιαφέρον για μικρής έκτασης επεισόδια (Κοσμοποιία, Απόλλωνος και Αρτέμιδος γοναί, Αφροδίτης και Έρωτος φωναί και λόγοι, Αθηνάς έρις και Ποσειδώνος, Λητούς πλόκαμος). Πάντως οι ακριβείς πληροφορίες του λεξικού της Σούδας (10ος αι. μ.Χ.) για την έκταση αυτών των ποιημάτων είναι πολύ ύποπτες. Όπως έχει υποστηριχθεί (M. L. West), πρέπει να ανάγονται στο έργο Περί Ποιητών του Λόβωνα από το Άργος, ενός βιογράφου του 3ου αι. π.Χ., διά του οποίου το υλικό αυτό έφθασε στον Ησύχιο (6ος αι. μ.Χ.) και στη συνέχεια μέσω μιας επιτομής του λεξικού του Ησυχίου στη Σούδα.
Όπως είδαμε και στις προηγούμενες δύο επιφυλλίδες, η θρησκευτικού τύπου ποίηση σε δακτυλικό εξάμετρο διατρέχει το σύνολο της αρχαϊκής εποχής. Το γεγονός ότι μόνο η ησιόδεια Θεογονία έχει σωθεί στο σύνολό της δίνει μια παραπλανητική εικόνα για τον πλούτο και το εύρος αυτού του κλάδου της επικής παραγωγής. Ο αριθμός των ποιητών, η ποικιλία των επιμέρους κατευθύνσεων (θεογονική, υμνική, χρησμολογική, θαυματουργική ποίηση) και η γεωγραφική διάχυση της θρησκευτικής ποίησης σε δακτυλικό εξάμετρο αποτελούν αδιάψευστους μάρτυρες της επίδοσης του είδους.
Ο Χρήστος Κ. Τσαγγάλης είναι Καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και Διευθυντής του Τομέα Κλασικών Σπουδών
Email: [email protected]

Δημοσιεύτηκε στη Μτκ (12.3.2017)

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.