Του Νίκου Τσούλια
 
Η αριστερά είναι συνδεδεμένη με τους κοινωνικούς αγώνες για πρόοδο και λαϊκές κατακτήσεις. Αυτό σε γενική θεώρηση σημαίνει ότι είναι μια δύναμη κοινωνικής ανέλιξης και προόδου. Ωστόσο, υπάρχουν στοιχεία της λειτουργίας της αριστεράς στο χώρο της εκπαίδευσης που δεν συνάδουν με αυτή τη γενική της δράση. Και όχι μόνο αυτό αλλά, κατά τη γνώμη μου, είναι στοιχεία ανορθολογισμού και πολιτικής υστέρησης.

Πρώτον, η πολιτική της θεώρηση για το ρόλο του σχολείου έχει ένα σοβαρό έλλειμμα. Η αριστερά έχει ως βασική της θέση τη θεωρία αναπαραγωγής, τη θεωρία που ισχυρίζεται ότι το σχολείο αναπαράγει την ιδεολογία της άρχουσας τάξης. Επομένως, για να αλλάξει το σχολείο, πρέπει να αλλάξει η κοινωνία. Αλλά, αν αυτή η θεώρηση εφαρμόζεται σε κάθε κοινωνικό θεσμό, μεταπίπτουμε σε ένα μεταφυσικό πρόβλημα, αφού, αν δεν δράσεις στους θεσμούς δεν μπορεί να ρηγματωθεί το υπάρχον πολιτικό και κοινωνικό status. Η θεωρία αναπαραγωγής έχει ορθή βάση, αφού, μάλλον αυτονόητα, κάθε στοιχείο του εποικοδομήματος υπηρετεί την αναπαραγωγή των παραγωγικών σχέσεων, όπως προκύπτουν από τη βάση της οικονομίας. Ωστόσο αυτή η προσέγγιση είναι σχετική. Το σχολείο ναι μεν αναπαράγει την κρατούσα τάξη πραγμάτων, αλλά ταυτόχρονα είναι και δύναμη αμφισβήτησης αυτής της τάξης και πηγή χειραφέτησης του ανθρώπου μέσα τόσο από το περιεχόμενο της εκπαίδευσης και της θεσμικής γνώσης όσο και μέσα από τις στοχοθεσίες της παιδαγωγικής. Αλλά πέραν τούτων, στο σχολείο δρα το εκπαιδευτικό κίνημα – δεν εννοώ το σημερινό πλήρως αδρανοποιημένο – το οποίο έχει προοδευτικούς προσανατολισμούς και δρα ως δύναμη κοινωνικών αλλαγών.
Δεύτερον, η αριστερά δεν διαμορφώνει πρόταση για τον κοινωνικό και μορφωτικό ρόλο του σχολείου και αυτό μάλλον απορρέει από τη προηγούμενη παρατήρηση, ότι, δηλαδή σε συνθήκες καπιταλισμού δεν μπορεί να δημιουργηθεί ένα «άλλο σχολείο». Απλώς επιδίδεται σε περιγραφή των επιμέρους – και μάλλον όχι των βασικών – συνιστωσών του σχολείου και της εκπαίδευσης. Έτσι στην πράξη κανένας δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι αναπτύσσει τη συνολική της πρόταση σε κατεύθυνση εφαρμογής. Σε αυτό το «στοιχείο» σαφώς υπάρχει εντελώς αντίθετη στάση της αριστεράς από εκείνη παλιότερων εποχών όπου η αριστερά διαμόρφωνε άποψη για το σχολείο (έγραφαν βιβλία, εφάρμοζαν καινοτόμους παιδαγωγικές μεθόδους κτλ) και δημιουργούσε το σχολείο της επιλογής της. Και όλα αυτά σε πολύ πιο αντίξοες πολιτικές συνθήκες.
Τρίτον, η δράση της αριστεράς χαρακτηρίζεται κυρίως από την πρακτική και την αντίληψη του ακτιβισμού (δράση για τη δράση) και αυτό γεννιέται, σε σημαντικό βαθμό, από τον ανταγωνισμό των διαφόρων εκφράσεων της αριστεράς ως προς το ποιος είναι πιο αγωνιστικός. (Εδώ δεν αναφέρομαι στη σημερινή παράξενη πολιτική πραγματικότητα, γιατί οι αριστερές παρατάξεις προφυλάσσουν μια υποτιθέμενη αριστερή κυβερνητική πολιτική του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.).  Αν κάποιος λοιπόν παρακολουθήσει τις λειτουργίες των θεσμικών συνδικαλιστικών οργανώσεων, θα διαπιστώσει, μεταξύ άλλων, τα εξής χαρακτηριστικά στοιχεία όσον αφορά τη στάση των αριστερών παρατάξεων: πρώτον διαρκές πολιτικό άγχος για το πώς θα γίνει απεργία (και αυτό ανεξάρτητα από τη συγκυρία και τις αναγκαιότητες της εποχής) και δεύτερον την έντονη αγωνία, ώστε να καταδειχτεί ποιος πρότεινε πρώτος τη μεγαλύτερη μορφή κινητοποίησης. Από αυτό τον «διαγωνισμό αγωνιστικότητας» προέκυψε και η υιοθέτηση της μορφής των καταλήψεων. Οι καταλήψεις αναδείχτηκαν ως ισότιμο (ίσως και ανώτερο) εργαλείο με την απεργία. Είναι ανέξοδη μορφή δράσης και δεν επιβαρύνει οικονομικά, προκαλεί εύκολα τη δημοσιότητα και δεν απαιτεί μαζικότητα όπως οι στάσεις εργασίας και η απεργία. Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο είναι το θεωρητικό περικάλυμμα που αποδίδεται στις καταλήψεις: είναι στοιχείο προχωρημένο που ρηγματώνει το σύστημα! Κάπως έτσι δημιουργούνται οι νεο– μυθολογίες ότι ο καπιταλισμός φοβάται και μπορεί να αμφισβητηθεί από μια κατάληψη ή πολλές καταλήψεις στην τάδε υπηρεσία ή στο τάδε σχολείο!! Κάπως έτσι γεννιούνται και οι παρακμιακές αντιλήψεις που συνέργησαν στην απομαζικοποίηση των συνδικαλιστικών φορέων. Για ποιο λόγο να έχουμε τη συλλογική – μαζική δράση των εργαζομένων, αφού φωτεινές και αγωνιστικές ομάδες αναλαμβάνουν την ευθύνη της προβολής των αιτημάτων με τις καταλήψεις και μάλιστα χωρίς οικονομικό κόστος;
Τέταρτον, οι παρατάξεις της αριστεράς ταυτίζονται ακόμα και με συντηρητικές αντιλήψεις, αρκεί να αυξάνεται το παραταξιακό τους αγωνιστικό προφίλ. Έτσι, για παράδειγμα, στο ζήτημα της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου, δίνουν τη «μητέρα των μαχών» από κοινού με τα στρώματα εκείνα των εκπαιδευτικών που είναι πλήρως υπαλληλοποιημένα και δεν θέλουν καμιά αλλαγή στο σχολικό γίγνεσθαι. Αλλά η αντίφαση φαίνεται εν τοις πράγμασι. Οφείλω να πω ότι στο ζήτημα της αξιολόγησης, οι εκπαιδευτικοί που την αρνούνται στις παραταξιακές τους επιλογές την υιοθετούν με το πιο ωμό τρόπο όταν πρόκειται για την εκπαίδευση των δικών τους παιδιών: φροντίζουν με κάθε τρόπο να διδάσκουν στα τμήματα που είναι τα παιδιά τους οι πιο καλοί καθηγητές!!!
Γιατί οι αριστερές παρατάξεις υιοθετούν ανορθολογικές αντιλήψεις και πρακτικές; Είναι γιατί δεν υπάρχει (δεν έχουν) μια συνεκτική συνολική μεταρρυθμιστική πρόταση για το ρόλο της εκπαίδευσης; Είναι γιατί δεν μπορεί να υπάρξει το «άλλο σχολείο» σε συνθήκες καπιταλιστικές; Είναι γιατί με αυτές τις επιλογές έχουν κάποιο προβάδισμα έναντι των άλλων ρευμάτων; Κατά τη γνώμη μου, οφείλεται στο ότι η αριστερά δεν έχει μια στρατηγική πολιτική πρόταση για τη διακυβέρνηση της χώρας μας, γι’ αυτό και δεν έγινε ποτέ πλειοψηφικό ρεύμα. Και αυτό αποκαλύπτεται πλήρως σήμερα που η διακυβέρνηση της χώρας από την αριστερά δεν διαφέρει σε τίποτα από τη νεοφιλελεύθερη πολιτική.
Προηγούμενο άρθροΤο σχολείο μπροστά στην απειλή του φασισμού
Επόμενο άρθροΜετεγγραφές μαθητών από ΕΠΑΛ σε ΓΕΛ
Κατάγεται από την Αυγή Αμαλιάδας και είναι εκπαιδευτικός. Έχει εκλεγεί πρόεδρος της ΟΛΜΕ τέσσερις φορές (1996 – 2003) και έχει εκπονήσει διδακτορική διατριβή στην Ειδική Αγωγή. Έχει εκδώσει δύο βιβλία εκπαιδευτικού περιεχομένου τα: “Σε πρώτο πρόσωπο” και «Παιδείας εγκώμιον». Έχει δημοσιεύσει δεκάδες άρθρα σε επιστημονικά και εκπαιδευτικά περιοδικά. Έχει συνεργαστεί επαγγελματικά με τις εφημερίδες «ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΗ» (1980 – 1986) και «ΕΞΟΡΜΗΣΗ» (1988 – 1996). Τα τελευταία χρόνια αρθρογραφεί στην εφημερίδα “ΤΟ ΑΡΘΡΟ” και στις εφημερίδες της ΗΛΕΙΑΣ: «ΠΡΩΙΝΗ», “ΑΥΓΗ” και “ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ”.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.