[ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗΣ, ΠΟΥ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΚΕ ΣΤΟ 3ο ΜΙΚΡΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΡΧΑΙΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ, ΛΕΜΕΣΟΣ, 1η ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2012]
Η ανακοίνωση αυτή θα δώσει διαφορετική διάσταση στην έννοια του «δόλου» στην αρχαία ελληνική τραγωδία. Δεν θα αναφερθεί στους μηχανισμούς με τους οποίους οι τραγικοί ήρωες παραπλανούν τους αντιπάλους τους, αλλά στην επίνοια με την οποία οι τραγικοί ποιητές (αναδι)οργανώνουν τον μῦθον τους στη βάση μιας προϋπάρχουσας μυθικής, ποιητικής και ενίοτε θεατρικής παράδοσης. Οι ποιητές καλούνται να δώσουν νέα τροπή σε παραδοσιακές ιστορίες, συχνά «βεβαρημένες» από πολλαπλές προγενέστερες εκδοχές, χωρίς να αλλοιώσουν το βασικό περίγραμμα των ιστοριών αυτών· καλούνται, δηλαδή, να διαχειριστούν έναν όγκο προσδοκιών και προκαταλήψεων με τις οποίες οι θεατές εισέρχονται στο θέατρο. Οι προσδοκίες αυτές αποτελούν για τον τραγωδό πρόβλημα και ευκαιρία την ίδια στιγμή. Σε ό,τι ακολουθεί θα περιγράψω πώς ο «δόλιος» Ευριπίδης της Μήδειας κατορθώνει να μετατρέψει την αδίστακτη φόνισσα του μύθου σε τραγικό πρόσωπο ικανό να διεγείρει — και μάλιστα με μία και την αυτή απαίσια πράξη — όχι μόνο τον φόβον, που προκύπτει, κατά τον Αριστοτέλη, περὶ τὸν ὅμοιον δυστυχοῦντα, αλλά και τον ἔλεον, που προκύπτει αντιστοίχως περὶ τὸν ἀνάξιον δυστυχοῦντα.
Το να παρουσιάσει άνδρας σε άνδρες, Έλληνας σε Έλληνες, ως ὅμοιον μια βάρβαρη γυναίκα που κοιμίζει δράκοντες και ως ἀνάξιον δυστυχοῦντα μια μάγισσα που παίρνει τους πάντες παραμάζωμα, χρειάζεται, αν μη τι άλλο, ευρετική μαεστρία, απαιτεί δόλον! Πώς το κάνει αυτό ο πανοῦργος Ευριπίδης;
Η Μήδεια αποτελεί ιδιαίτερη περίπτωση συγγραφικής «καταδολίευσης» των θεατών. Οι τραγωδίες του Ευριπίδη σπανίως κατατείνουν, όπως οι πλείστες του Αισχύλου και του Σοφοκλή, στην κατάφαση ενός συνεκτικού ηθικού κοσμοειδώλου. Αντίθετα, στον Ευριπίδη, μαζί με τα κομματιασμένα πτώματα, στο τέλος κατακερματίζεται και η όποια πίστη στην ύπαρξη συμπαντικής αρμονίας εγγυημένης από τους θεούς. Η παρουσία των θεών στη Μήδεια είναι τόσο αμφίσημη όσο και η ίδια η πρωταγωνίστρια: παρέχοντάς της διέξοδο και μέσο διαφυγής οι θεοί φαίνεται να συντρέχουν μια άγρια μάνα που σφάζει τα παιδιά της επικαλούμενη, άκουσον άκουσον, το δίκαιο των όρκων και της πίστεως. Αποτελεί μέγιστο θεατρικό επίτευγμα του Ευριπίδη στο έργο αυτό ότι κατορθώνει να εντυπώσει στους θεατές του πως είναι τελικά δυνατόν, με τις κατάλληλες αναγωγές, να μιλά για τιμήν κατ’ ουσίαν μια παλλακή και για φίλους αυτή που καταπρόδωσε τον πατρικό της οίκο — τουλάχιστον για τόσο διάστημα στο έργο, όσο χρειάζεται, ώστε η παιδοκτονία να μην μπορεί εύκολα πια να στιγματιστεί ως ανοίκειο έγκλημα, αλλά να μπορεί να ιδωθεί ακόμη και ως άφευκτη νομοτέλεια.
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο στη σελίδα antonispetrides.wordpress.com