Xρήστος Κ. Τσαγγάλης
H μεγάλη σκιά της ομηρικής ποίησης υπήρξε ο κύριος, όχι όμως και ο μοναδικός, λόγος για το γεγονός ότι ο Ησίοδος, ένας σημαντικός επικός ποιητής της αρχαϊκής εποχής, είναι ακόμα ελάχιστα γνωστός, για να μην πω υπερβολικά παραγνωρισμένος. Τόσο το περιεχόμενο της ποιητικής του παραγωγής όσο και η ασήμαντη πολίχνη της βοιωτικής Άσκρας απ᾽ όπου κατάγεται έπαιξαν επίσης τον ρόλο τους στην περιθωριοποίησή του, περιθωριοποίηση η οποία αξίζει (κάποια στιγμή) μια σοβαρή γραμματολογική αποτίμηση. Σκοπός της σημερινής επιφυλλίδας (όπως και των επόμενων δύο) είναι να συστήσει στο μορφωμένο κοινό τον ποιητή Ησίοδο και το σύνολο της ποιητικής παραγωγής που συνδέεται με το όνομά του.
Αντίθετα απ᾽ όσο συμβαίνει με τον Όμηρο, το βιογραφικό υπόβαθρο του Ησιόδου μοιάζει να σχετίζεται καθοριστικά με την ποίησή του, τουλάχιστον με τα δύο μείζονα έργα που αποδίδονται σε αυτόν με ασφάλεια, τη Θεογονία και τα Έργα και Ημέραι. Ριζικά διαφορετική είναι η εικόνα αναφορικά με ένα σώμα άλλων ποιημάτων που παραδίδονται με το όνομά του αλλά επιβιώνουν μόνο με τη μορφή αποσπασμάτων, που με εξαίρεση τον Γυναικών Κατάλογο είναι πολύ περιορισμένα.
Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον των βιογραφικών πληροφοριών που αφορούν τον Ησίοδο στηρίζεται τόσο στο ότι παραδίδονται από τον ίδιο (καθώς είναι ενσωματωμένες στη Θεογονία και τα Έργα και Ημέραι) όσο και από το ότι αξιοποιούνται ποιητικά. Ο τόπος διαμονής (η αφιλόξενη πολίχνη της Βοιωτίας Άσκρα) και το επάγγελμά του (βοσκός), ακόμα και αν είναι ιστορικά ακριβείς πληροφορίες, μετατρέπονται σε ποιητική πόζα, αφορούν δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο ο Ησίοδος θέλει να διαβάσουμε τη σχέση του με την ποίηση: έτσι, η Άσκρα παραπέμπει στην ταπεινή σύνθεση των Έργων και Ημερών, ενώ το σελάγισμα στις πλαγιές του Ελικώνα είναι το φόντο για την παρουσίαση της διαδικασίας της μύησής του στην τέχνη της ποίησης από τις Μούσες που τον επισκέφτηκαν στο βουνό. Από τότε η ζωή του άλλαξε ριζικά. Η γκλίτσα έδωσε τη θέση της στο ραβδί του ποιητή, τα πρόβατα στις λέξεις.
Ο Ησίοδος παρουσιάζει τον εαυτό του ως τον γιο ενός φτωχού πατέρα που μετανάστευσε από τη Μικρά Ασία στη Βοιωτία και εγκαταστάθηκε στην Άσκρα, έναν τόπο αφιλόξενο χειμώνα και καλοκαίρι, όπως ο ίδιος μας λέει χαρακτηριστικά. Με τον αδελφό του Πέρση υπήρχαν σημαντικά προβλήματα, που αφορούσαν και τον τρόπο που ο Πέρσης ζούσε και την πατρική περιουσία. Στα Έργα και Ημέραι όμως ο αδελφός του Ησιόδου γίνεται ο εσωτερικός αποδέκτης του ποιήματος, μια περσόνα με ιστορικό-βιογραφικό υπόβαθρο που αξιοποιείται ποιητικά με συστηματικό τρόπο.
Η ποιητική παραγωγή του Ησιόδου ξεκινά με τη Θεογονία, ένα επικό ποίημα που αφορά ένα είδος θεϊκής ιστοριογραφίας, καθώς αφηγείται την εξέλιξη του κόσμου των θεών από τη δημιουργία του σύμπαντος μέχρι την κυριαρχία του Δία και των Ολύμπιων θεών. Η πρώτη μεγάλη συμβολή του Ησιόδου στη διαχείριση του μυθικού αυτού υλικού στηρίζεται στην οπτική του: ο ποιητής χρησιμοποιεί την ανθρώπινη πολιτική γεωγραφία εφαρμόζοντάς την στο θεϊκό πλαίσιο. Οι κοινωνικές συγκρούσεις για τη διεκδίκηση της εξουσίας μεταγλωττίζονται ποιητικά στον μύθο διαδοχής, τη μετάβαση από τον πρώτο κυρίαρχο του κόσμου Ουρανό και τη σύζυγό του Γαία, στον δεύτερο ουράνιο βασιλιά Κρόνο και τη σύζυγό του Ρέα, και στη συνέχεια στον Δία και την Ήρα. Η δεύτερη καθοριστική συμβολή του Ησιόδου στον τρόπο παρουσίασης του μύθου διαδοχής αφορά τα μέσα που μετέρχονται οι θεϊκοί βασιλείς για να ακυρώσουν τη δυνητική (αλλά βέβαια) απειλή εκθρονισμού τους από τη νεότερη θεϊκή γενιά. Ουρανός και Κρόνος επιχειρούν μάταια να σταματήσουν τη ροή των θεϊκού χρόνου που νομοτελειακά οδηγεί στη δική τους περιθωριοποίηση. Η έλευση του Δία στην εξουσία πραγματοποιείται μέσα από μια κολοσσιαία σύγκρουση με τους Τιτάνες και έπειτα με το τελευταίο δημιούργημα της Γης, το τέρας Τυφωέα που συμβολίζει την άλογη δύναμη στον κόσμο. Η βασιλεία του Δία μετά τις διαδοχικές νίκες του είναι ένας θρίαμβος επί της ακοσμίας, δηλαδή της ακαταστασίας που κυριαρχούσε στο σύμπαν. Πίσω από αυτή την εμπνευσμένη σύλληψη διακρίνεται μια καθαρή ποιητική ματιά, που μετασχηματίζει το παραδοσιακό υλικό των θεογονικών παραδόσεων (και ίσως και άλλων ποιητικών συνθέσεων θεογονικού τύπου) που δίχως άλλο υπήρχαν στην αρχαϊκή εποχή. Φιλοσοφία, θρησκεία, μυθολογία συνείρονται δημιουργικά στο ησιόδειο θεογονικό έπος καθιστώντας το την αρχετυπική για τους μεταγενέστερους Έλληνες της κλασικής περιόδου μορφή θεογονίας σε αντίθεση με τις ορφικές και άλλες παραλλαγές που θα υποχωρήσουν στο πέρασμα του χρόνου. Η διαπίστωση αυτή είναι κομβικής σημασίας. Όπως στην περίπτωση του Τρωικού Πολέμου και των μεταπολεμικών νόστων των Αχαιών η Ιλιάδα και η Οδύσσεια ξεχώρισαν ως εμβληματικές εκδοχές του τρωικού μύθου, έτσι και η ησιόδεια Θεογονία αναγνωρίστηκε ως η αντιπροσωπευτικότερη εκδοχή αντίστοιχων θεογονικών μύθων.
Η δεύτερη επική ποιητική σύνθεση που μας παραδίδεται με το όνομα του Ησιόδου είναι τα Έργα και Ημέραι. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον αλλά και αινιγματικό ποίημα που περιλαμβάνει ένα εκτεταμένο μυθικό μέρος ακολουθούμενο από ένα καθαρά διδακτικό τμήμα που διακλαδίζεται στις ενότητες της Γεωργίας και της Ναυτιλίας. Το ποίημα ολοκληρώνεται με τις Ημέρες, ένα ημερολόγιο για το είδος των γεωργικών εργασιών που πρέπει να κάνει ο γεωργός κάθε ημέρα του μήνα. Σε αντίθεση με τη Θεογονία αυτό το ποίημα μοιάζει με ένα ψηφιδωτό, οι επιμέρους ψηφίδες του οποίου έχουν συνταιριαστεί (συγκολληθεί θα έλεγε ένας φιλόλογος με αναλυτικές διαθέσεις) σε ένα σύνολο που προκαλεί πολλαπλά ερωτήματα. Για να κατανοήσουμε τη λειτουργία ενός πολυπρισματικού έργου σαν τα Έργα και Ημέραι πρέπει να λάβουμε υπόψιν μας τρεις διαφορετικούς παράγοντες: τη σχέση αυτού του κλάδου της επικής ποίησης με την καθημερινή-πρακτική ζωή στη διάρκεια της αρχαϊκής εποχής, το μυθικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ο ποιητής επιδιώκει να εντάξει τον ενδημικό διδακτισμό μιας τέτοιας σύνθεσης, τέλος την ποιητολογική διάσταση της ησιόδειας ποίησης (ορατής ήδη στην περίπτωση της Θεογονίας). Το αινιγματικό αυτό ποίημα συνυφαίνει αυτούς τους τρεις παράγοντες με εντυπωσιακή επιδεξιότητα. Το μυθικό πρώτο μέρος με τις ιστορίες του Προμηθέα και της Πανδώρας και κυρίως τον μύθο της σταδιακά εξελισσόμενης πτωτικής πορείας των γενών οριοθετεί το θεωρητικό πλαίσιο μέσα στο οποίο οι αρχαίοι ακροατές και σύγχρονοι αναγνώστες καλούνται να εντάξουν τον διδακτισμό των ενοτήτων της Γεωργίας και της Ναυτιλίας. Οι συμβουλές για τον τρόπο καλλιέργειας της γης με βάση την εναλλαγή των εποχών και την επικινδυνότητα του διά θαλάσσης εμπορίου εγγράφονται στο παρακμιακό (με χριστιανικούς όρους μετα-παραδείσιο) παρόν στο οποίο ζει ο ποιητής και το ακροατήριό του. Ζευγαρώνοντας την οπτική της Θεογονίας, ο Ησίοδος ενοφθαλμίζει τη ροή του ανθρώπινου χρόνου στον θεϊκό μύθο διαδοχής, καθώς το μεν χρυσό γένος (παραδείσιο) γένος τοποθετείται στα χρόνια του Κρόνου, ενώ τα υπόλοιπα τέσσερα στην εποχή του Δία. Έξοχες είναι όμως και οι ποιητολογικές διαστάσεις της εν λόγω σύνθεσης. Το γένος των ηρώων, που σφηνωμένο ανάμεσα στο χάλκινο και σιδερένιο γένος διαταράσσει την παραδοσιακή τετραπλή διάκριση των γενών, εκπέμπει σαφώς σε επική συχνότητα, καθώς φθάνει στο τέλος του με τον Θηβαϊκό και Τρωικό Πόλεμο, τις δύο δηλαδή μεγάλες μυθικές παραδόσεις που έχουν αποκρυσταλλωθεί ως ποιητικές επικές παραδόσεις ήδη από την αρχαϊκή εποχή. Εξαιρετικά σημαντική στο πλαίσιο αυτό είναι και η ενότητα της Ναυτιλίας, με την αυτοβιογραφική σφραγίδα με την οποία ο Ησίοδος αφήνει το διακριτό αποτύπωμά του στον χάρτη της πρώιμης ελληνικής επικής ποίησης. Η τρίπτυχη αυτή εικονογραφική σύνθεση συνδυάζει τον διδακτισμό (πρώτο και τρίτο μέρος) με τον αυτοβιογραφικό πυρήνα (δεύτερο μέρος) δίνοντας στη διδαχή ποιητολογικό χρώμα (στ. 646-662):
Κι αν στο εμπόριο στρέφεις την μωρή ψυχή σου / και θέλεις τα χρέη να ξεφύγεις και την άχαρη πείνα, τους νόμους θα σου δείξω εγώ της πολυτάραχης θάλασσας, / χωρίς να έχω εμπειρία στη ναυτιλία ή στα πλοία. / Γιατί ποτέ ως τώρα σε πλοίο επάνω δεν πέρασα τον πόντο τον πλατύ. / Μόνο στην Εύβοια πήγα από την Αυλίδα, όπου οι Αχαιοί / τον βαρύ χειμώνα υπομένοντας συγκέντρωσαν στρατό / από την ιερή Ελλάδα για την Τροία με τις όμορφες γυναίκες. / Από εκεί εγώ για τους αγώνες του φιλοπόλεμου Αμφιδάμαντα / πέρασα στη Χαλκίδα. / Πολλά τα έπαθλα όρισαν / οι γιοι του γενναιόκαρδου (αυτού άνδρα). Εκεί, το βεβαιώνω, / κέρδισα τρίποδα με λαβές νικώντας μ᾽ έναν ύμνο. / Κι αυτόν εγώ αφιέρωσα στις Μούσες του Ελικώνα, / εκεί που πρώτη φορά με βάλανε στου καθαρού του τραγουδιού τον δρόμο. Τόση είναι η πείρα μου από τα πλοία τα καλοκάρφωτα. / Μα κι έτσι το θέλημα θα πω του ασπιδοφόρου Δία. / Αφού οι Μούσες μου διδάξανε να τραγουδώ ύμνο μ᾽ ανείπωτη ομορφιά.
Έχοντας ήδη ανιχνεύσει τους κινδύνους της ποιητικής του απομόνωσης ο Ησίοδος τολμά το άνοιγμα της ποίησής του σε ένα μεγαλύτερο κοινό. Δεν υστερεί απέναντι στην ομηρική ποίηση, μόνο απέναντι στη θεματολογία της. Η Άσκρα και η Χαλκίδα από γεωγραφικές τοποθεσίες μεταβάλλονται στους πόλους μιας ποιητικής τοπογραφίας, που γνωρίζει κι αυτή από τις λέξεις-πλοία που ταξιδεύουν στη θάλασσα της ποίησης, γνωρίζει δηλαδή να ταξιδεύει στη θάλασσα του αρχαϊκού έπους.
Η ωριμότητα της ησιόδειας ποιητικής φωνής είναι εντυπωσιακή. Όπως και η λελογισμένη ισορροπία ανάμεσα στον υπολογισμένο διδακτισμό και τη σεσοφισμένη εκζήτηση. Τόσο εντυπωσιακή μάλιστα που αναρωτιέμαι μήπως πράγματι τον επισκέφθηκαν οι Μούσες στον Ελικώνα.
Ο Χρήστος Κ. Τσαγγάλης είναι Καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και Διευθυντής του Τομέα Κλασικών Σπουδών
Email: [email protected]

Δημοσιεύτηκε στη ΜτΚ (5.2.2017)

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.