(1) ΔΥΟ ΟΜΙΛΟΥΝΤΕΣ ΗΘΟΠΟΙΟΙ

Αν εξαιρέσουμε το τμήμα από τον στίχο 1004 και εξής, το οποίο είναι νόθο, σε καμία σκηνή του έργου δεν απαιτείται η ταυτόχρονη παρουσία περισσοτέρων από δύο ηθοποιών επί σκηνής:

  • Στον Πρόλογο, μοναδικό πρόσωπο του δράματος είναι αρχικά ο Ετεοκλής, τον οποίο υποδύεται ο πρωταγωνιστής, δηλαδή ο βασικός ηθοποιός της παράστασης (ο συνεργάτης του ονομαζόταν δευτεραγωνιστής). Αργότερα ο Ετεοκλής πλαισιώνεται από τον Κατάσκοπο.
  • Στο Πρώτο Επεισόδιο, ένας μόνο υποκριτής, ο πρωταγωνιστής, συνομιλεί με τον χορό. Το ίδιο θα συμβεί και παρακάτω, τη σκηνή της οπλενδυσίας του Ετεοκλή (652 κ.ε.). Επίσης ανταλλαγή πρωταγωνιστή και χορού είναι η σκηνή στους στ. 792 κ.ε., όπου ο υποκριτής υποδύεται πια τον Άγγελο.
  • Το Δεύτερο Επεισόδιο, η μεγάλη «Σκηνή των Ασπίδων» είναι ανταλλαγή μεταξύ δύο υποκριτών και του χορού.

Παρατηρούμε ακόμη ότι ακόμη και η αξιοποίηση του δεύτερου υποκριτή είναι στην πραγματικότητα περιορισμένη: εξαντλείται ουσιαστικά στις ανταλλαγές του Ετεοκλή με τον Κατάσκοπο. Ακόμη και σ᾽ εκείνες τις περιπτώσεις, δεν έχουμε τον ζωηρό, έντονο διάλογο επί σκηνής που παρατηρούμε σε μεταγενέστερα τραγικά έργα, στον οποίο οι ηθοποιοί εναλλάσσονται εκφωνώντας σύντομες ρήσεις (ἀντιλαβήν, στιχομυθίαν ή διστιχομυθίαν). Στους Επτά έχουμε, μάλλον παράλληλες εκτενείς ρήσεις παρά διάλογο. Ορθώς η «σκηνή των ασπίδων» αποκαλείται εναλλακτικά στη βιβλιογραφία Redepaare (ζεύγη ρήσεων).

Η προσθήκη του δεύτερου υποκριτή, καινοτομία που αποδίδεται στον Αισχύλο, σίγουρα αύξησε τις δραματουργικές δυνατότητες των ποιητών και δημιούργησε δυναμική για εντονότερη δράση επί σκηνής. Ο Αισχύλος ήταν γενικά ιδιαιτέρως ευεπίφορος προς τις καινοτομίες. Τον τρίτο υποκριτή, π.χ., η εισαγωγή του οποίου είναι καινοτομία που αποδίδεται στον Σοφοκλή, τον χρησιμοποίησε μαεστρικά και ο Αισχύλος, προφανώς λίγο μετά την πρώτη εύρεσή του, στην Ορέστεια (458 π.Χ.). Στους Επτά όμως ο Αισχύλος επιλέγει να κάνει μικρή χρήση της δυναμικής του δεύτερου υποκριτή. Παρομοίως μικρή χρήση του δεύτερου υποκριτή κάνει επίσης στους Πέρσες (472 π.Χ.) και τις Ικέτιδες (463 π.Χ.).

Διαβάστε τη συνέχεια στη σελίδα antonispetrides.wordpress.com

Προηγούμενο άρθροΕλληνική Φιλοσοφία και Παιδεία και Σήμερα(video)
Επόμενο άρθροΚύκλος ομιλιών του ΕΙΕ: Το Βυζάντιο και το πρώτο ρωσικό κράτος (882-1240) (7, 14, 21, 28/2/17)
Ο Αντώνης Κ. Πετρίδης (γεν. 1975) είναι αριστούχος απόφοιτος κλασικής φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Cambridge (Trinity College). Υπηρετεί ως Επίκουρος Καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας στο Πρόγραμμα “Σπουδές στον Ελληνικό Πολιτισμό” του Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα κινούνται κυρίως γύρω από το αρχαίο ελληνικό θέατρο και την ελληνιστική λογοτεχνία. Από το 2009 ανήκει στην ομάδα που συνέγραψε και εποπτεύει την εφαρμογή του Νέου Αναλυτικού Προγράμματος για τη διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών και Λατινικών στη Μέση Εκπαίδευση. Στο πλαίσιο αυτής της συνεργασίας έχει αναλάβει την πτυχή της Αρχαίας Γραμματείας από Μετάφραση στις τρεις τάξεις του Γυμνασίου.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.