Ο Δήμος Βύρωνα και η «Ένωσις Σμυρναίων», με τη συμπλήρωση ενός χρόνου από το θάνατο του κορυφαίου Πανεπιστημιακού Δασκάλου & Προέδρου της Ακαδημίας Αθηνών Κωνσταντίνου Ι. Δεσποτόπουλου και σε συνδυασμό με τη σχολική εορτή των Τριών Ιεραρχών, ημέρα αφιερωμένη στην Παιδεία, διοργανώνουν εκδηλώσεις μνήμης για τον εκλιπόντα Ακαδημαϊκό και τιμής για τους Εκπαιδευτικούς της πόλης μας.

Πρόγραμμα εκδηλώσεων
Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2017, ώρα 10:00 π.μ.

Τέλεση μνημοσύνου του εκλιπόντος, στον Ι. Ναό Αγίου Λαζάρου Βύρωνος.
Θα ακολουθήσουν τα αποκαλυπτήρια σχετικής μαρμάρινης πλάκας στο κτήριο της οδού Ανακρέοντος 6-12, πρώην προσφυγικής κατοικίας του Κωνσταντίνου Ι. Δεσποτόπουλου.

Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2017, ώρα 11:30 π.μ. Πολυχώρος «ΑΣΤΡΑ» (Θέατρα Βράχων)

– Χαιρετισμός Δημάρχου, κ. Γρηγόρη Κατωπόδη
– Ομιλία με θέμα «Η ζωή και το έργο του Κωνσταντίνου Ι. Δεσποτόπουλου» από το Γεώργιο Αρχοντάκη, Πρόεδρο της Ένωσης Σμυρναίων, Φιλόλογο – Ιστορικό
– Ομιλία με θέμα «Οι Τρεις Ιεράρχες» από την Καθηγήτρια Θεολογίας του 3ου Λυκείου Βύρωνα, Παναγιώτα Κόρκου
– Χρονολόγιο – Προβολή βίντεο

Ανάγνωση κειμένων: Μπάμπης Σαρηγιαννίδης
Σχολιασμός: Απόστολος Κοκόλιας

Θα ακολουθήσει μουσικό πρόγραμμα από την ομάδα του 1ου Λυκείου Βύρωνα με παραδοσιακά, έντεχνα και σμυρναίικα τραγούδια.
Υπεύθυνος καθηγητής: Βασίλης Παπαδημητρίου

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Ο Κωνσταντίνος Ι. Δεσποτόπουλος (Σμύρνη, 8 Φεβρουαρίου 1913 – Αθήνα, 7 Φεβρουαρίου 2016), ήταν Έλληνας φιλόσοφος και πολιτικός στοχαστής, αντιστασιακός, πανεπιστημιακός δάσκαλος, μέλος & πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών και πρώην υπουργός Παιδείας.
Γεννήθηκε στη Σμύρνη στις 8 Φεβρουαρίου 1913. Mετά τη Μικρασιατική Καταστροφή εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα, αρχικά στην προσφυγική περιοχή του Βύρωνα. Τελείωσε το Α΄ Γυμνάσιο Αθηνών με βαθμό απολυτηρίου «ακέραιο άριστα», όπως ο ίδιος τόνιζε συνήθως. Σπούδασε, ενώ εργαζόταν, νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, παρακολουθώντας παράλληλα μαθήματα φιλοσοφίας, ιστορίας και κοινωνιολογίας. Το 1939 αναγορεύτηκε διδάκτωρ. Ως νέος, ασχολήθηκε με τον αθλητισμό και ιδίως με το βόλεϊ, παίζοντας στην ομάδα «Νέοι Βύρωνα», αλλά και στην εθνική ομάδα. Στα φοιτητικά του χρόνια γνωρίστηκε και συνδέθηκε —έκτοτε— με στενή φιλία με τους λεγόμενους «νεοκαντιανούς» καθηγητές Παναγιώτη Κανελλόπουλο, Κωνσταντίνο Τσάτσο και Ι.Ν. Θεοδωρακόπουλο. Στα τέλη της δεκαετίας του 1930, την περίοδο της μεταξικής δικτατορίας, αλλά και κατόπιν, στα κατοχικά χρόνια, ο Δεσποτόπουλος κατηύθυνε έναν σπουδαστικό όμιλο συζητήσεων και προβληματισμού. Σε αυτόν είχε ενταχθεί —μεταξύ άλλων— και ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ο οποίος με την προτροπή του Δεσποτόπουλου, στράφηκε στη μελέτη του αρχαιοελληνικού φιλοσοφικού στοχασμού και, ιδίως, της σκέψης του Αριστοτέλη.
Η έκρηξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου τον βρήκε έφεδρο αξιωματικό στη Σύρο, απ΄ όπου στάλθηκε στο μέτωπο. Σε όλη τη διάρκεια των κατοχικών χρόνων βρισκόταν σε επαφή και «συμβουλευτική συνεργασία» με διάφορες αντιστασιακές οργανώσεις, χωρίς όμως να ενταχθεί σε καμία.
Δημοσίευσε άρθρα εμψυχωτικού και πολιτικού χαρακτήρα στον παράνομο αντιστασιακό τύπο, ενώ παράλληλα δραστηριοποιήθηκε προς την κατεύθυνση της επεξεργασίας θέσεων γύρω από τις μεταπολεμικές διπλωματικές και εδαφικές διεκδικήσεις της Ελλάδας.
Το 1945 ανέλαβε την προεδρία του Ελληνοσοβιετικού Συνδέσμου Νέων, θέση από την οποία εργάστηκε για την προώθηση της υπόθεσης της ένταξης των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα. Η συμμετοχή του στον Ελληνοσοβιετικό του κόστισε την απόλυση από τη θέση του και τη δίωξη. Τον Ιούλιο του 1947 εκδιώχθηκε από το Πανεπιστήμιο και συνελήφθη μαζί με χιλιάδες άλλους και μεταφέρθηκε στην Ψυττάλεια και κατόπιν εκτοπίστηκε στην Ικαρία. Το Σεπτέμβριο κλήθηκε να υπηρετήσει στο στρατό ως έφεδρος αξιωματικός και το Νοέμβριο μετατέθηκε από το στρατόπεδο Χαϊδαρίου στο στρατόπεδο της Μακρονήσου.
Σύμφωνα με τα απομνημονεύματά του, δεν υπέστη διώξεις και βασανιστήρια μέχρι το Μάρτιο του 1948. Αργότερα, αρνούμενος πεισματικά και σθεναρά να υπογράψει «δήλωση», αντέτεινε στους βασανιστές του: «Έχω καθήκον να περισώσω την τιμήν της ελληνικής φιλοσοφίας». Το καλοκαίρι του 1948, συμπεριελήφθη από τους δεσμοφύλακές του στην ομάδα των λιγοστών «αμετανόητων». Παρέμεινε έγκλειστος στο στρατόπεδο της Μακρονήσου ως το 1950. Την περίοδο της δικτατορίας των Απριλιανών, αυτοεξορίστηκε στη Γαλλία. Ευρισκόμενος στο Παρίσι, απασχολήθηκε αρχικά ως συνεργάτης του γαλλικού Εθνικού Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών (Centre national de la recherche scientifique —CNRS). Στη συνέχεια. ο Δεσποτόπουλος δίδαξε ως καθηγητής στο πανεπιστήμιο Νανσύ ΙΙ (Université Nancy ΙΙ).
Έπειτα από τη Μεταπολίτευση εκλέχτηκε καθηγητής στην Πάντειο, διατελώντας μάλιστα πρύτανης του ιδρύματος την περίοδο 1978-1979.
Το 1978, ο Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος υπέστη δίωξη για την άρνησή του να δώσει θρησκευτικό όρκο ενώπιον του ανακριτή, όπου είχε κληθεί ως μάρτυρας, επικαλούμενος —ως χριστιανός ορθόδοξος— τη σχετική ρητή ευαγγελική απαγόρευση, αλλά και την επιστημονική ευσυνειδησία του. Καταδικάστηκε σε δεύτερο βαθμό το 1979, χωρίς ωστόσο να εκδικαστεί η υπόθεση. Η απολογία του στο Εφετείο Αθηνών (20 Σεπτεμβρίου 1979), όπως και το σχετικό υπόμνημά του στον Άρειο Πάγο, συνιστούν έως σήμερα ισχυρά νομικά κείμενα για την επιχειρηματολογία όσων εναντιώνονται στην ορκοδοσία. Εκ πεποιθήσεως πολέμιος της θανατικής ποινής, ο Δεσποτόπουλος αγωνίστηκε για την κατάργησή της στην Ελλάδα. Ως υπέρμαχος της ισότητας των δυο φύλων είχε εμπνευστεί και προτείνει ένα σύστημα για το σχηματισμό των ελληνικών επιθέτων, με το οποίο επιβίωνε η θηλυγονική σειρά μιας οικογένειας, δίπλα στην αρρεγονική.
Το 1989 ανέλαβε το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου παιδείας στην κυβέρνηση Γρίβα και το 1990 στην κυβέρνηση Ζολώτα. Στο δημοψήφισμα του 2015 τάχθηκε υπέρ του ”Ναι”.
Διέμενε μόνιμα στην Αθήνα. Απεβίωσε στις 7 Φεβρουαρίου 2016, μια ημέρα πριν κλείσει την ηλικία των 103 ετών.
Ο Δεσποτόπουλος έχει Ο Δήμος Βύρωνα και η «Ένωσις Σμυρναίων», με τη συμπλήρωση ενός χρόνου από το θάνατο του κορυφαίου Πανεπιστημιακού Δασκάλου & Προέδρου της Ακαδημίας Αθηνών Κωνσταντίνου Ι. Δεσποτόπουλου και σε συνδυασμό με τη σχολική εορτή των Τριών Ιεραρχών, ημέρα αφιερωμένη στην Παιδεία, διοργανώνουν εκδηλώσεις μνήμης για τον εκλιπόντα Ακαδημαϊκό και τιμής για τους Εκπαιδευτικούς της πόλης μας.

Πρόγραμμα εκδηλώσεων
Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2017, ώρα 10:00 π.μ.

Τέλεση μνημοσύνου του εκλιπόντος, στον Ι. Ναό Αγίου Λαζάρου Βύρωνος.
Θα ακολουθήσουν τα αποκαλυπτήρια σχετικής μαρμάρινης πλάκας στο κτήριο της οδού Ανακρέοντος 6-12, πρώην προσφυγικής κατοικίας του Κωνσταντίνου Ι. Δεσποτόπουλου.

Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2017, ώρα 11:30 π.μ. Πολυχώρος «ΑΣΤΡΑ» (Θέατρα Βράχων)

– Χαιρετισμός Δημάρχου, κ. Γρηγόρη Κατωπόδη
– Ομιλία με θέμα «Η ζωή και το έργο του Κωνσταντίνου Ι. Δεσποτόπουλου» από το Γεώργιο Αρχοντάκη, Πρόεδρο της Ένωσης Σμυρναίων, Φιλόλογο – Ιστορικό
– Ομιλία με θέμα «Οι Τρεις Ιεράρχες» από την Καθηγήτρια Θεολογίας του 3ου Λυκείου Βύρωνα, Παναγιώτα Κόρκου
– Χρονολόγιο – Προβολή βίντεο

Ανάγνωση κειμένων: Μπάμπης Σαρηγιαννίδης
Σχολιασμός: Απόστολος Κοκόλιας

Θα ακολουθήσει μουσικό πρόγραμμα από την ομάδα του 1ου Λυκείου Βύρωνα με παραδοσιακά, έντεχνα και σμυρναίικα τραγούδια.
Υπεύθυνος καθηγητής: Βασίλης Παπαδημητρίου

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Ο Κωνσταντίνος Ι. Δεσποτόπουλος (Σμύρνη, 8 Φεβρουαρίου 1913 – Αθήνα, 7 Φεβρουαρίου 2016), ήταν Έλληνας φιλόσοφος και πολιτικός στοχαστής, αντιστασιακός, πανεπιστημιακός δάσκαλος, μέλος & πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών και πρώην υπουργός Παιδείας.
Γεννήθηκε στη Σμύρνη στις 8 Φεβρουαρίου 1913. Mετά τη Μικρασιατική Καταστροφή εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα, αρχικά στην προσφυγική περιοχή του Βύρωνα. Τελείωσε το Α΄ Γυμνάσιο Αθηνών με βαθμό απολυτηρίου «ακέραιο άριστα», όπως ο ίδιος τόνιζε συνήθως. Σπούδασε, ενώ εργαζόταν, νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, παρακολουθώντας παράλληλα μαθήματα φιλοσοφίας, ιστορίας και κοινωνιολογίας. Το 1939 αναγορεύτηκε διδάκτωρ. Ως νέος, ασχολήθηκε με τον αθλητισμό και ιδίως με το βόλεϊ, παίζοντας στην ομάδα «Νέοι Βύρωνα», αλλά και στην εθνική ομάδα. Στα φοιτητικά του χρόνια γνωρίστηκε και συνδέθηκε —έκτοτε— με στενή φιλία με τους λεγόμενους «νεοκαντιανούς» καθηγητές Παναγιώτη Κανελλόπουλο, Κωνσταντίνο Τσάτσο και Ι.Ν. Θεοδωρακόπουλο. Στα τέλη της δεκαετίας του 1930, την περίοδο της μεταξικής δικτατορίας, αλλά και κατόπιν, στα κατοχικά χρόνια, ο Δεσποτόπουλος κατηύθυνε έναν σπουδαστικό όμιλο συζητήσεων και προβληματισμού. Σε αυτόν είχε ενταχθεί —μεταξύ άλλων— και ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ο οποίος με την προτροπή του Δεσποτόπουλου, στράφηκε στη μελέτη του αρχαιοελληνικού φιλοσοφικού στοχασμού και, ιδίως, της σκέψης του Αριστοτέλη.
Η έκρηξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου τον βρήκε έφεδρο αξιωματικό στη Σύρο, απ΄ όπου στάλθηκε στο μέτωπο. Σε όλη τη διάρκεια των κατοχικών χρόνων βρισκόταν σε επαφή και «συμβουλευτική συνεργασία» με διάφορες αντιστασιακές οργανώσεις, χωρίς όμως να ενταχθεί σε καμία.
Δημοσίευσε άρθρα εμψυχωτικού και πολιτικού χαρακτήρα στον παράνομο αντιστασιακό τύπο, ενώ παράλληλα δραστηριοποιήθηκε προς την κατεύθυνση της επεξεργασίας θέσεων γύρω από τις μεταπολεμικές διπλωματικές και εδαφικές διεκδικήσεις της Ελλάδας.
Το 1945 ανέλαβε την προεδρία του Ελληνοσοβιετικού Συνδέσμου Νέων, θέση από την οποία εργάστηκε για την προώθηση της υπόθεσης της ένταξης των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα. Η συμμετοχή του στον Ελληνοσοβιετικό του κόστισε την απόλυση από τη θέση του και τη δίωξη. Τον Ιούλιο του 1947 εκδιώχθηκε από το Πανεπιστήμιο και συνελήφθη μαζί με χιλιάδες άλλους και μεταφέρθηκε στην Ψυττάλεια και κατόπιν εκτοπίστηκε στην Ικαρία. Το Σεπτέμβριο κλήθηκε να υπηρετήσει στο στρατό ως έφεδρος αξιωματικός και το Νοέμβριο μετατέθηκε από το στρατόπεδο Χαϊδαρίου στο στρατόπεδο της Μακρονήσου.
Σύμφωνα με τα απομνημονεύματά του, δεν υπέστη διώξεις και βασανιστήρια μέχρι το Μάρτιο του 1948. Αργότερα, αρνούμενος πεισματικά και σθεναρά να υπογράψει «δήλωση», αντέτεινε στους βασανιστές του: «Έχω καθήκον να περισώσω την τιμήν της ελληνικής φιλοσοφίας». Το καλοκαίρι του 1948, συμπεριελήφθη από τους δεσμοφύλακές του στην ομάδα των λιγοστών «αμετανόητων». Παρέμεινε έγκλειστος στο στρατόπεδο της Μακρονήσου ως το 1950. Την περίοδο της δικτατορίας των Απριλιανών, αυτοεξορίστηκε στη Γαλλία. Ευρισκόμενος στο Παρίσι, απασχολήθηκε αρχικά ως συνεργάτης του γαλλικού Εθνικού Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών (Centre national de la recherche scientifique —CNRS). Στη συνέχεια. ο Δεσποτόπουλος δίδαξε ως καθηγητής στο πανεπιστήμιο Νανσύ ΙΙ (Université Nancy ΙΙ).
Έπειτα από τη Μεταπολίτευση εκλέχτηκε καθηγητής στην Πάντειο, διατελώντας μάλιστα πρύτανης του ιδρύματος την περίοδο 1978-1979.
Το 1978, ο Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος υπέστη δίωξη για την άρνησή του να δώσει θρησκευτικό όρκο ενώπιον του ανακριτή, όπου είχε κληθεί ως μάρτυρας, επικαλούμενος —ως χριστιανός ορθόδοξος— τη σχετική ρητή ευαγγελική απαγόρευση, αλλά και την επιστημονική ευσυνειδησία του. Καταδικάστηκε σε δεύτερο βαθμό το 1979, χωρίς ωστόσο να εκδικαστεί η υπόθεση. Η απολογία του στο Εφετείο Αθηνών (20 Σεπτεμβρίου 1979), όπως και το σχετικό υπόμνημά του στον Άρειο Πάγο, συνιστούν έως σήμερα ισχυρά νομικά κείμενα για την επιχειρηματολογία όσων εναντιώνονται στην ορκοδοσία. Εκ πεποιθήσεως πολέμιος της θανατικής ποινής, ο Δεσποτόπουλος αγωνίστηκε για την κατάργησή της στην Ελλάδα. Ως υπέρμαχος της ισότητας των δυο φύλων είχε εμπνευστεί και προτείνει ένα σύστημα για το σχηματισμό των ελληνικών επιθέτων, με το οποίο επιβίωνε η θηλυγονική σειρά μιας οικογένειας, δίπλα στην αρρεγονική.
Το 1989 ανέλαβε το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου παιδείας στην κυβέρνηση Γρίβα και το 1990 στην κυβέρνηση Ζολώτα. Στο δημοψήφισμα του 2015 τάχθηκε υπέρ του ”Ναι”.
Διέμενε μόνιμα στην Αθήνα. Απεβίωσε στις 7 Φεβρουαρίου 2016, μια ημέρα πριν κλείσει την ηλικία των 103 ετών.
Ο Δεσποτόπουλος έχει τιμηθεί πολλές φορές, μεταξύ άλλων και από τους Προέδρους της Δημοκρατίας της Ελλάδας, Γαλλίας και Ιταλίας. Το 1984 εκλέχτηκε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, της οποίας το 1993 ανέλαβε πρόεδρος. Επίσης, ήταν επίτιμος πρόεδρος της Ελληνικής Φιλοσοφικής Εταιρείας και μέλος διαφόρων ξένων ακαδημιών. Διετέλεσε πρόεδρος της Στέγης Παναγιώτη Κανελλόπουλου και πρόεδρος και επίτιμος πρόεδρος της Εταιρίας Φίλων Παναγιώτη Κανελλόπουλου. Το 1990 προτάθηκε από τον Ενιαίο Συνασπισμό (όπου μετείχε και το ΚΚΕ) για το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Ο Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος συνέγραψε πάνω από 30 βιβλία σχετικά με φιλοσοφικά, πολιτικά και ιστορικά θέματα. Σε αυτά αναδείκνυε τα μεγάλα ηθικά προβλήματα που ταλανίζουν την ανθρωπότητα, το ζήτημα της ελευθερίας και της συνεπούς βίωσής της σε προσωπικό επίπεδο. Στις επεξεργασίες του πρόβαλε την πρακτική πτυχή του φιλοσοφικού στοχασμού, την πραξιολογία όπως έλεγε, τη σύνδεση της θεωρίας με την ανθρώπινη δράση, την προσέγγιση της φιλοσοφίας με την κοινωνιολογία.

Μετά το θάνατό του, το Μάρτιο του 2016, το Πάντειο Πανεπιστήμιο αποφάσισε να ονομάσει μία αίθουσα προς τιμήν του. τιμηθεί πολλές φορές, μεταξύ άλλων και από τους Προέδρους της Δημοκρατίας της Ελλάδας, Γαλλίας και Ιταλίας. Το 1984 εκλέχτηκε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, της οποίας το 1993 ανέλαβε πρόεδρος. Επίσης, ήταν επίτιμος πρόεδρος της Ελληνικής Φιλοσοφικής Εταιρείας και μέλος διαφόρων ξένων ακαδημιών. Διετέλεσε πρόεδρος της Στέγης Παναγιώτη Κανελλόπουλου και πρόεδρος και επίτιμος πρόεδρος της Εταιρίας Φίλων Παναγιώτη Κανελλόπουλου. Το 1990 προτάθηκε από τον Ενιαίο Συνασπισμό (όπου μετείχε και το ΚΚΕ) για το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Ο Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος συνέγραψε πάνω από 30 βιβλία σχετικά με φιλοσοφικά, πολιτικά και ιστορικά θέματα. Σε αυτά αναδείκνυε τα μεγάλα ηθικά προβλήματα που ταλανίζουν την ανθρωπότητα, το ζήτημα της ελευθερίας και της συνεπούς βίωσής της σε προσωπικό επίπεδο. Στις επεξεργασίες του πρόβαλε την πρακτική πτυχή του φιλοσοφικού στοχασμού, την πραξιολογία όπως έλεγε, τη σύνδεση της θεωρίας με την ανθρώπινη δράση, την προσέγγιση της φιλοσοφίας με την κοινωνιολογία.

Μετά το θάνατό του, το Μάρτιο του 2016, το Πάντειο Πανεπιστήμιο αποφάσισε να ονομάσει μία αίθουσα προς τιμήν του.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.