Του Νίκου Τσούλια

      Το ερώτημα τίθεται ουσιαστικά σε μια και μόνο εκδοχή, η οποία είναι και πιο συζητημένη και η πιο αμφιλεγόμενη, και έχει την εξής μορφή: μπορούν οι συνδικαλιστές να εξελίσσονται στην πολιτική;

      Θα ξεκινήσω από την ούτως ή άλλως πιο επιτυχημένη στον τρόπο σκέψης «μεθοδολογία», εκείνη της «μεσότητας» του Αριστοτέλη. Αποφεύγω δηλαδή τις δύο ακραίες απαντήσεις, και αυτή που ισχυρίζεται ότι ο συνδικαλισμός είναι όχημα για την πολιτική μετεξέλιξη των συνδικαλιστών και την αντίθετή της που αποφαίνεται ότι οι συνδικαλιστές δεν έχουν το δικαίωμα να συνεχίσουν τη διαδρομή τους στη σφαίρα της πολιτικής. 

      Αποφεύγοντας τις άκρες προφανώς δεν σημαίνει ότι κατακτάμε τη μεσότητα και μέσω αυτής με ασφαλή τρόπο την ορθή προσέγγιση˙ το αντίθετο η όποια θεώρηση της μεσότητας έχει σχετική αξία, «επιτρέπει» και μάλλον παρακινεί την όποια άλλη αντίληψη και προπάντων αναδεικνύει το δημιουργικό διάλογο ως το πεδίο, στο οποίο η αντιπαράθεση ιδεών και η επιδιωκόμενη σύνθεσή τους αποκτούν μια δυναμική που υπερβαίνει τις αρχικές θεωρήσεις.

      Έτσι, ισχυρίζομαι ότι οι συνδικαλιστές δεν μπορούν να δρουν έχοντας στο μυαλό τους την πολιτική τους μετεξέλιξη και μάλιστα οφείλουν να πείθουν γι’ αυτό ακόμα και τους πιο κακόπιστους με βάση την ίδια την εν τοις πράγμασι λειτουργία τους και όχι με βάση την προσωπική του επινόηση ή και φαντασίωση. Θεωρώ επίσης αυτονόητο ότι οι συνδικαλιστές έχουν το δικαίωμα όπως κάθε πολίτης να ασχοληθεί με την πολιτική και μια τέτοια εξέλιξη μπορεί να έχει θετικές επιδράσεις και στον επαγγελματικό του χώρο αλλά και ευρύτερα στην κοινωνία. Εκτιμώ ότι η άσκηση της πολιτικής δεν μπορεί να είναι προνομιακό ή αποκλειστικό πεδίο πολιτών κάποιων συγκεκριμένων ομάδων ή ένα κλειστό σύμπαν μιας αυτοαναφορικής ομάδας επαγγελματιών πολιτικών. Η τροφοδότηση της πολιτικής με άτομα από τους συνδικαλιστικούς χώρους μπορεί να επενεργήσει θετικά προς όφελος των εργαζομένων.

      Αλλά πώς γίνεται αυτή η μετεξέλιξη, ώστε να μην προκαλεί ηθικά και αξιακά για τα συλλογική δράση μείζονα ζητήματα; Θεωρώ ότι μπορούν να κατατεθούν κάποιες σταθερές. α) Η μετακίνηση ενός στελέχους από τον συνδικαλισμό προς την πολιτική δεν μπορεί να γίνεται με συγχρονικό τρόπο. Δεν μπορεί να είναι υποψήφιος, ενώ έχει ταυτόχρονα τη θεσμική ιδιότητα του συνδικαλιστή. Δυστυχώς αυτό δεν τηρείται και οφείλει το συνδικαλιστικό κίνημα να το θεσμοθετήσει και στην καταστατική λειτουργία του, αφού όλοι οι συνδικαλιστές δεν αντιλαμβάνονται το ηθικό ζήτημα που εγείρεται. Προφανώς η εν λόγω παρακμιακή νοοτροπία της μη συνύπαρξης συνδικαλιστικής και πολιτικής όψης δεν αφορά μόνο τον συντηρητικό χώρο αλλά και την κεντροαριστερά και την αριστερά! Ωστόσο, χρησιμοποιείτο το “ασυμβίβαστο” από τις αριστερές παρατάξεις εναντίον των άλλων παρατάξεων, που είχαν κατά καιρούς «κυβερνητικές προεκτάσεις», θεωρώντας ότι ένας συνδικαλιστής της αριστεράς εξ ορισμού ήταν ταυτισμένος με τα δικαιώματα των εργαζομένων! Τώρα η λεγόμενη αθωότητα και πολύ περισσότερο η ηθική της αριστεράς έχουν …πάει περίπατο και έτσι έχουμε όχι μόνο βουλευτές αλλά και υπουργούς, που ενώ ζούσαν και ανέπνεαν ως εκπρόσωποι των εργαζομένων μόνο με την αντιμνημονιακή πραγματικότητα, τώρα διαμορφώνουν αναίσχυντα και χωρίς ίχνος ενοχής αυτοί οι ίδιοι τη μνημονιακή πραγματικότητα!

      β) Θα πρέπει ο συνδικαλιστής να ξεκαθαρίσει στη συνείδησή του και να εφαρμόσει στην πράξη μια πολιτική λειτουργία, που δεν θα συγκρούεται μετωπικά με ό,τι αγωνιζόταν όλο το προηγούμενο διάστημα. Και αν αυτό το στοιχείο ήταν σχετικά εύκολο για την προ κρίσης εποχή, δεν είναι καθόλου εύκολο για τη σημερινή περίοδο. Για παράδειγμα, το μεγαλύτερο μέρος της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. το προερχόμενο από τους κοινωνικούς χώρους ήταν στο κλαρί του επαναστατημένου αντιμνημονιακού αγώνα αλλά στη συνέχεια ψηφίζει επανειλημμένα και στηρίζει καθημερινώς και πολλαπλώς τη μνημονιακή πολιτική! Ήταν δηλαδή συνδικαλιστές που τροφοδότησαν την οργή και την αγανάκτηση και όχι την ουσιαστική πολιτική αντίληψη και δράση, που τέθηκαν επικεφαλής ενός κίβδηλου – από την πρώτη στιγμή – «επαναστατικού αγώνα απελευθέρωσης» της χώρας από τους δανειστές και το διεθνές κεφάλαιο, αλλά και πέραν τούτου ακόμα και του αγώνα αλλαγής της Ευρώπης και του Κόσμου! Βέβαια αυτό το παρακμιακό σύμπτωμα είναι επιμέρους φαινόμενο ενός γενικού πολιτικού συμβάντος, της δημαγωγικής φούσκας του κόμματος του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Η ερμηνεία αυτού του πολιτικού εκτρώματος είναι απλή. Η ηγετική ομάδα του ΣΥ.ΡΙΖ.Α βρήκε την ιστορική ευκαιρία της κρίσης – που δεν θα είχε σε καμιά άλλη περίπτωση αφού κινείτο χρόνια και χρόνια στα όρια της κοινοβουλευτικής ύπαρξης – να αναρριχηθεί στην εξουσία με μοναδικό όχημα το λαϊκισμό, που εκφράστηκε τόσο ηχηρά αλλά και τόσο ανήθικα και αντιιστορικά με το περίφημο σύνθημα του αρχηγού της περί «κατάργησης των μνημονίων και του ελληνικού χρέους με ένα άρθρο, με ένα νόμο, τον πρώτο νόμο». Από ότι μπόρεσα να ερευνήσω κάπως πρόχειρα, τέτοιο πολιτικό πρόταγμα δεν έχει ξανακουστεί σε καμιά άλλη χώρα και σε καμιά άλλη εποχή!

      Συμπερασματικά και με την αξία της σχετικότητας της προσωπικής θεώρησής μου, θα πρέπει να στοχαστούμε δημιουργικά όσον αφορά το πράγματι σημαντικό ζήτημα της εξέλιξης των συνδικαλιστών. Σε κάθε περίπτωση όμως η έννοια των συνδικαλιστών δεν μπορούν να είναι γενική και απόλυτα συμπεριληπτική. Κάθε συνδικαλιστής έχει την προσωπική του εικόνα, τη δική άποψη για το συνδικαλισμό και για τα κοινωνικά κινήματα και κυρίως έχει τη συγκεκριμένη στάση ζωής του και θα κρίνεται μόνο απ’ αυτά και όχι από την όποια γενικότητα! Και αυτό είναι – πάντα κατά τη γνώμη μου – και ηθικό και έντιμο αλλά και ιδιαίτερα ορθολογικό και απόλυτα αναγκαίο.

anthologio.wordpress.com

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.