Χρήστος Κ. Τσαγγάλης
Πήραμε τον δρόμο νωρίς το πρωί με το χαμόγελο της φυγής. Σαν να θεωρούσαμε πως θα διαρκέσει για πάντα, κι ας γνωρίζαμε πως σε τρεις ημέρες θα επιστρέψουμε. Όλο κινούμε για να φύγουμε, κι όλο επιθυμούμε να επιστρέψουμε. Κι επιστρέφουμε, μέχρι την επόμενη φυγή. Και φεύγουμε, μέχρι την επόμενη επιστροφή. Το παιγνίδι αυτό ανάμεσα στο εδώ και το εκεί, αναπόσπαστα συνδεδεμένο με το αντίστοιχο ανάμεσα στο τώρα και το έπειτα, ορίζει διαρκώς τις συντεταγμένες της αιχμαλωσίας μας στον χώρο και στον χρόνο.
Κι όμως. Όλα έμοιαζαν υπέροχα εκείνο το πρωινό. Όσο αφήναμε πίσω μας τον χώρο της καθημερινής τύρβης, ζούσαμε την ψευδαίσθηση της ακύρωσης του χρόνου, λες και το εμπροσθοβαρές άνοιγμά του θα σταματούσε εκεί που θα το θέλαμε, δίχως επιστροφή. Ο δρόμος στην καρδιά της ανατολικής Μακεδονίας έφερε στα μάτια μου εικόνες από ένα άλλο ταξίδι στους ίδιους τόπους. Παιδί τότε στο πίσω κάθισμα. Πατέρας τώρα στο μπροστινό. Κάθισμα μπορεί να άλλαξα, ερωτήματα όμως όχι. Στη θέση του πατέρα μου παίζω (ή προσπαθώ τουλάχιστον) στο ίδιο έργο, με αντίστοιχους ηθοποιούς. Το σκηνικό δεν έχει αλλάξει πολύ. Ούτε το σενάριο. Μόνο οι ρόλοι. Κοίταξα πεταχτά από τον καθρέφτη τη μεγαλύτερη κόρη μου που κοιτούσε έξω από το παράθυρο. Μπαμπά, με ρώτησε χαμογελώντας, πού τελειώνει ο δρόμος; Το είπε με τόσο φυσικό τρόπο που έμοιαζε να μη νοιάζεται για το τι θα πω. Σαν να ήθελε περισσότερο να με ρωτήσει παρά να λάβει απάντηση, σαν να παρακολουθούσε τη σκέψη μου. Ξανακοίταξα από τον καθρέφτη πίσω και μου φάνηκε πως είδα το μικρό αγόρι να κάθεται στην ίδια θέση του αυτοκινήτου (πάντα πίσω από τη θέση του συνοδηγού) και να ρωτάει επίμονα: πού τελειώνει ο δρόμος;
Βλέπω πάλι εκείνο το αυτοκίνητο, στην ίδια διαδρομή με τα αγαπημένα πρόσωπα της παιδικής μου ηλικίας. Οι γονείς μου νέοι, ο αδελφός μου δίπλα μου. Τους βλέπω να μιλούν, να αστειεύονται, να γελούν. Αμέριμνοι, ευτυχισμένοι κι αυτοί μέσα στη σπείρα του χρόνου, ταξιδεύουν στην ίδια διαδρομή μέσα στο τούνελ του μυαλού μου. Δίχως να γνωρίζουν τι ακολουθεί. Και ο δρόμος συνέχεια ανοίγεται.
Σκέφτηκα τον Ηράκλειτο. Οδός άνω κάτω μία και ωυτή. Ο δρόμος είναι ένας και ο αυτός. Είτε τον πάρεις από πάνω προς κάτω, είτε από κάτω προς πάνω. Το ίδιο και ο χρόνος: είτε τον μετρήσεις από την αρχή προς το τέλος είτε από το τέλος προς την αρχή. Ίσως για αυτό μιλάμε για τον δεύτερο με όρους που προσιδιάζουν στον πρώτο.
Τα ταξίδια, ειδικά αυτά που γίνονται σε μέρη που έχεις επισκεφθεί παλαιότερα, δεν είναι απλώς ταξίδια σε τόπους αλλά κυρίως στον παρελθόντα χρόνο που προϋπάρχει μέσα μας και αναζητεί αφορμή για να ενεργοποιηθεί εκ νέου. Η μνήμη έχει κι αυτή τη γεωγραφία της. Στην περίπτωσή μου πάντως ορίζεται από πρόσωπα και καταστάσεις. Αυτές είναι ο χάρτης μου.
Πολλές φορές αναρωτιέμαι τι θα συνέβαινε αν κάποια πράγματα είχαν γίνει με διαφορετικό τρόπο. Αν δεν είχα αλλάξει δημοτικό σχολείο, αν δεν είχα περάσει στο πανεπιστήμιο ή αν είχα διαλέξει να σπουδάσω νομικά ή τέλος αν δεν είχα πάει για μεταπτυχιακές σπουδές στο εξωτερικό. Τα πρόσωπα της ζωής μας συνδέονται με συγκεκριμένες επιλογές που κάναμε σε δεδομένες στιγμές του παρελθόντος χωρίς να γνωρίζουμε, σε προσωπικό τουλάχιστον επίπεδο, τις συνέπειές τους για την ευτυχία ή δυστυχία μας. Μήπως όμως τα πάντα θα συνέβαιναν όπως συνέβησαν ακόμη κι αν κάναμε διαφορετικές επιλογές; Μήπως θα συναντούσαμε τα ίδια πρόσωπα, θα συνδεόμασταν και πάλι μαζί τους, θα ζούσαμε τις ίδιες χαρές, λύπες και απογοητεύσεις ακόμα και αν ακολουθούσαμε έναν άλλο δρόμο; Μήπως το μόνο που τελικά θα άλλαζε θα ήταν όχι το τι αλλά το πώς του βίου μας; Μήπως όλη μας η ζωή είναι προσκηνοθετημένη στην εντέλεια εκ των προτέρων με εμάς να θεωρούμε πως έχουμε ελευθερία επιλογών; Σαν εκείνο το παραμύθι του Ευγένιου Τριβιζά που περιλαμβάνει μια σειρά από ερωτήσεις-διλήμματα, του τύπου θα ανοίξει η Έμμα την πόρτα; Αν την ανοίξει, πήγαινε στη σελίδα τάδε, αν δεν την ανοίξει, πήγαινε στη σελίδα δείνα. Όποια επιλογή κι αν κάνει η Έμμα στο τέλος θα γίνουν τα ίδια πράγματα. Απλώς με διαφορετικό τρόπο.
Ίσως ορισμένοι βρουν την πιθανότητα αυτή φρικώδη, καθώς προϋποθέτει την πλήρη αδυναμία μας να ορίσουμε τη ζωή μας, καθώς δηλώνει την απόλυτη αιχμαλωσία μας στον χώρο και στον χρόνο, στη φυλακή της ύπαρξης. Άλλοι πάλι θα πουν πως αυτού του είδους οι προβληματισμοί δεν έχουν κανένα νόημα αφού ούτε να αποδειχθούν μπορούν ούτε να διαψευσθούν. Ο χρόνος εξελίσσεται ευθύγραμμα και εμείς είμαστε καταδικασμένοι να προχωρούμε όσο αντέχουμε. Ο δρόμος δεν τελειώνει ποτέ. Εμείς κάποτε σταματάμε να προχωρούμε.
Αν όμως μας δινόταν αυτή η δυνατότητα να δοκιμάσουμε ξανά, να προσπαθήσουμε εκ νέου, θα μπορούσαμε να αποφύγουμε τουλάχιστον εκείνες τις επιλογές που εξελίχθηκαν αρνητικά για μας; Ή μήπως πάλι το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο; Θυμήθηκα τον Ηρόδοτο και τους χρησμούς του δελφικού μαντείου, συχνά ενταγμένους σε μικρές νουβέλες που αφορούν πρόσωπα ιστορικά. Ακόμα κι όταν κάποιος γνωρίζει ποια συμφορά θα τον βρει, είναι αδύνατον να την αποφύγει.
Ο βασιλιάς τη Λυδίας Κροίσος έλαβε χρησμό ότι ο ένας γιος του, ο Άτυς, θα σκοτωνόταν χτυπημένος από την αιχμή ενός δόρατος. Επιχειρώντας να αποτρέψει το μοιραίο τον έκλεισε μέσα στο παλάτι απομακρύνοντας όλα τα δόρατα. Σαν πέρασε ο καιρός, έφτασαν τα νέα για έναν κάπρο που κατέστρεφε τις καλλιέργειες. Οι χωρικοί πανικοβλημένοι ζήτησαν από τον Κροίσο βοήθεια. Κι εκείνος ανταποκρίθηκε οργανώνοντας το κυνήγι του αγριόχοιρου. Στο κυνήγι αυτό συμμετείχε και ο Άδρηστος, ένας ξένος που είχε βρει καταφύγιο στο παλάτι του Κροίσου από τον οποίο είχε μάλιστα καθαρθεί, καθώς ήταν μολυσμένος με φόνο. Θέλοντας να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του στον Λυδό βασιλιά δήλωσε συμμετοχή από τους πρώτους. Όταν έμαθε τα νέα ο Άτυς, ζήτησε από τον Κροίσο να τον αφήσει να συμμετάσχει και ο ίδιος στο κυνήγι. Πατέρα, ο κάπρος δεν έχει δόρατα για να φοβάσαι τον χρησμό, του είπε. Με τα πολλά έπεισε τον Κροίσο να τον αφήσει. Κατά τη διάρκεια της κυνηγιού ο Άδρηστος αστόχησε και το δόρυ που εκσφενδόνισε τραυμάτισε θανάσιμα τον γιο του Κροίσου. Οι κυνηγοί επέστρεψαν στο παλάτι με τον Άδρηστο να κουβαλάει στα χέρια το νεκρό σώμα του Άτυ. Ο Κροίσος αντιλαμβανόμενος το παιγνίδι της μοίρας σε βάρος του συγχώρεσε τον Άδρηστο. Δεν έκανε όμως το ίδιο και ο φονιάς για τον εαυτό του. Σε ένα από τα καλύτερα απόσπάσματα που έχουν ποτέ γραφεί στα ελληνικά ο Ηρόδοτος μας λέει: έτσι ο Άδρηστος, ο γιος του Γορδία που ήταν γιος του Μίδα, αυτός που ήταν φονιάς του αδελφού του και φονιάς του γιου αυτού που τον καθάρισε από το μόλυσμα, σαν έμεινε μόνος στον τάφο του Άτυ, συνειδητοποιώντας ότι ο ίδιος ήταν ο πιο συφοριασμένος από όλους τους ανθρώπους που γνώριζε, αυτοκτόνησε πάνω στον τάφο.
Άδρηστος (α + δρω), αυτός που δεν μπορεί να δραπετεύσει από τη μοίρα του, είναι τελικά και ο Κροίσος, που επιχειρεί να αλλάξει τη ροή των πραγμάτων, ενώ αυτά θα συμβούν αναπόδραστα. Ίσως κι εμείς που βαυκαλιζόμαστε με το φληνάφημα της ελεύθερης επιλογής, όπως και το αντίστοιχο της δεύτερης ευκαιρίας, τι δήθεν θα κάναμε αν βρισκόμασταν ξανά στο σταυροδρόμι της ζωής. Για μια στιγμή, μονάχα μια στιγμή.
Ο Χρήστος Κ. Τσαγγάλης είναι Καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και Διευθυντής του Τομέα Κλασικών Σπουδών
Email: [email protected]

Δημοσιεύτηκε στη ΜτΚ (31.12.2016)

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.