Χρήστος Κ. Τσαγγάλης
Η σχέση της Ελλάδας με την Δύση υπήρξε ανέκαθεν περίπλοκη. Ο τρόπος όμως με τον οποίο την αντιμετωπίσαμε και αντιμετωπίζουμε αποκαλύπτει αρκετά πράγματα αναφορικά με τον τρόπο που βλέπουμε και τον ίδιο μας τον εαυτό, καθώς δοκιμάζει τις αντοχές αλλά και την αυτογνωσία μας. Μολονότι τόσο η Ελλάδα όσο και η Δύση έχουν υποστεί σημαντικές μεταμορφώσεις στο πέρασμα του χρόνου, μολονότι οι παράγοντες που καθορίζουν την ιδιοπροσωπία τους έχουν αλλάξει, η σχέση τους παραμένει πάντοτε σύνθετη, με μεταπτώσεις που κυμαίνονται από τη συμπάθεια και υποστήριξη ώς την απέχθεια και αποστροφή.
Η πρώτη φάση αυτής της σχέσης εντοπίζεται στην αρχαιότητα, όταν τα ρωμαϊκά όπλα συνέτριψαν μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα τον δεύτερο αιώνα π.Χ. τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις τόσο στον βορρά (Μακεδονία) όσο και στον νότο (νίκη κατά της Αχαϊκής Συμπολιτείας). Η Ελλάδα έγινε έτσι μέρος της διαρκώς αυξανόμενης ρωμαϊκής επέκτασης στην ανατολική Μεσόγειο. Καμία όμως άλλη από τις υποταγμένες χώρες δεν άσκησε τόση επίδραση στον ρωμαϊκό πολιτισμό όσο η νικημένη Ελλάδα, η πνευματική υπεροχή της οποίας άλλαξε ριζικά τη Ρώμη και, κατ᾽ επέκταση, τον κόσμο που η ίδια διοικούσε. Κανείς δεν αναγνώρισε αυτό με μεγαλύτερη σαφήνεια από τους ίδιους τους Ρωμαίους, που εντόπισαν στο ελληνικό παράδειγμα την παράξενη συνύπαρξη ενός εκλεπτυσμένου πολιτισμού με μια ενδημική διχόνοια, την αντιφατική σύζευξη της ώριμης καλλιτεχνικής κλίσης και φιλοσοφικής ενατένισης με την αυτοκαταστροφική κυκλοθυμικότητα. Η γνωστή ορατιανή ρήση Graecia capta ferum victorem cepit et artes intulit agresti Latio (η κατακτημένη Ελλάδα κατέκτησε τον άγριο νικητή και τις τέχνες εισήγαγε στο αγροτικό Λάτιο) δεν εμπόδισε τους Ρωμαίους να αντιληφθούν το ευμετάβολο της ελληνικής ψυχής, την μη ρεαλιστική εκτίμηση των δεδομένων, τη ροπή προς το αυτοκτονικό πολιτικό λάθος.
Η δεύτερη φάση της σχέσης Ελλάδας και Δύσης άλλαξε και τους Έλληνες και τους Ρωμαίους, καθώς οι πρώτοι άρχισαν να βλέπουν στο πέρασμα των αιώνων τους εαυτούς τους ως συμμέτοχους στο ρωμαϊκό οικοδόμημα, ενώ οι δεύτεροι μεταβλήθηκαν από έναν κατά βάση αγροτικό λαό σε μια αυτοκρατορική δύναμη παγκόσμιας εμβέλειας. Υπό αυτό το πρίσμα ιδωμένη, η διάσπαση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε ανατολικό και δυτικό κράτος αντιμετωπίστηκε από το κυρίαρχο ελληνόφωνο στοιχείο στην Ελλάδα και την ανατολική Μεσόγειο ως μια ευκαιρία για τη δημιουργία ενός καινούριου μορφώματος, μιας ανατολικής χριστιανικής αυτοκρατορίας που θα ένωνε κάτω από το σύμβολο του σταυρού την ελληνική πολιτιστική παράδοση και γλώσσα με τη ρωμαϊκή διοίκηση και στρατό. Η μετεξέλιξη αυτή συνέβη σταδιακά, καθώς ορισμένα στοιχεία του ρωμαϊκού χαρακτήρα του νέου κράτους άρχισαν να υποχωρούν, ενώ μια νέα ελληνική ταυτότητα άρχισε να αναδύεται. Το προϊόν αυτής της πρόσμειξης ήταν το βυζαντινό κράτος, οι δομές του οποίου αντικατοπτρίζουν τη σύζευξη του ρωμαϊκού με το ελληνικό στοιχείο υπό την ομπρέλα της χριστιανικής πίστης. Στην περίπτωση της Δύσης τα πράγματα ακολούθησαν άλλο δρόμο. Το ελληνικό στοιχείο πέρασε για αιώνες στο περιθώριο, καθώς το δυτικό ρωμαϊκό κράτος άρχισε σταδιακά να αποσυντίθεται σε επιμέρους βασίλεια που εξελίχθηκαν πολύ αργότερα στα εθνικά κράτη που γνωρίζουμε σήμερα.
Η τρίτη φάση αυτής της σχέσης χαρακτηρίζεται από μια εντυπωσιακή αντιστροφή των πραγμάτων σε σύγκριση με τη δεύτερη φάση. Η κατάρρευση του Βυζαντίου υπήρξε βεβαίως το αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας και σύνθετης διαδικασίας σε πολλά επίπεδα, αλλά η πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης από τις ορδές των Σταυροφόρων της Δύσης άφησε ανεξίτηλα τραύματα στο συλλογικό υποσυνείδητο των Βυζαντινών, σε μια εποχή που το ελληνικό στοιχείο ήταν απολύτως κυρίαρχο αναφορικά με τη συγκρότηση εθνικής συνείδησης στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Καθώς μάλιστα το τραύμα αυτό συνδέθηκε, αναπότρεπτα, και με το στοιχείο του θρησκευτικού ανταγωνισμού μεταξύ Πάπα και Πατριάρχη, ο Καθολικισμός και η Ορθοδοξία εισήλθαν δυναμικά σ᾽ ένα παιγνίδι ανταγωνισμού που επρόκειτο να έχει μεγάλη διάρκεια. Από το σημείο αυτό και ύστερα η Δύση αρχίζει να αναπτύσσεται, ενώ το ελληνικό στοιχείο χάνει σταδιακά την ελευθερία του, καθώς το Βυζάντιο υποτάσσεται στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Μια τέταρτη φάση περιλαμβάνει την ανακάλυψη της Ελλάδας από τους Δυτικούς κατά την Αναγέννηση. Ο ελληνικός πολιτισμός και η αγλαΐζουσα λάμψη της αρχαιότητας έρχονται στο προσκήνιο, καθώς ο δυτικός κόσμος αρχίζει να προβάλει τόσο τη σημασία της επιστήμης σε σχέση με το αλάθητο του Πάπα όσο και την εστίαση στον άνθρωπο και τις ανάγκες του. Η Ελλάδα αποσπάται από το ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο της εποχής της και γίνεται σύμβολο. Η Δύση ωραιοποιεί το αρχαιοελληνικό παρελθόν εξιδανικεύοντας το κλασικό ιδεώδες της αρμονίας, του κάλλους, και μιας αγέρωχης ματιάς απέναντι στο θαύμα της ζωής και της ύπαρξης. Έλληνες για τους Δυτικούς είναι μόνο οι αρχαίοι Έλληνες και η χώρα τους είναι μια εξωτική ουτοπία, χρήσιμη μόνο για τη δική τους, δυτική, θεώρηση του κόσμου και του εαυτού τους. Ασπαζόμενοι τον ελληνικό πολιτισμό αποκτούν τη θέση που δικαιωματικά τους ανήκει στο παγκόσμιο γίγνεσθαι: αυτήν του επίκεντρου. Μέσα σε αυτό, εν πολλοίς, το αυτοαναφορικό πιστεύω η Δύση άρχισε να μελετάει τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Η επαφή με τον ελληνικό χώρο περιορίστηκε αρχικά σε επισκέψεις αρχαιολογικού ενδιαφέροντος που συχνά δεν ήταν αντίθετες και προς την αρχαιοκαπηλία. Η Ελλάδα ως κρατική οντότητα ήταν νεκρή. Έμοιαζε για τους Δυτικούς με ένα απέραντο νεκροταφείο, με τα αρχαία μνημεία ως μνήματα ενός εξαιρετικού πολιτισμού και τους σύγχρονους κατοίκους ως απλά συμπληρώματα ενός σκηνικού σχεδόν θεατρικού. Έτσι οι Δυτικοί έγιναν από θεατές σκηνοθέτες, στήνοντας τη δική τους πολιτική παράσταση στο ρημαγμένο σανίδι μιας ερειπωμένης χώρας. Η ελληνική επανάσταση και το κίνημα του Φιλελληνισμού άρχισαν βεβαίως να αλλάζουν το τοπίο, ωστόσο η μεγάλη εικόνα στο μυαλό των Ελλήνων για τους Δυτικούς παρέμενε περίπου αμετάβλητη. Όπως πολλά παράδοξα στην Ελλάδα, έτσι κι αυτό εμπεριείχε μια αυτοφυή αντιφατικότητα, καθώς παλινδρομούσε ανάμεσα στην κατακριτέα επεμβατικότητα των ξένων και στην αδήριτη ανάγκη της επέμβασής τους, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της απελευθέρωσης.
Αυτό ακριβώς είναι και το σημείο στο οποίο εστιάζεται η παραδοξότητα αυτής της σχέσης. Από την ίδρυσή του το ελληνικό κράτος είχε την ανάγκη των Δυτικών, τους οποίους διαρκώς κατηγορούσε ότι επεμβαίνουν στα ελληνικά πράγματα με τρόπο επιζήμιο. Η κατηγορία αυτή δεν ήταν άστοχη. Ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων και τα πολιτικά παιγνίδια εξάρτησης ήταν πάντοτε μια πραγματικότητα. Αυτό όμως που ενοχλούσε πάνω από όλα τους Έλληνες ήταν η βαθιά συνειδητοποίηση του ότι είχαν ανάγκη τη Δύση. Προσπαθώντας να ξαναγυρίσουν το ρολόι του χρόνου στο μηδέν, επιχειρώντας δηλαδή να δημιουργήσουν για πρώτη φορά στην ιστορία τους μια ενιαία ελληνική κρατική οντότητα και να ξεπεράσουν την οπισθοδρόμηση που προκάλεσε η οθωμανική κατάκτηση, οι Έλληνες βρέθηκαν αντιμέτωποι με τον ίδιο τους τον εαυτό, την ίδια τους την ταυτότητα.
Τα υπόλοιπα είναι λίγο πολύ γνωστά. Συνεχίζονται ώς τις μέρες μας είτε με τη χαίνουσα πληγή του Κυπριακού και της ατιμώρητης τουρκικής επιθετικότητας είτε με την αδυναμία μας να βάλουμε σε τάξη τα του οίκου μας σε οικονομικό και διοικητικό επίπεδο. Και στις δύο περιπτώσεις η Δύση προβάλλεται άλλοτε ως σωτηρία και άλλοτε ως εφιάλτης.
Αντικείμενο πόθου και θαυμασμού αλλά αυτόχρημα αποστροφής και φόβου η Εσπερία φωλιάζει στο συλλογικό υποσυνείδητο του Ελληνισμού ως ομολογημένη επιδίωξη αλλά και ανομολόγητη ενοχή. Σαν τα μήλα των Εσπερίδων, τα μακρινά, γοητευτικά, και επικίνδυνα, που μας καλούν διαρκώς κοντά τους. Ίσως τελικά τα χρειαζόμαστε, όπως και ο Ηρακλής. Πάντως στο τέλος ο γιος του Δία τα έκλεψε.
Ο Χρήστος Κ. Τσαγγάλης είναι Καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και Διευθυντής του Τομέα Κλασικών Σπουδών

Μακεδονία της Κυριακής (20.11.2016)

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.