Χρήστος Κ. Τσαγγάλης
Ο τίτλος ειλημμένος από την ιταλική ταινία που γέμισε ένα μελαγχολικό βράδυ μου και στοίχειωσε τη σκέψη μου από τότε. Σαν αυτούς που στέκονται δίπλα σου αλλά δεν τους γνωρίζεις, σαν αυτούς που απλώνονται μακριά σου αλλά σε καθορίζουν με τρόπους απροσδόκητους. Είναι κι αυτοί ένα είδος γνωστών-αγνώστων που σε ακολουθούν όπου κι αν πας, μα διαφεύγουν διαρκώς σαν προσπαθήσεις να τους πλησιάσεις. Στο τέλος η πλοκή κλείνει αποκαλύπτοντάς σου με τρόπο συγκλονιστικό πως ήταν μια αρνητική αφήγηση, ένα «αν …, τότε θα …» που διογκώθηκε σε υπέρμετρο βαθμό και κατέλαβε όλη την ταινία. Σαν μια εναλλακτική οδό. Η ζωή ως απόδοση ενός υποθετικού λόγου.
Η ταινία μοιάζει με θεατρικό έργο. Μία σκηνή, τρία ζευγάρια φίλων και ένας που μόλις χώρισε συναντιούνται για δείπνο στο σπίτι του ενός ζευγαριού. Το βράδυ κυλάει ήρεμα, μέχρι που η οικοδέσποινα θίγει το θέμα της φιλίας και εμπιστοσύνης μεταξύ των μελών της παρέας προτείνοντας μια δοκιμασία: να βάλουν όλοι τα κινητά τηλέφωνά τους πάνω στο τραπέζι και κάθε φορά που καλεί κάποιος να ενεργοποιούν την ανοικτή ακρόαση, έτσι ώστε όλοι να ακούν την κάθε συνομιλία. Αυτή θα είναι η μεγαλύτερη επιβεβαίωση της φιλίας τους, όπως και της εμπιστοσύνης που διέπει τη ζωή των ζευγαριών. Ποιος άραγε έχει να κρύψει κάτι; Κανένας, απαντούν όλοι. Μοναδική εξαίρεση ο οικοδεσπότης που θεωρεί το παιγνίδι αυτό ανόητο και εν τέλει προσβλητικό. Τα πράγματα όμως φαίνεται να εξελίσσονται όπως πρότεινε η οικοδέσποινα.
Η συνέχεια του έργου είναι γεμάτη απρόοπτα και συγκλονιστικές αποκαλύψεις: εξωσυζυγικές σχέσεις, διαδικτυακό πορνό, και μια συγκεκαλυμμένη ομοφυλοφιλία που κυριολεκτικά επιρρίπτεται από σπόντα σε ένα άλλο μέλος της ομήγυρης προκαλώντας ένα τσουνάμι αντιδράσεων. Η ταινία κλιμακώνει συνεχώς την ένταση ξεγυμνώνοντας κυριολεκτικά τον ψεύτικο καθωσπρεπισμό όχι τόσο μιας συντηρητικής κοινωνίας (όλοι άλλωστε οι συμμετέχοντες ελέγχονται σαφώς ανοιχτόμυαλοι) όσο μιας υποκριτικής αστικής τάξης που ομνύει στη συνέπεια και την εμπιστοσύνη αλλά λαθρεπιβαίνει στην ασυνέπεια και την αναξιοπιστία. Ο σκηνοθέτης ανατέμνει την επιφανειακά εκμοντερνισμένη ευρωπαϊκή γενιά της αμφισβήτησης που συμφιλιώθηκε με το σύστημα και τώρα αποθρασύνεται διδάσκοντας ηθική νομιμοφροσύνη. Η οικοδέσποινα ψέγει την κόρη της που βγαίνει ραντεβού με τον νεαρό φίλο της κρύβοντας μέσα στην τσάντα της προφυλακτικά, ενώ αποκαλύπτεται πως η ίδια έχει κρυφή ερωτική σχέση με έναν από τους φίλους της που τρώει το ίδιο βράδυ στο σπίτι της.
Ο αφηγηματικός παλμός του έργου μεταλλάσσεται με εντυπωσιακό τρόπο: ο αρχικός αργόσυρτος ρυθμός σταδιακά επιταχύνεται, για να αποκτήσει κατά την εξέλιξη της πλοκής μια ιλιγγιώδη φρενίτιδα, προκαλώντας τις αντοχές των θεατών και φέρνοντας στο φως την εσκεμμένα σκοτεινή και φρικτά αποτρόπαια πλευρά του είναι. Αυτήν που κρατάμε επιμελημένα απόμακρη, προσεκτικά συγκεκαλυμμένη, ερμητικά κλειστή.
Το ερωτικό στοιχείο χρησιμοποιείται από την ταινία για να αναδείξει όχι τόσο την κρυφή ζωή των συνδαιτυμόνων όσο το ότι παραμένει κρυφή, καθώς κανείς τους δεν τολμάει να την αποκαλύψει ακόμα και στα πιο αγαπημένα του πρόσωπα. Υπάρχουν στιγμές που νιώθεις ότι το έργο σπρώχνει τους χαρακτήρες στο γκρεμό, καθώς κοιτάζουν τα τρίσβαθα της ανθρώπινης ύπαρξης, φλερτάροντας με ένα διαρκώς ματαιούμενο άλμα στο κενό, μετεωριζόμενοι ανάμεσα στην ένοχη σιωπή και την ακόμη πιο ένοχη αποκάλυψη. Κι όταν όλα έρχονται στην επιφάνεια, δεν μένει τίποτε από αξιοπρέπεια, φιλία, αλληλοεκτίμηση. Το οικοδόμημα μιας τακτοποιημένης, συμβατικής ζωής γκρεμίζεται συθέμελα, αφήνοντας μόνο συντρίμμια και ανθρώπινα ερείπια.
Η πιο συνταρακτική όμως ανατροπή της ταινίας, το συναρπαστικότερο απρόοπτο αποκαλύπτεται στο τέλος του έργου, και μόνο αφού ο θεατής έχει υποστεί τις συναισθηματικές μεταμορφώσεις των πρωταγωνιστών της πλοκής που έχουν στο μεταξύ μεταπέσει, σαν τους χαρακτήρες της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, από μια αρχική κατάσταση ευτυχίας σε μια κατάσταση δυστυχίας δι᾽ αμαρτίαν τινα (όπως σοφά παρατήρησε ο Αριστοτέλης στην Ποιητική). Βγαίνοντας από το σπίτι όπου έλαβε χώρα το δείπνο, οι φίλοι αρχίζουν εν είδει κυκλικής σύνθεσης να συμπεριφέρονται όπως ακριβώς στην αρχή της ταινίας, πριν αρχίσει το βασανιστικά αποκαλυπτικό παιγνίδι με τα κινητά τηλέφωνα. Η καταληκτική σκηνή διέπεται από τον αργόσυρτο, ήρεμο ρυθμό που χαρακτήριζε την εκκίνηση του έργου, σα να μην είχε συμβεί τίποτε. Με ένα αριστουργηματικό τέχνασμα ο σκηνοθέτης μας θυμίζει ότι τελικά τα πράγματα συνέβησαν όπως είχε προτείνει ο σύζυγος της οικοδέσποινας που ήταν αρνητικός απέναντι στην πρόταση της γυναίκας του για το παιγνίδι με τα κινητά τηλέφωνα. Οι θεατές ανακαλύπτουν συγκλονισμένοι πως ό,τι έζησαν οι χαρακτήρες της πλοκής (και μαζί τους και οι ίδιοι από συναισθηματικής πλευράς) από την αρχή του έργου δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια αρνητική αφήγηση, ένας υποθετικός λόγος του μη πραγματικού, τι δηλαδή θα είχε συμβεί αν το παιγνίδι με τα κινητά είχε όντως λάβει χώρα. Η πληγή όμως έχει πια κακοφορμίσει. Η ηθική γάγγραινα είναι αναπότρεπτη.
Ίσως να είναι καλύτερα έτσι. Ίσως ορισμένα πράγματα να πρέπει να παραμένουν κρυφά. Ίσως να πρέπει να συνεχίζουμε να κάνουμε ό,τι κάναμε πάντα: να αποσιωπούμε παραγνωρίζοντας, να υπερτονίζουμε ωραιοποιώντας. Με τη σχεδόν κωμική μας αδυναμία για αυτοανάλυση, με την ανυπόφορα ναρκισσιστική μας αυτοαναφορικότητα. Είναι βολικό άλλωστε. Το φως φοβίζει. Ποιος ξέρει τι καινούρια πράγματα θα δείξει, όπως έλεγε και ο Αλεξανδρινός.
Αποδομώντας το καθηκοντολόγιο του καθωσπρεπισμού, η ταινία τραβάει με βία τη μάσκα της πολιτικής ορθότητας και αφήνει να φανεί, αλλά μόνο να φανεί, το φρικώδες πρόσωπο μιας υποκριτικής κοινωνίας. Ανασύροντας την υποκείμενη όψη της ύπαρξης τα αναναπάντεχα συμβάντα εκθέτουν τις κοινωνικές συμβάσεις και το αστικό πρωτόκολλο της καθημερινότητάς μας. Αποκαλύπτουν όμως την παντελή μας άγνοια ακόμη και για αυτούς με τους οποίους μοιραζόμαστε τη ζωή μας, αυτούς που επιλέξαμε για να μας συντροφεύουν στο τρικυμισμένο ταξίδι του βίου μας. Είμαστε όλοι πλήρως άγνωστοι μεταξύ μας, perfetti sconosciuti, όπως ακριβώς και οι ήρωες του έργου μας.
Στο τέλος της ταινίας οι ηθοποιοί ξαναφορούν τα προσωπεία τους. Γίνονται πάλι οι καλοί σύζυγοι, οι γοητευτικές ερωμένες, οι τρυφερές μητέρες, οι πιστοί φίλοι και παίρνουν τον δρόμο για τα σπίτια τους, για τη μικρή, ασήμαντη ζωή τους.
Ο Χρήστος Κ. Τσαγγάλης είναι Καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και Διευθυντής του Τομέα Κλασικών Σπουδών
Email: [email protected]

Μακεδονία της Κυριακής, 13.11.2016

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.