Γράφει ο Μιχαὴλ Ἀλεξανδρῆς

Σύμφωνα μὲ ἀπόσπασμα τοῦ λογογράφου τοῦ 5ου π.Χ., αἰώνα Ἑλλανίκου τοῦ Μυτιληναίου, τὸ ὁποῖο διασώζεται στὴ βιογραφία τοῦ Θουκυδίδου, ἔργο τοῦ γραμματικοῦ Μαρκελλίνου (5ος/6ος μ.Χ.,), ἡ καταγωγὴ τοῦ Μιλτιάδη ἀνατρέχει στὸν ὁμηρικὸ ἥρωα Αἴαντα τὸν Τελαμώνιο ἢ Σαλαμίνιο, ὁ ὁποῖος ὑπερεῖχε πάντων τῶν ἄλλων κατὰ τὸ σωματικὸ μέγεθος (Ι 169, Η 211, Ξ 409), ἦταν μετὰ τὸν Ἀχιλλέα ὁ ἀνδρειότερος ὅλων (Β 768, λ 551), τόλμησε νὰ μονομαχήσει μὲ τὸν Ἕκτορα (Η 182, 292 καὶ ἑξῆς), φιλονίκησε μὲ τὸν Ὀδυσσέα γιὰ τὰ Ἀχίλλεια ὅπλα (λ 543 καὶ ἑξῆς) και κατὰ τὴν παράδοση αὐτοκτόνησε. Τὸ οἰκτρὸ καὶ ἄδοξο τέλος ἀποτέλεσε πηγὴ ἔμπνευσης στὸν δραματουργὸ Σοφοκλῆ γιὰ τὴν δημιουργία τῆς ὁμώνυμης τραγωδίας. Γιὸς τοῦ Αἴαντα ἦταν ὁ Φιλαίας καὶ ἀπὸ αὐτὸν κατὰ ἐπιγονικὴ σειρὰ οἱ Δάικλος, Ἐπίλυκος, Ἀκέστωρ, Ἀγήνωρ, Ὄλιος, Λύκης, Τόφων, Λάιος, Ἀγαμήστωρ, Τίσανδρος (διετέλεσε ἄρχων τῶν Ἀθηνῶν), Μιλτιάδης, Ἱπποκλείδης (ἐπ’ αὐτοῦ ἄρχοντος ὁρίσθησαν τὰ Παναθήναια), Κύψελος, Μιλτιάδης (ὁ πρεσβύτερος). Σύμφωνα, ὅμως, μὲ τὸν Παυσανία (Ι.35 §2) ὁ Φιλαίας ἦταν ἐγγονὸς τοῦ Αἴαντα ἀπὸ τὸν γιό του Εὐρυσάκη. Ὁ Φιλαίας παρέδωσε τὴν Σαλαμίνα στοὺς Ἀθηναίους, ἐγκαταστάθηκε στὴν περιοχὴ τῆς Βραυβρώνας καὶ ἔγινε Ἀθηναῖος πολίτης. Ἔτσι ὁ τόπος ἐγκατάστασης πῆρε τὸ ὄνομα τοῦ οἰκιστῆ καὶ ἔμεινε πλέον γνωστὸς ὡς δῆμος τῶν Φιλαϊδῶν, τῶν ὁποίων ἐπίτιμος ἥρωας ἦταν ὁ Φιλαίας. Φιλαΐδες ὀνομάστηκαν ὅλοι οἱ κάτοικοι τοῦ δήμου καὶ μία διαφόρων κλάδων οἰκογένεια ἱπποτρόφων καὶ εὐπατριδῶν, μεταξὺ τῶν ὁποίων ὁ τύραννος Πεισίστρατος, ὁ Κύψελος καὶ ὁ φιλόσοφος Ἐπίκουρος.
Ὁ Κύψελος νυμφεύτηκε μία ἀγνώστου ὀνόματος Ἀθηναία καὶ ἀπόκτησε μαζί της τὸν Μιλτιάδη (τὸν πρεσβύτερο, τὸν θεῖο τοῦ Μαραθωνομάχου), ὁ ὁποῖος πέθανε, χωρὶς νὰ ἀφήσει ἀπογόνους (ὁ γιός του πέθανε σὲ μικρὴ ἡλικία). Ἀπὸ τὴν ἴδια γυναίκα μὲ τον πρῶτο της σύζυγο, τὸν Στησαγόρα, γεννήθηκε ὁ Κίμωνας, ὁ ὁποῖος ἀπόκτησε δύο ὁμομήτριους γιούς, τὸν Στησαγόρα καὶ τὸν Μιλτιάδη τὸν Μαραθωνομάχο. Ἀπὸ τὸν τελευταῖο μὲ ἄγνωστη σύζυγο γεννήθηκε ἡ κόρη του ἡ Ἐλπινίκη καὶ μὲ τὴν Ἡγησιπύλη ὁ Κίμωνας, ὁ μετέπειτα εὐκλεὴς στρατηγός.

ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΚΥΨΕΛΙΔΩΝ.
1). Μιλτιάδης ὁ Κυψέλου: Ἡ δράση τῆς οἰκογενείας τῶν Κυψελιδῶν (ἔτσι ὀνομάστηκαν καὶ τὰ παιδιὰ τοῦ ἑτεροθαλοῦς ἀδελφοῦ του Κίμωνα), σύμφωνα μὲ τὸν Ἡρόδοτο (Στ΄, 34-38), ἀρχίζει ἀπὸ τὴν πρώτη τυραννία τοῦ Πεισιστράτου (561-560 π.Χ.,), ὁ ὁποῖος ἦταν ἐχθρός τους, διότι ὁ Μιλτιάδης ὁ πρεσβύτερος ἦταν δυσαρε-στημένος ἀπὸ τὴν ἐξουσία του Πεισιστράτου καὶ ἤθελε νὰ τὸν ἐκδιώξει. Ἡ τύχη, ὅμως, θέλησε νὰ φύγει ἀπὸ τὴν Ἀθήνα ὁ Μιλτιάδης μὲ τὸν ἑξῆς περίπου τρόπο: Οἱ Θρᾶκες Δόλογκοι, οἱ ὁποῖοι κατεῖχαν τὴν Χερσόνησο, δεινοπαθοῦσαν ἀπὸ τὸν πόλεμο μὲ τοὺς Ἀψινθίους. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἔστειλαν καὶ ζήτησαν χρησμὸ ἀπὸ τὸ Δελφικὸ μαντεῖο γιὰ τὴν παύση τοῦ πολέμου. Ἡ Πυθία τοὺς χρησμοδότησε ὅτι πρέπει νὰ φέρουν οἰκιστὴ στὴν χώρα τους ἐκεῖνο τὸ πρόσωπο, τὸ ὁποῖο, μετὰ τὴν ἀναχώρησή τους ἀπὸ τοὺς Δελφούς, πρῶτο θὰ τοὺς καλοῦσε γιὰ φιλοξενία. Οἱ Δόλογκοι στὸν δρόμο μέσα ἀπὸ τὴν Φωκίδα καὶ τὴν Βοιωτία δὲν προσκλήθηκαν ἀπὸ κανέναν καὶ ἔτσι πῆραν τὸν δρόμο πρὸς τὴν Ἀθήνα. Ὁ Μιλτιάδης ποὺ καθόταν μπροστὰ στὴν πόρτα τοῦ σπιτιού του εἶδε τοὺς περαστικούς Δολόγκους νὰ φοροῦν ξένη ἐνδυμασία, πλησίασε τὸ σκῆπτρο τους, τοὺς καλωσόρισε καὶ τοὺς κάλεσε γιὰ φιλοξενία. Αὐτοὶ δέχτηκαν, φιλοξενήθηκαν καὶ ἀποκάλυψαν τὸν χρησμό. Ὁ Μιλτιάδης δέχτηκε ἀλλὰ μὲ τὴν σειρά του ζήτησε χρησμὸ ἀπὸ τὸ Δελφικὸ μαντεῖο, τὸ ὁποῖο τὸν παρότρυνε νὰ ἀναλάβει τὴν ὑποχρέωση τοῦ οἰκιστῆ. Ἔτσι συμπεριέλαβε στὴν ἀποστολή Ἀθηναίους ποὺ ἤθελαν νὰ πάρουν μέρος καὶ μὲ στόλο ταξίδεψε μὲ τοὺς Δολόγκους στὴν θρακικὴ Χερσόνησο, ἐξεδίωξε τοὺς Ἀψινθίους καὶ ἔγινε κύριος τῆς χώρας τους, οἱ ὁποῖοι σὲ ἀναγνώριση τῶν εὐεργεσιῶν του τὸν διόρισαν τύραννο.
Ὁ Μιλτιάδης κατασκεύασε τεῖχος στὸν ἰσθμὸ τῆς Χερσονήσου ἀπὸ τὴν πόλη Καρδία μέχρι τὴν Πακτύη μήκους πάνω ἀπὸ 6,5 χιλιόμετρα, γιὰ νὰ μὴν μποροῦν οἱ Ἀψίνθιοι νὰ εἰσβάλουν καὶ νὰ λεηλατοῦν τὴν χώρα. Ἔτσι προφυλασσόταν ὁλόκληρη ἡ Χερσόνησος μήκους 79 περίπου χιλιόμετρων. Ἀκολούθως στράφηκε ἐναντίον τῶν Λαμψακηνῶν, οἱ ὁποῖοι σὲ μία ἐνέδρα τὸν συνέλαβαν ζωντανό. Ὅταν ἔμαθε ὁ Κροῖσος τὸ γεγονός, ἐπειδὴ ἦταν φίλος τοῦ Μιλτιάδη, διεμήνυσε μὲ αὐστηρὸ τρόπο στοὺς Λαμψακηνοὺς νὰ τοῦ τὸν παραδώσουν, διαφορετικὰ θὰ τοὺς ἐξολόθρευε χωρὶς ἔλεος, ὅπως τὰ πεῦκα. Οἱ Λαμψακηνοὶ ἀπὸ φόβο ἐλευθέρωσαν τὸν Μιλτιάδη ποὺ κατέφυγε στὸν Κροῖσο καὶ ἀργότερα πέθανε, ἀφήνοντας κληρονομιὰ τὴν ἐξουσία καὶ τὴν περιουσία στὸν ἀνεψιό του Στησαγόρα. Ἔκτοτε οἱ Χερσονησιῶτες τιμοῦν τὸν Μιλτιάδη ὡς οἰκιστὴ μὲ θυσίες, γιορτὲς καὶ ἀγῶνες ἱππικούς καὶ γυμνικούς, στοὺς ὁποίους δὲν ἐπιτρεπόταν ἡ συμμετοχή Λαμψακηνῶν.

2). Κίμων ὁ Στησαγόρου: Εἶναι περισσότερο γνωστός ὡς Κοάλεμος, δηλ., ἀνόητος, ἠλίθιος, βλάκας, ὅπως ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Πλούταρχο (Κίμων, 4, §4). Ἡ προσωνυμία προσάπτεται ἀπὸ τοὺς Ἀθηναίους, διότι, ὄντας πλουσιόπαιδο, εἶναι ἄτακτος καὶ πολυπότης καὶ διάγει βίο ἀκόλαστο. Ἐξορίζεται μαζὶ μὲ ἄλλους εὐπατρίδες σὲ ἄγνωστο μέρος ἀπὸ τὸν Πεισίστρατο ὡς δεδηλωμένος εἐχθρὸς γιὰ τὴν ἐπιρροή του στοὺς Ἀθηναίους, ὅπως ὁ Μιλτιάδης ὁ Κυψέλου, καὶ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἐξορίας του νικᾶ δύο φορὲς στοὺς Ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνες (532 και 528 π.Χ.,) μὲ τέθριππο συρόμενο ἀπὸ τέσσερες φοράδες. Τὴν πρώτη νίκη τὴν χαρίζει στὸν ἀδελφό του Μιλτιάδη καὶ τὴ δεύτερη στὸν Πεισίστρατο, ἐπειδὴ μᾶλλον ἐπιθυμεί νὰ ἐπιστρέψει στὴν Ἀθήνα. Πράγματι, κατόπιν συμφωνίας ἐπανακάμπτει στὴν πατρίδα του καὶ γιὰ τρίτη συνεχόμενη φορά (524 π.Χ.,) ἀνακηρύσσεται νικητὴς στὸ τέθριππο, ὅταν πλέον ὁ Πεισίστρατος ἔχει ἀποθάνει. Ἡ νίκη προκαλεῖ τὸν φθόνο στοὺς Πεισιστρατίδες καὶ ἀμέσως φονεύεται στὸ πρυτανείο ἀπὸ ἄνδρες, ποὺ οἱ τύραννοι εἶχαν χρησιμοποιήσει πρὸς τοῦτο, καὶ ἐνταφιάζεται πρὸ τοῦ ἄστεως καὶ πέραν τῆς ὁδοῦ μὲ τὸ ὄνομα Κοίλη. Ἀκριβῶς ἀπέναντι τοῦ τάφου του θάπτονται οἱ φοράδες, μὲ τὶς ὁποῖες κέρδησε νῖκες σὲ τρεῖς συνεχεῖς Ὀλυμπιάδες.

3). Στησαγόρας ὁ Κίμωνος: Ἐλάχιστα εἶναι γνωστά γιὰ τὸν μεγαλύτερο γιὸ τοῦ Κίμωνος: Ἀκολουθεῖ τὸν θεῖο του Μιλτιάδη στὴ Θράκη καὶ ἀνατρέφεται ἀπὸ αὐτόν, συνεχίζει τὸν πόλεμο ἐναντίον τῶν Λαμψακηνῶν, ἀλλὰ δολοφονεῖται μὲ τσεκούρι στὸ πρυτανεῖο ἀπὸ ἄνδρα, ὁ ὁποῖος ὑποκρίνεται ὅτι αὐτομολεῖ, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα εἶναι πολέμιος καὶ μάλιστα φοβερὸς στὴν πράξη.

4). Μιλτιάδης ὁ Κίμωνος: Ὁ Πεισίστρατος μαθαίνει τὰ νέα καὶ στέλνει στὴν Χερσόνησο τὸν Μιλτιάδη μὲ μία τριήρη, ὁ ὁποῖος φθάνει ὡς ἐκδικητὴς τοῦ φόνου τοῦ ἀδελφοῦ του. Ἀφοῦ καταφέρνει καὶ αἰχμαλωτίζει τοὺς ἀρχηγοὺς ὅλων τῶν πόλεων, γίνεται κύριος τῆς Χερσονήσου μὲ ἕνα μισθοφορικὸ στράτευμα 500 ἀνδρῶν καὶ νυμφεύεται τὴ θυγατέρα τοῦ βασιλιᾶ τῶν Θρακῶν, τὴν Ἡγησιπύλη, μὲ τὴν ὁποία ἀπέκτησε τὸν Κίμωνα, τὸν μετέπειτα εὐκλεῆ καὶ εὐπατρίδη στρατηγό. Μετὰ τρία χρόνια ξεφεύγει ἀπὸ τοὺς Σκύθες, οἱ οποῖοι πιεζόμενοι ἀπὸ τὸν βασιλιὰ Δαρεῖο στράφηκαν ἐναντίον τῆς Θράκης καὶ ἔφθασαν μέχρι τὴν Χερσόνησο. Μετὰ τὴν ἀπομάκρυνση τῶν Σκυθῶν οἱ Δόλογκοι τὸν ἐπανέφεραν στὴν ἐξουσία. Κατὰ τὸ ἴδιο χρονικὸ διάστημα πληροφορεῖται ὅτι οἱ Φοίνικες βρίσκονταν στὴν Τένεδο, καὶ μὲ πέντε πλοῖα γεμάτα θησαυρούς ἀποπλέει πρὸς τὴν Ἀθήνα. Οἱ Φοίνικες τὸν πετυχαίνουν ἀνοιχὰ τῆς Χερσονήσου καὶ κυριεύουν ἕνα πλοῖο, στὸ ὁποῖο ἐπέβαινε ὁ γιός του ἀπὸ ἄλλη μάννα, ὁ Μητίοχος, ἐνῶ ὁ Μιλτιάδης καταφεύγει μὲ τὰ τέσσερα πλοῖα στὴν Ἴμβρο καὶ σώζεται. Οἱ Φοίνικες γνωρίζοντας ὅτι ὁ Μητίοχος εἶναι γιὸς τοῦ Μιλτιάδου, τὸν ὁδηγοῦν στὸν Πέρση βασιλιὰ μὲ τὴν γνώμη ὅτι θὰ τοῦ πρόσφερουν μεγάλη εὐεργεσία γιὰ τὸ συμβὰν μὲ τοὺς Σκύθες. Ὁ βασιλιὰς ὄχι μόνο δὲν κακομεταχειρίζεται τὸν Μητίοχο ἀλλὰ ἀπεναντίας τὸν εὐεργετεῖ, διότι τοῦ δωρίζει σπίτι καὶ περιουσία καὶ τὸν νυμφεύει μὲ Περσίδα, μὲ τὴν ὁποία ἀπέκτησε τέκνα. Ὁ Μιλτιάδης ἀπὸ τὴν Ἴμβρο, ἔχοντας ἀποφύγει δύο φορὲς τὸν θάνατο, φθάνει στὴν Ἀθήνα, ὅπου οἱ ἀντίπαλοί του τὸν σύρουν στὸ δικαστήριο γιὰ τὴν τυραννικὴ ἐξουσία, τὴν ὁποία εἶχε στὴν Θράκη, ἀλλὰ ἀπαλλάσσεται καὶ ἐκλέγεται στρατηγός.
Φαίνεται πὼς ἡ μοῖρα ἔσωσε τὸν Μιλτιάδη, ἐπειδὴ τὸν προόριζε γιὰ ἕνα ἀπαράμιλλο ἆθλο, τέτοιο ποὺ θὰ ζήλευε κάθε θνητός, νὰ γίνει σωτήρας τῶν Ἀθηνῶν, τῆς Ἑλάδας καὶ τῆς Εὐρώπης. Στὴ μάχη τοῦ Μαραθῶνος ὁ στρατηγὸς εἶναι πλέον γέροντας μὲ καρδιὰ λιονταριοῦ, κατάφορτος μὲ σοφία καὶ πλούσιος σὲ ἐμπειρίες. Εἶναι βαθὺς γνώστης τῆς τακτικῆς τοῦ πολέμου, ἀφοῦ ἀνάλωσε τὰ περισσότερα χρόνια τῆς ζωῆς του στὰ πεδία των μαχῶν, καὶ τῆς ὀργάνωσης τοῦ περσικοῦ στρατοῦ, τὴν ὁποία γνώρισε ἀπὸ κοντὰ κατὰ τὴν ἐκστρατεία τοῦ Δαρείου ἐναντίον τῶν Σκυθῶν καὶ κατὰ τὴν Ἰωνικὴ ἐπανάσταση.
Τὰ πρὸ τῆς μάχης στὸν Μαραθῶνα: Οἱ Πέρσες μὲ στρατηγούς τὸν Δάτη καὶ τὸν Ἀρταφέρνη, μετὰ τὴν κατασκαφὴ τῆς Ἐρέτριας καὶ τὸν ἐξανδραποδισμὸ τῶν κατοίκων της, ἀγκυροβολοῦν στὸν Μαραθῶνα μαζὶ μὲ τὸν ἐξόριστο τύραννο Ἱππία καὶ ἀποβιβάζονται στὴν ξηρά, θέλοντας νὰ πάρουν ἐκδίκηση καὶ ἀπὸ τοὺς Ἀθηναίους γιὰ την συνδρομή τους πρὸς τοὺς Ἴωνες ἐπαναστάτες. Στοὺς Ἀθηναίους, παρόλο ποὺ ζήτησαν βοήθεια ἀπό τὶς ἄλλες ἑλληνικὲς πόλεις καὶ ἰδιαίτερα ἀπὸ τὴν Σπάρτη μὲ τὸν Φειδιππίδη, μόνο οἱ Πλαταιεῖς ἀνταποκρίνονται στὸ κάλεσμα μὲ 1000 ὁπλῖτες ποὺ στάθηκαν στὸ πλευρὸ τῶν 10.000 Ἀθηναίων μαχητῶν ἐναντίον 50.000 Περσών.
Οἱ δέκα Ἀθηναῖοι στρατηγοὶ βρίσκονται σὲ διχογνωμία γιὰ τὴ σύναψη μάχης. Οἱ πέντε ὑποστηρίζουν ὅτι μία μικρὴ δύναμη δὲν εἶναι ἱκανὴ νὰ τὰ βάλει μὲ πενταπλάσιο ἀριθμὸ ἐχθρῶν. Οἱ ἄλλοι τάσσονται μὲ τὴν γνώμη τοῦ Μιλτιάδου, νὰ σταθοῦν ἀντιμέτωποι τοῦ ἐχθροῦ και νὰ πολεμήσουν. Ὅμως, ἡ ἀπόφαση πρέπει νὰ ληφθεῖ καὶ μὲ τὴν ψῆφο τοῦ ἄρχοντα Πολεμάρχου, τοῦ ὁποίου τὴν θέση κατέχει ὁ Ἀφιδναῖος Καλλίμαχος. Ὁ Μιλτιάδης ἀπευθύνεται πρὸς τὸν Καλλίμαχο μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: «Καλλίμαχε, ἀπὸ σένα ἐξαρτᾶται ἢ νὰ ὑποδουλώσεις τὴν Ἀθήνα ἢ καθι-στῶντας την ἐλεύθερη νὰ ἀφήσεις γιὰ πάντα ὑστεροφημία τέτοια ποὺ δὲν ἔχουν ἀφήσει ὁ Ἁρμόδιος καὶ ὁ Ἀριστογείτων. Γιατί τώρα, ἀπὸ τότε ποὺ ὑπάρχουν Ἀθηναῖοι, ἔχουν περιέλθει στὸν πιὸ μεγάλο κίνδυνο, κι ἂν ὑποκύψουν στοὺς Μήδους, εἶναι ἀναμενόμενο πόσα θὰ πάθουν παραδομένοι στὸν Ἱππία. Ἄν ὅμως νικήση αὐτὴ ἡ πόλη, εἶναι τέτοια ὥστε νὰ γίνει πρώτη μεταξὺ τῶν Ἑλληνικῶν πόλεων. Τὸ πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ γίνουν αὐτὰ καὶ πὼς τὰ πράγματα αὐτὰ ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὸ δικό σου κῦρος, τώρα θὰ σοῦ πῶ. Οἱ γνῶμες τῶν δέκα στρατηγῶν εἶναι διχασμένες, γιατί ἄλλοι τάσσονται ὑπὲρ τῆς μάχης καὶ ἄλλοι ὄχι. Ἂν δὲν συμφωνήσουμε γιὰ σύναψη μάχης, ὑπάρχει φόβος νὰ ξεσπάσει ἀνωμαλία καὶ νὰ διασαλευθεί ἡ πόλη ἀπὸ μεγάλη στάση, ὥστε νὰ μηδίσουν οἱ Ἀθηναῖοι. Ἄν ὅμως παραταχθοῦμε γιὰ μάχη, προτοῦ προκληθεί κάποια κακὴ φήμη μεταξὺ κάποιων Ἀθηναίων, μὲ τὴ βοήθεια τῶν θεῶν ποὺ ἀποδίδουν δικαιοσύνη, εἴμαστε ἱκανοὶ νὰ ὑπερισχύσουμε ὡς πρὸς τὴ γνώμη. Ὅλα αὐτὰ τώρα τείνουν πρὸς τὸ πρόσωπό σου καὶ ἐξαρτῶνται ἀπὸ σένα. Διότι ἂν προσθέσεις τὴ δική σου γνώμη στὴ δική μου, καὶ ἡ πατρίδα θὰ μείνει ἐλεύθερη καὶ ἡ πόλη θὰ εἶναι πρώτη μεταξὺ τῶν Ἑλληνικῶν πόλεων. Ἄν ὅμως ἡ γνώμη σου προστεθεί σὲ ἐκείνων ποὺ ἐπιθυμουν νὰ φύγουν, θὰ συμβουν τὰ ἀντίθετα ἀπὸ τὰ καλὰ ποὺ σοῦ ἀπαρίθμησα».
Ὁ λόγος τοῦ στρατηγοῦ εἶναι δομημένος μὲ λογικὰ ἐπιχειρήματα: ἀπὸ τὴ μία προκαλεῖ τὴν φιλοτιμία καὶ τὴν φιλοπατρία τοῦ Καλλιμάχου, ὥστε νὰ ξεπεράσει τὴν φήμη καὶ τὴν δόξα τῶν τυραννοκτόνων Ἁρμοδίου καὶ Ἀριστογείτονος. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μία ἐνδεχομένη ἦττα τῶν Ἀθηναίων ὁδηγεῖ μὲ ἀκρίβεια στὴν ἐπάνοδο τοῦ ἐξορίστου τυράννου Ἱππία, στὴν κατάλυση τῆς νεοπαγοῦς δημοκρατίας καὶ στὴν ὑποδούλωση τῶν Ἀθηναίων στοὺς Μήδους, ποὺ θὰ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ἀπώλεια τῆς ἐθνικῆς τους συνείδησης. Τρίτο καὶ σπουδαιότερο εἶναι ὅτι μία νίκη, τὴν ὁποία θεωρεῖ βέβαιη μὲ τὴ βοήθεια τοῦ θείου, σημαίνει διαρκῆ ἐλευθερία καὶ αἴσιο οἰωνὸ ἑνὸς λαμπροῦ μέλλοντος γιὰ Ἀθήνα.
Ὁ Μιλτιάδης ἔχει κίνητρα ἠθικὰ καὶ πατριωτικά. Ὡστόσο ὠθήθηκε καὶ ἀπὸ προσωπικὰ ἐλατήρια: Το τίμημα ποὺ πλήρωσαν οἱ Κυψελίδες στοὺς τυράννους ἦταν βαρὺ καὶ ἀσυγχώρητο. Οἱ Πεισιστρατίδες ἦσαν καὶ παραμένουν καὶ προσωπικοὶ ἐχθροὶ τοῦ Μιλτιάδου, ἀφοῦ ἐξορίστηκε ὡς ἀνεπίθυμος ὁ θεῖος του Μιλτιάδης ἀπὸ τὸν Πεισίστρατο, ἐξορίστηκε μάλιστα μὲ τὸ πρόσχημα τοῦ οἰκιστῆ ὁ ἴδιος, καὶ τὸ χειρότερο, ὄχι μόνο ἐξορίστηκε ὁ πατέρας του ἀλλὰ καὶ δολοφονήθηκε μετὰ τὴν ἐπάνοδό του ἄγρια ἀπὸ ἐκείνους. Μία νίκη λοιπὸν ὄχι μόνο θὰ ἀποκαθιστοῦσε τὴν ἠθικὴ τάξη ἀλλὰ καὶ θὰ ἐξάλειφε ἐκ μέρους ἀντιπάλων Ἀθηναίων κάθε ἀντιπάθεια στὸ πρόσωπό του, λόγω τῶν ἀξιωμάτων, τὰ ὁποῖα εἶχε περιβληθεῖ κατὰ τὴν παραμονή του στὴ Θράκη.

Ὑποσημείωση: Ἡ λέξη Μιλτιάδης παράγεται ἀπὸ τὸ οὐσιαστικὸ ἡ μίλτος, τὸ ὁποῖο εἶναι ὀρυκτὸ μεταλλοῦχο μὲ ἐρυθρὴ χροιά. Ἡ μίλτος εἶναι γνωστὴ στὸν Ὅμηρο, ὅπως ἐξάγεται ἀπὸ τὸ σύνθετο ἐπίθετο μιλτοπάρῃος (Β 637) «τῷ δ’ ἅμα νῆες ἕποντο δυώδεκα μιλτοπάρῃοι» καί «οὐ γὰρ Κυκλώπεσσι νέες πάρα μιλτοπάρῃοι» (ι 125). Τὰ πλοῖα τοῦ Ὀδυσσέως ἦσαν βαμμένα ἑκατέρωθεν τῆς πλώρης καὶ τῆς πρύμνης μὲ αὐτὸ τὸ ὀρυκτὸ ὑλικὸ ἀναμειγμένο μὲ νερό. Ὁ Ἡσύχιος χρησιμοποιεῖ δύο ἀκόμη συνώνυμα ἐπίθετα «μιλτόπρῳρος, φοινικοπάρειος». Τὸν ρηματικὸ τύπο «μιλτοῦνται» χρησιμοποεῖ ὁ Ἡρόδοτος (Δ 194) ἀναφερόμενος ἕνα Λιβυκὸ λαό, τοὺς Γύζαντες, οἱ ὁποῖοι βάφονταν μὲ κόκκινη χρωστικὴ οὐσία. Ὁ Ἀριστοφάνης στὸ ἔργο του Ἐκκλησιάζουσαι (377-379), σατιρίζοντας τοὺς ἀργοπορημένους στὴ Συνέλευση, μᾶς πληροφορεῖ ὅτι τὰ ἐντεταλμένα ὄργανα τῆς πόλης σημάδευαν μὲ σχοινὶ ἐμβαπτισμένο σὲ διάλυμα μίλτου (μεμιλτωμένον σχοινίον) ὅσους ἀπρόθυμους καὶ ὀκνηροὺς πολῖτες εὕρισκαν στὴν ἀγορά.
Προφανῶς ἡ μίλτος εἶχε εὐρεῖα χρήση στὴν ἀγγειοπλαστική, στὴν τεκτονικὴ καὶ στὴ ναυπηγικὴ τέχνη. Ἐξ ἄλλου, ὅπως γράφει ὁ Ξενοφῶν στὸν Οἰκονομικό του (X, §5-6), ἡ μίλτος ἦταν καλλυντικὸ τῶν γυναικῶν, προκειμένου νὰ τονίζουν τὰ μάγουλα καὶ τὰ χείλη. Χρησιμοποιόταν ἐπίσης καὶ στὴν ἰατρικὴ καὶ μάλιστα ἡ μίλτος μερικῶν περιοχῶν (τῆς Σινώπης κατὰ τὸν Διοσκουρίδη, τῆς Λήμνου κατὰ τὸν Νίκανδρο, τῆς Κέας κατὰ τὸν Θεόφραστο) ἦταν ἀνώτερης ποιότητας καὶ ὡς ἐκ τούτου περιζήτητη. Ὅπως συνάγεται ἀπὸ ἀπόσπασμα (15: ἀνέῳγον μιλτωρυχίαν) τοῦ κωμικοῦ Ἀμειψία ὑπῆρχαν εἰδικὰ ὀρυχεῖα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἐξορυσσόταν ἡ μεταλλικὴ χρωστικὴ οὐσία τῆς μίλτου. Στὰ νεώτερα χρόνια χρησιμοποιόταν διάλυμα τῆς ἴδιας χρωστικῆς οὐσίας γιὰ τὸ νῆμα τῆς στάθμης, μὲ τὸ ὁποῖο στάθμιζαν ἀντὶ κανόνος κορμοὺς γιὰ σχίσιμο. Ἐπιστημονικὰ ἡ μίλτος εἶναι γνωστὴ ὡς αἱματίτης (ἄνυδρο ὀξείδιο τοῦ σιδήρου Fe2 O3).

Μιχαὴλ Ἀλεξανδρῆς

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.