Η επαγγελματική συμβουλευτική και ο επαγγελματικός προσανατολισμός παρουσιάζουν αξιόλογη εξελικτική πορεία στο πεδίο της Ψυχολογίας και αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο της Συμβουλευτικής. Ειδικότερα, η επαγγελματική συμβουλευτική αξιοποιεί μεθόδους και θεωρίες Συμβουλευτικής προκειμένου να βοηθήσει το άτομο να πάρει εκπαιδευτικές και επαγγελματικές αποφάσεις και να διαχειριστεί θέματα σταδιοδρομίας. Για να είναι αποτελεσματικός ο επαγγελματικός σύμβουλος, είναι αναγκαίο να βασίζεται σε στέρεο θεωρητικό υπόβαθρο σχετικά με την επαγγελματική ανάπτυξη. Η θεωρητική προσέγγιση που χρησιμοποιεί, επηρεάζει σημαντικά τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τους πελάτες (clients) και καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τις τεχνικές που θα χρησιμοποιήσει ανάλογα με την περίπτωση. 

Η πρώτη θεωρία επαγγελματικής επιλογής, η οποία άσκησε τεράστια επίδραση στο χώρο της συμβουλευτικής σταδιοδρομίας μέχρι και τα μέσα του 20ου αιώνα, διατυπώθηκε από τον F. Parsons (1909) στο βιβλίο «Choosing a Vocation». Ονομάστηκε θεωρία «χαρακτηριστικών και παραγόντων» καθώς έδινε έμφαση στις ψυχολογικές μετρήσεις με τη χρήση τεστς και επιχειρούσε το ταίριασμα χαρακτηριστικών των ατόμων με συγκεκριμένες επαγγελματικές θέσεις, στη λογική του «ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση». Εξάλλου, εκείνη την περίοδο (Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και εξής), τα τεστς ικανοτήτων και ευφυΐας ήταν ήδη διαδεδομένα στον αμερικανικό στρατό, επιδιώκοντας την εύρεση ενός αποτελεσματικού τρόπου τοποθέτησης του στρατεύματος σε υπηρεσίες (Σιδηροπούλου-Δημακάκου, 2007).

Οι θεωρίες που διατυπώθηκαν από τη βιομηχανική περίοδο και έπειτα, έστρεφαν το ενδιαφέρον τους στην ανάπτυξη της σταδιοδρομίας με την έννοια του προσανατολισμού στην εργασία αλλά και μιας σειράς αποφάσεων που σχετίζονται με το επάγγελμα. Μπορούν να διαχωριστούν σε ψυχολογικές, μη ψυχολογικές και σύνθετες θεωρίες. Οι ψυχολογικές θεωρίες επικεντρώνονται στο άτομο και τονίζουν την εσωτερική κινητήρια δύναμή του σχετικά με τις επαγγελματικές επιλογές. Οι μη ψυχολογικές θεωρίες αποδίδουν την επαγγελματική ανάπτυξη σε εξωτερικά συστήματα που επηρεάζουν το άτομο, όπως οι κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες. Τέλος, οι σύνθετες θεωρίες, αναγνωρίζουν την επίδραση πλήθους παραγόντων στη σταδιοδρομία (Σιδηροπούλου-Δημακάκου, 2007). Οι ψυχολογικές προσεγγίσεις έχουν λάβει μέχρι σήμερα ευρύτερη αποδοχή, γι’ αυτό και εστιάζουμε σε αυτές στη συνέχεια.

Η γνωστή, τυπολογική θεωρία του Holland (1985) υποστηρίζει ότι συγκεκριμένοι τύποι προσωπικότητας ταιριάζουν ιδιαίτερα με συγκεκριμένα επαγγέλματα. Το άτομο είναι ικανοποιημένο από το επάγγελμα που ασκεί, όταν η προσωπικότητά του αντιστοιχεί με το επαγγελματικό περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται. Ο Holland πρότεινε έξι τύπους προσωπικότητας: Ρεαλιστικός (π.χ. εργάτης, γεωργός), Ερευνητικός/Διανοητικός (επαγγέλματα σε σχέση με τα Μαθηματικά και τις Φυσικές Επιστήμες), Κοινωνικός (π.χ. εκπαιδευτικός, σύμβουλος), Συμβατικός (π.χ. γραμματέας, υπάλληλος), Επιχειρηματικός (διευθυντικό στέλεχος, επιχειρηματίας, ηγέτης) και Καλλιτεχνικός (επαγγέλματα συναφή με τις Τέχνες). Η τυπολογική θεωρία έχει αποτελέσει τη βάση για σχετικά ερωτηματολόγια και έχει ασκήσει μεγάλη επίδραση στην συμβουλευτική πράξη. Πολλοί σύμβουλοι την ακολουθούν πιστά καθώς το εξάγωνο επαγγελματικής προσωπικότητας μπορεί να δώσει άμεση εικόνα των επαγγελματικών ενδιαφερόντων. Ωστόσο, η θεωρία έχει δεχθεί κριτική κυρίως λόγω του ότι, πρώτον, δεν ταιριάζουν όλοι οι άνθρωποι απόλυτα σε ένα τύπο προσωπικότητας (Μπεζεβέγκης, 2013) και δεύτερον, δεν αναφέρεται στις ψυχολογικές διαδικασίες της επαγγελματικής ανάπτυξης (Σιδηροπούλου-Δημακάκου, 2007).

Η θεωρία της Roe, υιοθετώντας το σύστημα ιεράρχησης αναγκών του Maslow, βλέπει την επαγγελματική ανάπτυξη ως μια διαδικασία εκπλήρωσης αναγκών που φτάνει έως την αυτοπραγμάτωση. Θεωρεί ότι το οικογενειακό κλίμα συνδέεται με τις μελλοντικές επαγγελματικές επιλογές των παιδιών. Βασική της θέση είναι ότι οι ανάγκες που δεν ικανοποιούνται από την οικογένεια στην παιδική ηλικία γίνονται υποσυνείδητα κίνητρα ενώ, υποθέτει ότι οι προσωπικότητες προσανατολίζονται είτε προς τα πρόσωπα είτε προς τα αντικείμενα, ανάλογα με το βαθμό ικανοποίησης των αναγκών από τους γονείς. Τα άτομα της πρώτης κατηγορίας επιλέγουν επαγγέλματα που παρέχουν κοινωνική ανταμοιβή ενώ όσοι ανήκουν στη δεύτερη κατηγορία, είναι πολύ πιθανό να αναπτύξουν επιστημονικά ενδιαφέροντα, χωρίς να είναι πρωταρχική ανάγκη τους να βασίζονται στους άλλους.
Η εξελικτική προσέγγιση του Super (1957), έχει τύχει μεγάλης αναγνώρισης στην επαγγελματική ψυχολογία και έχει προκαλέσει έντονο επιστημονικό ενδιαφέρον. Σύμφωνα με τον Super, οι επαγγελματικές προτιμήσεις και ικανότητες, οι συνθήκες μέσα στις οποίες οι άνθρωποι ζουν και εργάζονται, άρα και η αυτοαντίληψή τους, αλλάζει με το χρόνο και την εμπειρία, κάνοντας την επαγγελματική επιλογή και ανάπτυξη μια συνεχή, αδιάκοπη διαδικασία. Η εκπλήρωση της αυτοαντίληψης και ο βαθμός ικανοποίησης του ατόμου από την εργασία του είναι ανάλογα με το βαθμό στον οποίο μπορεί να βρει ικανοποιητικές διεξόδους στις ικανότητες, στα ενδιαφέροντα και τις αξίες του. Ο Super διαχωρίζει την επαγγελματική ανάπτυξη σε μια σειρά εξελικτικών σταδίων («μείζονες κύκλοι»): την ανάπτυξη, τη διερεύνηση, την εδραίωση, τη συντήρηση και την παρακμή.
Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι η προσέγγιση της κοινωνικής μάθησης στην επαγγελματική ανάπτυξη (Krumboltz, 1979), κατά την οποία, οι συμπεριφορές των ατόμων δημιουργούνται περισσότερο από τις ποικίλες εμπειρίες που βιώνουν, παρά από έμφυτες ψυχικές διαδικασίες. Οι άνθρωποι τείνουν να επαναλαμβάνουν συμπεριφορές για τις οποίες ανταμείβονται και να αποφεύγουν άλλες, για τις οποίες τιμωρούνται. Βασική θέση του Krumboltz είναι ότι αναρίθμητοι παράγοντες μπορούν να βοηθήσουν το άτομο να μάθει και να αποκτήσει τις απαραίτητες δεξιότητες για να διαχειριστεί τη σταδιοδρομία του.

Οι σύγχρονες, μεταμοντέρνες προσεγγίσεις για την επαγγελματική ανάπτυξη αντανακλούν τη στροφή στη σταδιοδρομία από τη γραμμικότητα και τη μονιμότητα, στην αστάθεια, την αβεβαιότητα και τις συχνές μεταβάσεις. Για παράδειγμα, η προσέγγιση του Χάους για τη Σταδιοδρομία (Bright & Pryor, 2011) διατυπώνει την άποψη ότι τα άτομα και τα πλαίσια στα οποία αναπτύσσεται η σταδιοδρομία τους (αγορά εργασίας, οργανισμοί, κοινωνικές ομάδες) αποτελούν σύνθετα συστήματα που λειτουργούν διαρκώς κάτω από επιδράσεις σταθερότητας αλλά και αλλαγής. Επομένως, τα άτομα χρειάζεται να προετοιμάζονται για τις αλλαγές και να τις αξιοποιούν, ενώ, σύμβουλος και συμβουλευόμενος, καλούνται να διατηρούν την αισιοδοξία τους ακόμη και σε «χαοτικές» καταστάσεις. Βασιζόμενη σε παρόμοια φιλοσοφία, η Θεωρία Μάθησης για το Τυχαίο (Krumboltz, 2009, 2011) υποστηρίζει ότι τα άτομα είναι αναγκαίο να επενδύουν στις απρόοπτες καταστάσεις σταδιοδρομίας οι οποίες, στον 21ο αιώνα, αποτελούν μάλλον τον κανόνα παρά την εξαίρεση. Η αξιοποίηση των τυχαίων γεγονότων («ετοιμότητα στο τυχαίο») μπορεί να βελτιώσει την προσωπική και επαγγελματική ζωή. Παράλληλα, τα άτομα χρειάζεται να αναπτύσσουν πέντε αναγκαίες δεξιότητες σταδιοδρομίας: 1) περιέργεια, για την ανακάλυψη νέων μαθησιακών εμπειριών, 2) επιμονή, επενδύοντας ενέργεια στους στόχους, 3) ευελιξία, ως ικανότητα προσαρμογής στις νέες καταστάσεις, 4) αισιοδοξία και 5) ικανότητα ανάληψης ρίσκου.
Τέλος, τα τελευταία χρόνια, αναδύεται ολοένα περισσότερο η αξία της αφήγησης στην επαγγελματική συμβουλευτική. Η αφηγηματική προσέγγιση επικεντρώνεται στην παραγωγή εμπειριών μέσα από τις ιστορίες ζωής του ατόμου, οι οποίες λειτουργούν ως «φίλτρα» που ελέγχουν τις εμπειρίες και μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τον πελάτη για να «ξαναγράψει» νέες ιστορίες, που τονίζουν τους προτιμώμενους τρόπους συσχέτισης με τον εαυτό του και τους άλλους (Brott, 2005). Οι αφηγήσεις δεν αντανακλούν μόνο την πραγματικότητα αλλά τη δημιουργούν, παρέχοντας τη δυνατότητα στους πελάτες να προσδώσουν το δικό τους νόημα στις εμπειρίες (Καλίρης & Κρίβας, 2013). Κοινός στόχος των αφηγηματικών μεθόδων (βλ. Storied Approach, Story telling, Life Design) είναι η σύνδεση των διαφόρων μικρών ιστοριών μεταξύ τους και η συγκατασκευή, μαζί με το σύμβουλο, νέων, πιο ικανοποιητικών σεναρίων ζωής και σταδιοδρομίας (Savickas, 2012).

Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό ότι το θεωρητικό υπόβαθρο της ανάπτυξης σταδιοδρομίας έχει καθοριστεί ανά περιόδους, τόσο από τις ραγδαίες κοινωνικοοικονομικές αλλαγές όσο και από τη μεταβολή στη φιλοσοφία των κοινωνικών επιστημών (paradigm shift) από την ποσοτική-αντικειμενική θεώρηση του εαυτού, ο οποίος μπορεί να επιμεριστεί σε χαρακτηριστικά και να μετρηθεί («ψυχομετρικός εαυτός»), στον «αφηγούμενο εαυτό» (narrated self), o οποίος αναθεωρείται και αλλάζει από το άτομο, όποτε χρειάζεται (Καλίρης & Κρίβας, 2013. Κρίβας, 2011α). Επίσης, από την παραπάνω σκιαγράφηση παραδοσιακών και νεότερων προσεγγίσεων επαγγελματικής ανάπτυξης αναδεικνύεται η ανάγκη προσαρμογής των συμβουλευτικών τεχνικών στις ανάγκες των πελατών. Κάθε περίπτωση είναι διαφορετική. Ανάλογα με την ηλικία, το πολιτισμικό υπόβαθρο, την κοινωνική ομάδα αλλά και το διαθέσιμο χρόνο για συμβουλευτική, καλό είναι να χρησιμοποιούνται διάφορες προσεγγίσεις. Κάποιες φορές είναι ωφέλιμο να συνδυάζονται για να βοηθηθεί ο συμβουλευόμενος να προσαρμοστεί σε νέες καταστάσεις και να σκεφτεί τον εαυτό του από πολλαπλές οπτικές γωνίες. Όλες οι θεωρίες παρουσιάζουν πλεονεκτήματα αλλά και περιορισμούς, που είναι απαραίτητο να λαμβάνονται υπόψη από κάθε έγκυρο σύμβουλο μέσα στο πολύπλοκο κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο διαμορφώνεται η σταδιοδρομία του 21ου αιώνα.

Σύνταξη: Ανδρόνικος Καλίρης, υπ. Διδάκτωρ Φ.Π.Ψ., M.Sc., Πανεπιστήμιο Αθηνών, Σύμβουλος Σταδιοδρομίας, Εκπαιδευτικός

Επιμέλεια: Employ Σύμβουλοι Σταδιοδρομίας | www.e-employ.gr

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.