Του Νίκου Τσούλια
 
Μαζί με τον πόλεμο και τη φτώχεια είναι οι μεγάλες πληγές της ανθρωπότητας, συναποτελούν τη σκιά βαρβαρότητας του σύγχρονου πολιτισμού (του κατ’ ευφημισμό πολιτισμού), συγκροτούν το σκοτεινό μέρος του πλανήτη μας που διαρκώς γίνεται και πιο μεγάλο. Ο αναλφαβητισμός είναι η άμεση προσβολή του προσώπου του ανθρώπου από κάθε λογής σύστημα εξουσίας που διατηρεί και αναπαράγει γενικότερα τις ανισότητες στην εκπαίδευση.

Έχουμε άραγε αναλογιστεί τι σημαίνει να είσαι αναλφάβητος και ποια είναι η αίσθηση του αναλφάβητου για τη συμμετοχή του στο σύγχρονο κόσμο; Ποιες μπορεί να είναι οι διανθρώπινες, οι κοινωνικές και οι οικονομικές σχέσεις του; Πώς μπορεί να βρει εργασία και πώς μπορεί να συμμετέχει στα πολιτισμικά αγαθά; 
Ο αναλφαβητισμός είναι μια ρητή ομολογία μη θεσμικού εξανθρωπισμού. Είναι μια κυνική πολιτική επιλογή να «νεκρώνεται» ένα κομμάτι της κοινωνίας. Είναι το πιο ορατό δείγμα της κοινωνικής – στην καλύτερη περίπτωση – αδιαφορίας, ακριβώς γιατί ο αναλφαβητισμός ρίχνει τις ρίζες του όταν ο άνθρωπος είναι μικρό βλαστάρι που επιζητεί την οικογενειακή αλλά και κοινωνική θαλπωρή για να μπορεί να στεριώσει στον κόσμο. 
Η UNESCO (27.11.1978) έχει διαμορφώσει έναν ορισμό – αποδεκτό και από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (1987) – με τον οποίο θεωρεί ως «αναλφάβητα τα άτομα που δεν είναι ικανά να διαβάσουν και να γράψουν κατανοώντας μια απλή και σύντομη έκθεση γεγονότων σχετική με την καθημερινή τους ζωή» και έχει καθιερώσει την 8η Σεπτεμβρίου από το 1966 ως Παγκόσμια Ημέρα για την Εξάλειψη του Αναλφαβητισμού. 
Διακρίνουμε, κατ’ αρχήν, δύο τύπους αναλφαβητισμού: τον λειτουργικό αναλφαβητισμό, όπου τα άτομα έχουν διδαχθεί γραφή κι ανάγνωση αλλά δεν τις χρησιμοποιούν και τον ολικό ή οργανικό αναλφαβητισμό, όπου τα άτομα δεν έχουν διδαχθεί γραφή κι ανάγνωση. Σε μια παρεμφερή προσέγγιση, ο αναλφαβητισμός διακρίνεται σε απόλυτο, γενικό ή οργανικό και σε λειτουργικό. Στην πρώτη περίπτωση, έχουμε ολοκληρωτική άγνοια γραφής και ανάγνωσης. Από την άλλη, ο λειτουργικός αναλφαβητισμός αναφέρεται σε μια απουσία κοινωνικών γνώσεων. Το άτομο αδυνατεί να διαχειριστεί τον εαυτό του μέσα στην κοινωνία που ζει. Επιπλέον, ο όρος «υποεκπαίδευση» συγγενεύει ερμηνευτικά με τον λειτουργικό αναλφαβητισμό. 
Ωστόσο σήμερα έχει διευρυνθεί η τυπολογία του αναλφαβητισμού, έτσι ώστε να περιλάβει ολόκληρο το φάσμα του. Έτσι, στη σύγχρονη βιβλιογραφία έχουμε σε μια συνοπτική παρουσίαση της τυπολογίας τις εξής μορφές αναλφαβητισμού: 
α. Ο οργανικός αναλφαβητισμός προσδιορίζεται ως πλήρη στέρηση στοιχειωδών γνώσεων γραφής, ανάγνωσης, βασικών αριθμητικών πράξεων και κατανόησης απλών μορφών προφορικού λόγου σε θέματα της καθημερινής ζωής. 
β. Ο λειτουργικός αναλφαβητισμός ορίζεται ως απώλεια της ικανότητας ενός ατόμου, που έχει παρακολουθήσει την υποχρεωτική εκπαίδευση, να κατανοεί με επάρκεια τον προφορικό και γραπτό λόγο, να διατυπώνει με σαφήνεια τη σκέψη του, να κάνει αφαιρετικούς συνειρμούς, να αναπτύσσει κριτική σκέψη, να εκμεταλλεύεται ευκαιρίες για βελτίωση των γνωστικών του δεξιοτήτων (UNESCO, 1987). 
γ. Με τη ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας οι ενήλικες απειλούνται διαρκώς από τον τεχνολογικό ή ψηφιακό αναλφαβητισμό, καθώς δεν μπορούν να χειριστούν ή δεν διαθέτουν πόρους για να προμηθευτούν ηλεκτρονικές, ψηφιακές ή ηλεκτρικές συσκευές βελτιώνοντας έτσι τις προσωπικές και επαγγελματικές τους δεξιότητες. 
δ. Ο αναλφαβητισμός ατόμων που ανήκουν σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες είναι εικονικός και συνδέεται με τις δυσκολίες επικοινωνίας που δεν οφείλονται στις οριακές γνωστικές τους δεξιότητες, αλλά σε αδυναμία του εκπαιδευτικού και αξιακού μας συστήματος να διακρίνει, να αποδεχτεί και να διαχειριστεί την ετερότητα. Τα άτομα με αναπηρία, τα παιδιά των Τσιγγάνων ή μειονοτικών ομάδων δεν έχουν εύκολη πρόσβαση στη γνώση· οι οικονομικοί μετανάστες δεν μπορούν να χειριστούν την ελληνική γλώσσα και να κατανοήσουν την ελληνική κουλτούρα· μεταξύ νέων και ενηλίκων υπάρχει δυσκολία στην επικοινωνία, καθώς χρησιμοποιούν διαφορετικούς λεκτικούς κώδικες[1].
Προϊόντος του χρόνου εξελίσσεται και η ορολογία για το αρκετά πολύπλοκο πλέον φαινόμενο του αναλφαβητισμού με σχετική διεύρυνση των κριτηρίων του, έτσι ώστε σήμερα ακόμα και η πνευματική μονομέρεια να θεωρείται κι αυτή μορφή αναλφαβητισμού από την UNESCO. Ουσιαστικά, ο αναλφαβητισμός μπορεί να θεωρηθεί ως μέρος των ποικίλων κοινωνικών, οικονομικών και μορφωτικών ανισοτήτων που πλήττουν κυρίως τα πιο αδύνατα κοινωνικά στρώματα. Είναι απόρροια της θεσμικής αδυναμίας των εκπαιδευτικών συστημάτων των σύγχρονων κρατών να συμπεριλάβουν στους κόλπους τους όλα τα παιδιά και όλους τους νέους. Δεν είναι μια φυσική κατάσταση, δεν είναι αποτέλεσμα μιας εγγενούς αδυναμίας κάποιων παιδιών ή ανθρώπων, δεν είναι αντικειμενικό χαρακτηριστικό κάποιων κοινωνικών ομάδων. Είναι μια κοινωνική κατασκευή. Όσοι θέλουν να βλέπουν το φαινόμενο του αναλφαβητισμού ως μια φυσιολογική ή ως μια αναπόφευκτη κατάσταση, ή εθελοτυφλούν ή παρακάμπτουν σκόπιμα το όλο πρόβλημα. 
Ο ερευνητής Γ. Καββαδίας δίνει μια ευρεία προσέγγιση στο όλο πρόβλημα. «Ο αναλφαβητισμός είναι ένα πολυσύνθετο πρόβλημα, κοινωνικό, πολιτικό, πολιτισμικό, οικονομικό. Λειτουργεί ανασταλτικά στη συμμετοχή των πολιτών στα κοινά, διαιωνίζει την ταξική διάρθρωση της κοινωνίας, αποτελεί σοβαρό εμπόδιο για την ανάπτυξη θεσμών λαϊκής συμμετοχής και ελέγχου (Τοπική Αυτοδιοίκηση – Σύλλογοι – Συνεταιρισμοί), ενώ παράλληλα ακρωτηριάζει τη δυνατότητα άσκησης κριτικής καταδικάζοντας ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας να μένει πίσω από το γενικότερο κοινωνικό γίγνεσθαι πυκνώνοντας τις γραμμές της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού». Η επιστημονική, εκπαιδευτική και παιδαγωγική προσέγγιση θεωρεί τον αναλφαβητισμό ως ένα θεμελιώδες έλλειμμα και ως μια βασική ευθύνη της λειτουργίας των σύγχρονων κρατών και κοινωνιών! Οι επιπτώσεις είναι πολλαπλές, αρκεί να σκεφτούμε ότι «ο αναλφάβητος συχνά απομονώνεται ή νιώθει εσωστρεφής και αποκλεισμένος από κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα και πλημμυρίζεται από συναισθήματα ‘κατωτερότητας’»[2].
Η Ελλάδα προσπάθησε από τα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωσή της να ελέγξει το φαινόμενο του αναλφαβητισμού. Το 1834 καθιερώνεται υποχρεωτική φοίτηση για όλα τα ελληνόπουλα από 5 έως 12 ετών. Το 1895 (νόμος ΒΤΜΘ΄) πάλι ορίζεται η φοίτηση είναι υποχρεωτική για όλα τα παιδιά, ώσπου να πάρουν το απολυτήριο του δημοτικού. Επικουρικό ρόλο για την καταπολέμηση του αναλφαβητισμού ανέπτυξε από τον 19ο αιώνα και από τον Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσού. Οι προσπάθειες συνεχίστηκαν αλλά το πρόβλημα παρέμεινε. Το 2000 οι αναλφάβητοι ήταν 5% επί του συνόλου των γυναικών και 2% επί του συνόλου των ανδρών. Οι πιο ευάλωτες ομάδες ανθρώπων απέναντι στο πρόβλημα του αναλφαβητισμού είναι οι μειονότητες, όπως οι αθίγγανοι, και οι μετανάστες.
Ο αναλφαβητισμός πλήττει πολλαπλά τις ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού. Στον τομέα της υγείας, για παράδειγμα, ο αναλφαβητισμός κόβει χρόνια απ’ τη ζωή και σύμφωνα με μια σχετική μελέτη, «ένας στους τρεις ενήλικες ηλικίας άνω των 65 ετών δυσκολεύεται να καταλάβει τις βασικές πληροφορίες για την υγεία του, με επακόλουθο να διατρέχει αυξημένο κίνδυνο θανάτου»[3]. Σύμφωνα με έρευνα του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου, σχεδόν ένας στους δύο από τους ερωτηθέντες χαρακτηρίζεται ως υποεκπαιδευμένος. Επίσης, από την έρευνα προκύπτει επιπλέον ότι οι υποεκπαιδευμένοι έχουν πιο αναπτυγμένο το αίσθημα της εθνικότητας και της θρησκείας από τον υπόλοιπο πληθυσμό. Το 37,5% από τους λειτουργικά αναλφάβητους βλέπει την παρουσία των αλλοδαπών ενοχλητική. Επίσης, αξιολογούν την θρησκεία ως τη μέγιστη αξία, με το συντριπτικό ποσοστό του 95,7% σε σχέση με τις υπόλοιπες αξίες[4].
Στη χώρα μας, η κρίση θα ενισχύσει το όλο φαινόμενο του αναλφαβητισμού, αφού α) οι κοινωνικές ανισότητες θα χρωματιστούν ακόμα πιο έντονα μέσα στους εκπαιδευτικούς θεσμούς και β) όλες οι μορφές της αντισταθμιστικής εκπαίδευσης μαραίνονται ή και εξαλείφονται πλήρως. Και επειδή περισσεύουν οι διαπιστώσεις ακόμα και στα πιο έντονα κοινωνικά προβλήματα και επειδή περισσεύουν όλο και πιο πολύ οι αναγωγές των πάντων στη σφαίρα της πολιτικής, θεωρώ ότι σε ένα τόσο σοβαρό εκπαιδευτικό και κοινωνικό ζήτημα όπως είναι ο αναλφαβητισμός πρέπει να προτείνεις και να δίνεις λύσεις ιδιαίτερα εκ μέρους των θεσμικών παραγόντων. 
Θεωρώ, ότι οι Διδασκαλικοί Σύλλογοι και οι τοπικές ενώσεις των καθηγητών (ΕΛΜΕ) – σε συνεργασία και με άλλους συλλογικούς φορείς – οφείλουν να συντονίσουν προγράμματα πανελλαδικής κλίμακας καταπολέμησης του αναλφαβητισμού και άμβλυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων που πλήττουν την εκπαίδευσή μας. Εκπαιδευτική συλλογική δράση δεν είναι μόνο το πεδίο της διεκδίκησης ή των επαγγελματικών / κλαδικών συμφερόντων, είναι και ο δημιουργικός τομέας της ανάπτυξης μορφωτικών πρωτοβουλιών. 
Οι 150.000 περίπου εκπαιδευτικοί της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είναι ένα φοβερό μορφωτικό δυναμικό στους κόλπους της κοινωνίας μας και έχουν πολλές δυνατότητες να δώσουν συγκεκριμένα δείγματα παιδαγωγικής και κοινωνικής ευαισθησίας, ιδιαίτερα σήμερα που δοκιμάζεται η ελληνική κοινωνία και πιο πολύ τα αδικημένα οικονομικά στρώματα. Αν ένα μέρος από τους εκπαιδευτικούς δώσει έστω και ένα δίωρο από το απόγευμά τους στην εκπαιδευτική στήριξη των μαθητών / μαθητριών που έχουν ανάγκη, θα αλλάξει σημαντικά το σημερινό πρόβλημα του αναλφαβητισμού. Και όχι μόνο αυτό, θα έχουν δώσει απτά σημάδια κοινωνικής δυναμικής για την υπέρβαση της κρίσης. Άλλως θα έχουν (έχουμε) χάσει μια ιστορική ευκαιρία να δώσουν (δώσουμε) απτά και συγκεκριμένα το παιδαγωγικό παράδειγμα της αλληλεγγύης, ως ύψιστο όραμα αλλά και ως πρώτιστο βιωμένο συλλογικό καθήκον! 

[1] Ν. Φακιολάς (2006), Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, τ. 120, σ. 169-194
[2] Καθημερινή, 08-09-2008 
[3] ΤΑ ΝΕΑ, 16.3.12 
[4] Καθημερινή, 08-09-2008
Προηγούμενο άρθροΤο εξυπνόμετρο
Επόμενο άρθροΑρχαίο δράμα, σύγχρονα ποιήματα: (1) Ποιητικοί στοχασμοί με άξονα το αρχαίο δράμα
Κατάγεται από την Αυγή Αμαλιάδας και είναι εκπαιδευτικός. Έχει εκλεγεί πρόεδρος της ΟΛΜΕ τέσσερις φορές (1996 – 2003) και έχει εκπονήσει διδακτορική διατριβή στην Ειδική Αγωγή. Έχει εκδώσει δύο βιβλία εκπαιδευτικού περιεχομένου τα: “Σε πρώτο πρόσωπο” και «Παιδείας εγκώμιον». Έχει δημοσιεύσει δεκάδες άρθρα σε επιστημονικά και εκπαιδευτικά περιοδικά. Έχει συνεργαστεί επαγγελματικά με τις εφημερίδες «ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΗ» (1980 – 1986) και «ΕΞΟΡΜΗΣΗ» (1988 – 1996). Τα τελευταία χρόνια αρθρογραφεί στην εφημερίδα “ΤΟ ΑΡΘΡΟ” και στις εφημερίδες της ΗΛΕΙΑΣ: «ΠΡΩΙΝΗ», “ΑΥΓΗ” και “ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ”.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.