forodiafigiΤου Νίκου Τσούλια

      Η φοροδιαφυγή θεωρείται ως ένας βασικός παράγοντας πρόκλησης της σημερινής κρίσης της χώρας μας. Και αυτό είναι εύκολη διαπίστωση και κοινός τόπος της θεώρησης όλων μας και δεν χρειάζεται κάποια επίπονη ανάλυση για να τεκμηριωθεί.

      Το ερώτημα ωστόσο τίθεται ως εξής. Πώς γίνεται: αν και η φοροδιαφυγή θεωρείται η μεγάλη μας πληγή, να μην την αντιμετωπίζουμε και απλώς να μένουμε στις διαπιστώσεις; Πρόκειται προφανώς για ελλειμματική θεώρηση των κοινωνικών και πολιτικών μας πραγμάτων απ’ όλους μας: πολιτικό σύστημα, κοινωνικά κινήματα και πολίτες. Υπάρχει και ένα άλλο συμπληρωματικό στοιχείο. Η φοροδιαφυγή τίνος είναι υπόθεση; Εδώ η απάντηση έρχεται εύκολα. Πιστεύουμε ότι είναι μια κρατική και μόνο υπόθεση. Η προς τούτο εξήγηση είναι απλή. Σχεδόν καθολικά δεν θέλουμε να εξαλειφθεί η φοροδιαφυγή και όταν μας δίνεται η ευκαιρία, την υπηρετούμε όλοι!

      Ωστόσο, θεωρώ ότι η φοροδιαφυγή δεν είναι μόνο οικονομικό πρόβλημα – είναι πρόβλημα κοινωνικό, εθνικό, πολιτικό και ηθικό. Και να γιατί. Όταν η έκτασή της και τα μεγέθη της είναι φοβερά μεγάλα, τότε από μόνη της παίρνει την όψη του κοινωνικού προβλήματος. Ας αναρωτηθούμε για τις επιμέρους όψεις της: υπερτιμολογήσεις των επιχειρήσεων, πλαστά τιμολόγια, μη χορήγηση αποδείξεων από το μικρό καφενείο των χωριών μας μέχρι τις πολυεθνικές εταιρείες, λαθρεμπόριο κάθε είδους, λαϊκές αγορές που …ζουν σε άλλες εποχές, φακελάκια γιατρών, ιδιαίτερα μαθήματα εκπαιδευτικών, παράνομες συναλλαγές μηχανικών, διαγωνισμοί αδιαφάνειας κλπ κλπ Μπορούμε να ισχυριστούμε ότι οι περισσότερες οικονομικές συναλλαγές γίνονται στο σκοτάδι της φοροδιαφυγής!

      Είναι πρόβλημα πολιτικό, γιατί αναιρείται μια από τις βασικές σχέσεις πολιτών και κράτους. Αλλά πέραν τούτων, πώς μπορεί να δομηθεί ένα κράτος πρόνοιας και μια δημοκρατική πολιτεία αν δεν θεμελιώνεται στη βάση μιας γενικής και απόλυτα καθολικής φορολογίας. Υπάρχει άλλη εναλλακτική λύση; Διαμορφώνεται και μια άλλη όψη. Όταν οι κυβερνήσεις δεν μπορούν να βρουν και να εφαρμόσουν μέτρα υλοποίησής της, όταν τα κόμματα και οι πολιτικοί δεν μπορούν να διαπαιδαγωγήσουν με το δημόσιο λόγο τους τους πολίτες για την πρώτιστη ανάγκη της ύπαρξης φορολογίας, πώς θα διαμορφωθεί η περίφημη φορολογική συνείδηση;

      Είναι πρόβλημα ηθικό, γιατί τα ελλείμματα και τα κενά που αφήνει η φοροδιαφυγή φορτώνονται σ’ αυτούς τους λίγους που δεν ασκούν αυτή την βάρβαρη πρακτική ή έστω δεν μπορούν, με τελικό αποτέλεσμα η φορολογία να γίνεται όλο και πιο δυσβάστακτη. Αν είχαμε μια πολιτεία – όπου οι πολίτες ήταν πράγματι πολίτες και το κράτος ήταν πράγματι οργανωμένο και δίκαιο κράτος -, θα προσλαμβάναμε την λειτουργία της καθολικής φορολογίας ως πρώτιστη υποχρέωσή μας, ως βασικό καθήκον μας, ως μια κίνηση ελευθερίας και όχι καταναγκασμού, ως μια επιλογή της δικής μας βαθιάς επιθυμίας. Γιατί είναι πολύ απλό να σκεφτούμε ότι είναι χρήματα που μας «επιστρέφονται», που δομούν το Κράτος Πρόνοιας, που πηγαίνουν για την εκπαίδευση, την υγεία, την ασφάλιση, την εθνική άμυνα, τον πολιτισμό…

      Εκ των προηγουμένων διαφαίνεται πολύ απλά ότι το ζήτημα έχει εθνική διάσταση. Αφορά το μέλλον της Ελλάδας και δεν είναι ένα απλό πρόβλημα διαχείρισης για ήσσονος σημασίας θέμα. Και ενώ έχει διατυπωθεί με έναν σχεδόν δραματικό τρόπο η άποψη από παλιότερους πολιτικούς μας ότι «ή θα δαμάσουμε τη φοροδιαφυγή ή θα μας πνίξει» – προφανώς έγινε το δεύτερο -, δεν προχωράμε σε μια αυτοκριτική και κυρίως σε μια αντίληψη υπεράσπισης του ορθολογισμού και του μέλλοντός μας. Το εξίσου παρακμιακό και ανόητο στοιχείο στα τόσα και τόσα παρόμοια άλλα στην υπόθεσή μας είναι οι δικαιολογίες που χρησιμοποιούμε: ας πιάσουν τους μεγάλους φοροφυγάδες, εμένα τον φτωχό βρήκαν, σιγά μη λυθεί το πρόβλημα αν κόψω εγώ απόδειξη, δεν πειράζει είσαι δικός μας και άλλα ων ουκ έστιν αριθμός.

      Πρόκειται για μια υποκουλτούρα που διαβρώνει τις σχέσεις πολιτών και κράτους και υπονομεύει την ομαλή λειτουργία της πολιτείας μας. Εκείνο το σημείο που χρήζει περισσότερης και διεξοδικότερης ανάλυσης είναι – κατά τη γνώμη μου – αυτό. Όταν δεν μας δίνουν απόδειξη για την αγορά ενός προϊόντος, δεν μας προσβάλλουν ως πρόσωπα, δεν μας απαξιώνουν προκλητικά, αφού δεχόμαστε την παρανομία σαν να μην είμαστε υπαρκτοί, σαν να είμαστε φαντάσματα; Γιατί δεχόμαστε να μας κλέβουν, αφού ξέρουμε ότι οι επιτήδειοι δεν παρανομούν μόνο γιατί δεν θα πληρώσουν το δικό τους αναλογούντα φόρο, αλλά και γιατί τσεπώνουν το φόρο (τον Φ.Π.Α.), ο οποίος είναι ποσό που δίνει ο πελάτης για να πάει στο κράτος; Πώς δεχόμαστε να αμαυρώνεται με τόσο κυνικό τρόπο η αξιοπρέπειά μας; Είμαστε τόσο παρακμιακοί;

anthologio.wordpress.com

Προηγούμενο άρθροΣΜΕΔ: Ηχογραφημένα Σεμινάρια Αυτομόρφωσης 2016 (Νίκος Πρατσίνης)
Επόμενο άρθροΠαιδεία για ολοένα και λιγότερους
Κατάγεται από την Αυγή Αμαλιάδας και είναι εκπαιδευτικός. Έχει εκλεγεί πρόεδρος της ΟΛΜΕ τέσσερις φορές (1996 – 2003) και έχει εκπονήσει διδακτορική διατριβή στην Ειδική Αγωγή. Έχει εκδώσει δύο βιβλία εκπαιδευτικού περιεχομένου τα: “Σε πρώτο πρόσωπο” και «Παιδείας εγκώμιον». Έχει δημοσιεύσει δεκάδες άρθρα σε επιστημονικά και εκπαιδευτικά περιοδικά. Έχει συνεργαστεί επαγγελματικά με τις εφημερίδες «ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΗ» (1980 – 1986) και «ΕΞΟΡΜΗΣΗ» (1988 – 1996). Τα τελευταία χρόνια αρθρογραφεί στην εφημερίδα “ΤΟ ΑΡΘΡΟ” και στις εφημερίδες της ΗΛΕΙΑΣ: «ΠΡΩΙΝΗ», “ΑΥΓΗ” και “ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ”.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.