krisi euroΤου Νίκου Τσούλια

Πρόκειται για νοοτροπίες και αντιλήψεις που δεν είναι ακριβώς παράγωγα της κρίσης αλλά μάλλον προϋπήρχαν αυτής σε λανθάνουσα κατάσταση ή σε μικρότερη έκφραση και απλώς με τον ερχομό της κρίσης εκδηλώθηκαν σε μεγάλη έκταση. Είναι θεωρήσεις που εν πολλοίς ταυτίζονται ή, πιο ορθά, τέμνονται με την πολιτική και ιδεολογική προσέγγιση αλλά και με τη γενικότερη κοσμοθεωρία και την πολιτιστική στάση και συμπεριφορά των ανθρώπων.

Η πιο ακραία μορφή αυτών των νοοτροπιών είναι η τυφλή οργή και ο υπερβολικός θυμός, η άμετρη αγανάκτηση και η απόρριψη των πάντων. Εδώ επωάστηκε και αναπτύχθηκε η βαριά σκιά της βίας και των προπηλακισμών με όπλο την «καθαρότητα» μιας πρωτόγονης σκέψης του τύπου «να φύγουν όλοι οι πολιτικοί και τα κόμματα του σάπιου συστήματος». Η αποδόμηση της πολιτικής και του ορθολογισμού έφτασε μέχρι του σημείου να απορρίπτονται και όλοι οι πολιτικοί που πέρασαν τα προηγούμενα χρόνια – με χαρακτηριστική περίπτωση εκείνη του Α. Παπανδρέου – με προφανή στόχο να πληγεί ο πυρήνας και η ηθική ενός κομματικού χώρου και να καρπωθούν τα οφέλη τα σχήματα εκείνα που θα εμφανίζονταν και πιο απόλυτα και πιο ρηξικέλευθα στην απόρριψη.

Τα κοινωνιολογικά χαρακτηριστικά αυτής της ομάδας δεν είναι απόλυτα ομοιογενή, αλλά πάντως μπορούμε να ισχυριστούμε ότι υπάρχουν δύο κρατούσες τάσεις: οι πολίτες που έχουν χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και ετεροκαθορίζονται από το ρεύμα της εποχής και ανακαλύπτουν ξαφνικά ότι έχουν ρόλο στα πολιτικά πράγματα και αυτοί που πάντα καιροφυλακτούν σε αυτές τις περιπτώσεις για να εκφράσουν πολιτικά την αποδόμηση κομμάτων και πολιτικών μέσα από το φασισμό. Η ξαφνική εμφάνιση της ναζιστικής οργάνωσης της «Χρυσής Αυγής» δεν ήταν καθόλου ξαφνική – ήταν απόρροια του λαϊκισμού και της ανορθολογικής αντίληψης και εξέφρασε το κίνημα του «Αγανακτήστε» σε μεγαλύτερο βαθμό από τα άλλα πολιτικά ρεύματα.

Η δεύτερη νοοτροπία που αναπτύχθηκε ήλθε από τη soft αριστερά. Οι ηγέτες της είδαν τη μοναδική ιστορική ευκαιρία. «Αν όχι τώρα, πότε;», αναρωτήθηκαν και εκτίμησαν βάσιμα ότι υπάρχει δυνατότητα να ξεφύγουμε από τα σύνορα «φθοράς και αφθαρσίας» και από την πολύχρονη μέγγενη της κοινοβουλευτικής επιβίωσης, ενώ ταυτόχρονα θα πάρουμε ρεβάνς έναντι της ορθόδοξης / κομμουνιστικής αριστεράς και θα κλείσε το κεφάλαιο του ποιος έχει τον πρώτο λόγο στο πολιτικό φάσμα της αριστεράς. Υιοθετήθηκε και εδώ η αποδόμηση των άλλων κομμάτων του κυβερνητικού συστήματος και πρωτίστως της κεντροαριστεράς, αφού αυτός ήταν ο χώρος επί του οποίου θα ανέπτυσσαν τη δυναμική τους. Παράλληλα υποσχέθηκαν όλα σ’ όλους και έκαναν τη δημαγωγία και το λαϊκισμό ιδεολογία (!), ενώ αυτοπροσδιόρισαν τη βία και τον ακτιβισμό εναντίον αυτών που συγγένευαν πολιτικά σε μορφές ταξικής πάλης!!

Η τρίτη νοοτροπία αφορούσε το παραδοσιακά συντηρητικό κομμάτι της κοινωνίας μας, που θεώρησε ότι η ευθύνη ανήκει στην κεντροαριστερά και με τη συνέργεια του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. – που ήταν ο συλλογικός εκφραστής της προηγούμενης νοοτροπίας – κατάφερε να βγει σχετικά πολιτικά αλώβητη. Και με το συμβολισμό της εκλογής του Π. Παυλόπουλου – που βούλιαξε το Δημόσιο με τους εκατοντάδες χιλιάδες διορισμούς – το κομμάτι αυτό παρέμεινε στη λογική ότι η αγορά και ο νεοφιλελευθερισμός θα δώσουν από μόνοι τους τη λύση αρκεί να εφαρμόσουμε τις επιλογές τους.

Η νοοτροπία της κομμουνιστικής αριστεράς ίσως να ήταν η πιο ορθολογική τόσο στην ανάλυσή της όσο και στο τι κάνουμε, μόνο που στο «δέον γενέσθαι» η άποψη αυτή δεν είχε καμιά προβολή επί της τρέχουσας ιστορικότητας και με βάση τους διεθνείς κυρίως συσχετισμούς δυνάμεων μεταξύ κεφαλαίου και εργατικής τάξης. Έτσι σχεδόν νομοτελειακά είδε κομμάτια της να ρέπουν προς την αριστερού περιεχομένου δημαγωγία και έτσι δεν μπόρεσε τελικά να ωφεληθεί από την κρίση – απλά και μόνο γιατί παρέμεινε παραδοσιακή και απόλυτα πιστή στην έννοια της ταξικής συνειδητοποίησης και της ταξικής πάλης και όχι στην προεκλογική σκοπιμότητα.

Το τελευταίο και πιο αδύναμο κομμάτι ήταν το πιο μετριοπαθές και το εντονότερα προβληματισμένο. Είναι το κομμάτι που απέμεινε στην κεντροαριστερά και είχε ως νοοτροπία και ως πολιτική αντίληψη ένα μίγμα όχι και τόσο αρεστό. Η ανάλυσή του για την πρόκληση αλλά και για την υπέρβαση της κρίσης είχε και ενδογενή ελληνικά χαρακτηριστικά αλλά και γενικότερα – που συνδέονται με τη λειτουργία και του διεθνούς κεφαλαίου και δη του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και με τη δομή και τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης – αλλά πρωτίστως με το σύστημα διακυβέρνησης και το πολιτικό σύστημα της χώρας. Είναι το τμήμα που δέχθηκε σχεδόν όλα τα πυρά από τα προηγούμενα κοινωνικά τμήματα.

Προφανώς η εν λόγω θεώρηση είναι αδρομερής και ίσως και απλουστευτική. Ρίχνει όμως κάποιες «αχτίνες φωτός» για μια περίοδο σκιάς στη σκέψη μας – και όχι μόνο αδειάσματος της τσέπης μας -, με κύριο σκοπό να συζητήσουμε ως κοινωνία σε βάθος τα αίτια της κρίσης αλλά και τα στοιχεία σταδιακής εξόδου απ’ αυτή.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.