slave-_disappointmentΤου Νίκου Τσούλια

      Είναι μάλλον προφανές ότι η κρίση δεν είναι μόνο μια σκληρή οικονομική και κοινωνική δοκιμασία αλλά (πρέπει να) αποτελεί και πεδίο συλλογικών αγώνων και έτι περαιτέρω πεδίο περισυλλογής και αναζήτησης. Σε καμιά περίπτωση ένας λαός και μια κοινωνία δεν μπορούν να μένουν δέκτες και απλοί παρατηρητές των γεγονότων και των αποτελεσμάτων των διαπραγματεύσεων μεταξύ της Ελλάδας και των δανειστών.

      Αλλά για να είναι ενεργητικός ο λαός και να συμμετέχει ουσιαστικά στα σημερινά δρώμενα πρέπει να έχει αποσαφηνίσει σε γενικό βαθμό τουλάχιστον τις αιτίες της κρίσης και κυρίως τους τρόπους εξόδου απ’ αυτή. Όσο και αν φαίνεται περίεργο, κάτι τέτοιο δεν έχει επιτευχθεί! Ένας από τους συντελεστές που έχει επιδράσει στο εν μέρει θολό σκηνικό είναι η αδυναμία των πολιτών και των εργαζομένων κατάκτησης εκείνης της πολιτικής και ταξικής συνείδησης και μιας ορθολογικής ανάλυσης που είναι τα πιο ασφαλή στοιχεία για συγκροτημένη συλλογική δράση.

      Οι βασικές αντιπαραθέσεις που αναπτύχθηκαν όλο αυτό τον καιρό ήταν α) η πλήρης εναντίωση σε κάθε εφαρμογή των Μνημονίων, β) η αντιπαλότητα με τα όποια κυβερνητικά προγράμματα, γ) η απόρριψη της γερμανικής επιρροής στις διαπραγματεύσεις. Πολύ λιγότερο αναπτύχθηκε κλίμα πόλωσης στον παραδοσιακά ιδεολογικό άξονα αντίθεσης «εργασίας – κεφαλαίου». Αυτό το έλλειμμα της βασικής αντίθεσης μεταξύ εργαζομένων και διεθνούς οικονομικής εξουσίας εκφράστηκε και με την πανσπερμία των επιμέρους δευτερευουσών αντιθέσεων στους κόλπους των εργαζομένων.

      Η εν λόγω εξέλιξη δεν ήταν απόρροια μόνο της ελλειμματικής ταξικής και πολιτικής συνείδησης. Από τη στιγμή που ως βασική αιτία της όλης κρίσης θεωρήθηκε η ευθύνη της τότε κυβέρνησης – που είχε αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας λίγους μήνες πριν… – είχε χαθεί η ουσιαστική συλλογική ανάλυση. Έτσι ευδοκίμησε ο λαϊκισμός και η κομματική σκοπιμότητα, ο σκοταδιστικός ανορθολογισμός και το γιουρούσι των πλατειών. Το οργανωμένο συνδικαλιστικό κίνημα δεν μπόρεσε να βάλει αποτελεσματικά τη «σφραγίδα του» στη θεώρηση των πραγμάτων. Και παρ’ όλο που όλα τα κόμματα της εκάστοτε αντιπολίτευσης ήσαν μόνιμα «στο κλαρί» και ξεσήκωναν τους αγανακτισμένους, το όλο εγχείρημα της αντίστασης κατά των μνημονίων δεν είχε αποτελέσματα…

      Όλο αυτό το διάστημα αναπτύχθηκε πολύ εύκολα η συντεχνιακή αντίληψη, η αντιπαράθεσηόλων εναντίον όλων. Ίσως η πιο χαρακτηριστική αντιπαράθεση ήταν εκείνη μεταξύ των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα και (κυρίως) των ελεύθερων επαγγελματιών εναντίον των δημόσιων υπαλλήλων. Αλλά πέραν τούτου, κάθε επιμέρους κλάδος εργαζομένων στρεφόταν κατά των άλλων κλάδων χρησιμοποιώντας τα ιδιαίτερα προνόμιά τους ή τις ξεχωριστές ιδιαιτερότητές τους. Ήταν πιο εύκολο να στραφείς εναντίον του απτού και διπλανού σου «παραδείγματος» παρά να αναφέρεσαι στις δράσεις του διεθνούς κεφαλαίου ή των μακρινών δανειστών. Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης επιδόθηκαν με περισσή επιμέλεια – για ευνόητους λόγους – στο κυνηγητό των «χτυπητών περιπτώσεων» και έτσι η όλη συζήτηση είχε διαμορφώσει ουσιαστικά το πεδίο αναφοράς της.

      Υπήρχε βέβαια και ουσιαστικό υπόστρωμα που αναδύθηκαν οι δευτερεύουσες αντιθέσεις. Όλα τα προηγούμενα χρόνια οι κυβερνήσεις είχαν επιδοθεί σε μια ιδιότυπη πελατειακή συλλογικού χαρακτήρα πολιτική. Είχαν προχωρήσει σε προκλητικά ευνοϊκές ρυθμίσεις σε επαγγελματικούς κλάδους ανεξάρτητα από προσόντα ή από κοινωνικές προτεραιότητες και ανάγκες. Ευθύνη βέβαια είχε και το συνδικαλιστικό κίνημα που δεν αντιστάθηκε στις συντεχνιακές πρακτικές των κυβερνήσεων και κατ’ ουσία ούτε καν τις αμφισβήτησε. Και έτσι φτάσαμε το εξής σημείο. Όταν χρειάστηκε ο γενικός αγώνας αντίστασης και οι πανελλαδικές κινητοποιήσεις, ετίθετο ένα βασικό ερώτημα στις σκέψεις των εργαζομένων κάθε ιδιαίτερου χώρου: για ποια ακριβώς αιτήματα θα αγωνιστώ; Και ναι μεν τα μέτρα ήταν πάντα οριζόντια, αλλά σε κάθε περίπτωση είχαν διαφορετική επιβάρυνση στους επιμέρους κλαδικούς χώρους. Εν τω μεταξύ η ανεργία τσάκιζε ιδιαίτερα τους νέους, οι μισθοί και οι συντάξεις μετασχηματίζονταν σε επιδόματα και το κοινωνικό κράτος κατέρρεε.

      Η έλλειψη ουσιαστικής πολιτικής συνείδησης είναι εκτός των άλλων και αποτέλεσμα της κυριαρχίας του ανορθολογισμού στην ελληνική κοινωνία. Και αυτό αποδείχτηκε με τον πιο εκκωφαντικό τρόπο. Όλα αυτή την περίοδο ο λαός εκφράστηκε κυρίως στο λαϊκισμό και εν μέρει και στο φασισμό! Συντάχθηκε πίσω από τους δημαγωγούς. Και έτσι, όχι μόνο δεν έχουμε εισέλθει σε τροχιά υπέρβασης της κρίσης, αλλά αντίθετα η κρίση οξύνεται και βαθαίνει.

      Η ταξική και η πολιτική συνείδηση ως συντελεστές κοινωνικής προόδου προϋποθέτουν ορθολογική σκέψη. Σε καμιά περίπτωση δεν συνάπτονται με τον άκρατο βερμπαλισμό και την ακατάσχετη βουλησιαρχία. Προϋποθέτουν κραταιά παιδεία, ουσιαστική μόρφωση και βαθιά πνευματική καλλιέργεια. Όλα τα άλλα τα μεγαλόσχημα και πομπώδη είναι στοιχεία για υπηκόους και για χειραγωγημένους μη πολίτες…

anthologio.wordpress.com

Προηγούμενο άρθροΚρανίου τόπος η εκπαίδευση ενηλίκων
Επόμενο άρθροΘεατρική Παράσταση “Η ωραία Αθοκουτάλα”
Κατάγεται από την Αυγή Αμαλιάδας και είναι εκπαιδευτικός. Έχει εκλεγεί πρόεδρος της ΟΛΜΕ τέσσερις φορές (1996 – 2003) και έχει εκπονήσει διδακτορική διατριβή στην Ειδική Αγωγή. Έχει εκδώσει δύο βιβλία εκπαιδευτικού περιεχομένου τα: “Σε πρώτο πρόσωπο” και «Παιδείας εγκώμιον». Έχει δημοσιεύσει δεκάδες άρθρα σε επιστημονικά και εκπαιδευτικά περιοδικά. Έχει συνεργαστεί επαγγελματικά με τις εφημερίδες «ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΗ» (1980 – 1986) και «ΕΞΟΡΜΗΣΗ» (1988 – 1996). Τα τελευταία χρόνια αρθρογραφεί στην εφημερίδα “ΤΟ ΑΡΘΡΟ” και στις εφημερίδες της ΗΛΕΙΑΣ: «ΠΡΩΙΝΗ», “ΑΥΓΗ” και “ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ”.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.