24-12-15_vouliΤου Νίκου Τσούλια

      Το πεδίο της πολιτικής είναι το πιο καθολικό και το πιο καθοριστικό πεδίο έκφρασης και λειτουργίας του ανθρώπου στη σύγχρονη κοινωνία. Εδώ γράφεται εν πολλοίς η μελλοντική ιστορία ενός λαού, εδώ προσδιορίζεται πρωτίστως το μέλλον κάθε χώρας. Έχει, ως εκ τούτου, μεγάλη σημασία η ιδεολογική ακτινοβολία που εκπέμπει η πολιτική.

      Ως λόγος καθολικός ο πολιτικός λόγος δεν μπορεί παρά να έχει κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Πρώτον, οφείλει ως κατ’ εξοχήν δημόσιος λόγος να είναι λόγος διαπαιδαγωγικός, να είναι λόγος που παιδαγωγεί το πνεύμα του ανθρώπου. Δεύτερον, θα πρέπει να συνάπτεται απόλυτα με την ουσία των προβλημάτων μιας κοινωνίας, να μην είναι λόγος αφ’ υψηλού αλλά λόγος ταπεινός και να αναζητεί με επιμέλεια την «καρδιά» των ζητημάτων που απασχολούν το λαό γενικά αλλά και τον άνθρωπο ειδικά. Τρίτον, οφείλει να είναι λόγος οραματικός, να σχεδιάζει το μέλλον με μια προοπτική βιώσιμη και προοδευτική αλλά χωρίς το βερμπαλισμό της δημαγωγίας και του λαϊκισμού που απευθύνονται στα ένστικτα και αντί να επιλύουν προβλήματα τα πολλαπλασιάζουν. Τέταρτον, ο πολιτικός λόγος δεν μπορεί παρά να είναι λόγος πνευματικός και γιατί όχι «λογοτεχνικός», ο οποίος θα προάγει την ελευθερία του πνεύματος.

      Αλλά για να υπάρξει ένας τέτοιος λόγος, θα πρέπει το γενικότερο στερέωμα της πολιτικής να συνδέεται με μια βαθιά δημοκρατική και ανθρωπιστική κουλτούρα. Αν οι πολιτικοί δεν διατρέχονται από μια τέτοια αντίληψη και υπηρετούν μόνο τις επιταγές της εξουσίας και της ανέξοδης δημαγωγίας, τότε η έννοια της δημοκρατίας μετασχηματίζεται και χάνει το ουσιαστικό περιεχόμενό της.

      Ποια μπορεί να είναι τα συστατικά στοιχεία που διέπουν τις σχέσεις δημοκρατίας και κουλτούρας; Η Μ. Ζορμπά σε ένα σχετικό βιβλίο της θέτει μια βάση συζήτησης. «Οι αναφορές μας στη σχέση αυτή γίνονται μέσα από τέσσερις διαφορετικές έννοιες, προκειμένου να αποδοθούν, με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη κάθε φορά ακρίβεια, οι αποχρώσεις της. Η πρώτη έννοια είναι ο «διαφωτισμός», ως γενικός λόγος μιας από τα πάνω δημοκρατικής διάδοσης της κουλτούρας που υπακούει στους κανόνες του ελιτισμού. Η δεύτερη είναι η «εκπολιτιστική αποστολή», ως επιχειρησιακή έννοια που ενσωματώνει τον αποικιακό συμβολικό Λόγο αλλά και ανάλογες πρακτικές στο εσωτερικό μιας κοινωνίας σε διαδικασία από τα έξω αξιακής αναμόρφωσης. Η τρίτη είναι ο «εκδημοκρατισμός», ως πολιτική διάδοσης της υψηλής κουλτούρας στους πολίτες με δημοκρατικά μέσα, σε συνδυασμό συνήθως με εκπαιδευτικά προγράμματα ενίσχυσης της «ανόδου του πολιτιστικού επιπέδου του λαού», εκλαΐκευσης και ευκαιριών πρόσβασης. Τέλος, η τέταρτη είναι η «πολιτισμική δημοκρατία», ως αποδοχής της πολιτισμικής ισοτιμίας, της διαφορετικότητας και του πλουραλισμού. Αυτή η τελευταία, απαιτεί ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο η με την ευρεία έννοια πολιτισμική πολιτική κατανέμει με δημοκρατικό τρόπο, διαδικασίες και διαφάνεια τους δημόσιους πόρους και έχει ως στόχο να μειώσει τις ανισότητες και διακρίσεις, αποδομώντας προοδευτικά τις κατασκευές και του Λόγους που τις υποστηρίζουν»[i].

      Το σημερινό πολιτικό σκηνικό της χώρας πόρρω απέχει από μια θεώρηση δημοκρατικής κουλτούρας. Αντίθετα κυριαρχεί ένα αντιφατικό μείγμα αφενός μιας αντίληψης λαϊκισμού, δήθεν εύκολων συνταγών και παιδιαριώδους αντιμετώπισης των πολλών προβλημάτων της χώρας και αφετέρου μια αντίθετης αντίληψης μονόδρομης και «εκ των πραγμάτων επιβεβλημένης πολιτικής» και χυδαίου πραγματισμού. Ταυτόχρονα και οι δύο κρατούσες αντιλήψεις διακρίνονται από θεώρηση άκρατης καταστροφολογίας και χοντροκομμένης αντιπολιτευτικής στάσης και συμπεριφοράς ως προς την πρόταση του «άλλου» και απαξίωσης και αποδόμησης των προσώπων των άλλων πλην των οικείων «στρατοπέδων». Και ο πολίτης απλά αναρωτιέται. Είναι δυνατόν η πραγματικότητα να υποφέρει από τη λογική του «άσπρου – μαύρου», από τη φαινομενική αντίθεση «σωτήρα – καταστροφέα», από την πρωτόγονη σύλληψη των προβλημάτων μέσα από τις αοριστολογίες και τις γενικολογίες;

      Υπάρχει και μια ιστορικού χαρακτήρα προσέγγιση για την αποτίμηση των σχέσεων πολιτικής και κουλτούρας. «Παλαιότερα η κουλτούρα νοούνταν ως αντίθεση της πολιτικής και ο κριτικός της ρόλος ήταν απολλώνιος και αφ’ υψηλού, κατευθυνόμενος χειραγωγικά προς τις αδαείς μάζες. Τώρα ο κριτικός της ρόλος δεν απευθύνεται στους απαίδευτους και στους αγροίκους αλλά εκπορεύεται από τα κάτω, από αυτό που ορίζεται ως «υπο-κουλτούρα» ή «μαζική κουλτούρα». Ενώ παλαιότερα μια εκλεπτυσμένη μειοψηφία απευθυνόταν στις απολίτιστες μάζες σήμερα το ρεύμα έχει αντιστραφεί. Όσο πιο καθημερινή, μαζική και πεζή γίνεται η κουλτούρα, τόσο χάνει τη διαλλακτική και συναινετική της δυναμική ως φαντασιακό υποκατάστατο της θρησκείας. Χάνει το αξιακό της φορτίο καθώς προσδιορίζεται λιγότερο καλλιτεχνικά και περισσότερο πολιτικά»[ii].

      Ωστόσο το μείζον διακύβευμα στο συζητούμενο θέμα μας είναι το γεγονός ότι το έλλειμμα παιδείας και πολιτισμού είναι χαρακτηριστικό δείγμα της ελληνικής πολιτείας και αφορά το σύνολό της. Από πού μπορεί να αρχίσει μια αντίληψη βαθιά δημοκρατική και ουμανιστική που θα προάγει τον πολιτικό διάλογο είτε μεταξύ των κομμάτων είτε μεταξύ πολιτικής και κοινωνίας σε ένα πεδίο πραγματικής γραφής της ιστορίας στην έννοια της προόδου, υλικής και πνευματικής; Θεωρώ ότι η ευθύνη ανήκει στη σφαίρα της πολιτικής. Αυτό είναι το μείζον αλλά και το πιο όμορφο και γοητευτικό πρόταγμά της. Μπορεί να ανοίξει μια τέτοια προοπτική;

[i] Μ. Ζορμπά, Πολιτική του πολιτισμού, Ευρώπη & Ελλάδα στο δεύτερο μισό του 20ού αι., Αθήνα: Πατάκης

[ii] Τζιόβας Δ., ΤΟ ΒΗΜΑ,  9/06/2002

anthologio.wordpress.com

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.