Κάποτε στο μακρινό βασίλειο του «Χρωστάν» είχε κτιστεί ένα παλάτι όχι πολύ μεγάλο, αρκετό όμως ώστε να απαιτεί υπηρέτες δούλους και αυλικούς από όλο το Χρωστάν. Είχε ανάγκη λοιπόν τους παλατιανούς υποκόμους του απανταχού της επικράτειας, ώστε να μπορεί να χτίζει τους νέους πύργους του εκεί ψηλά και να γυαλίζει τους χρυσούς του θρόνους. Και τα χρόνια περνούσαν και το παλάτι μεγάλωνε και προσλάμβανε όλο και περισσότερους αυλικούς.
Για να τους ταΐζει μάλιστα, έπαιρνε δανεικά από τα γύρω Βασίλεια. Οι κακόμοιροι πολίτες του Χρωστάν που δεν υπηρετούσαν στο παλάτι, φτωχοζωούσαν και περίμεναν υπομονετικά κάτω από τα κάστρα των βασιλιάδων να πέσει κανένα ψίχουλο. Οι βασιλιάδες του χρωστάν έτσι είχαν προσλάβει για υπηρέτες το μισό πληθυσμό, ενώ τον άλλο μισό τον είχαν καταδικάσει να κουβαλάει τα τρόφιμα μέχρι το παλάτι, προκειμένου να τους χαριστεί η ζωή, γιατί αλλιώς θα βγαίνανε οι αξιωματικοί από το παλάτι και θα τους καθάριζαν επί τόπου.
Τα χρόνια πέρασαν και το Βασίλειο φτώχηνε πολύ. Οι πύργοι ξέφτισαν και τα αραχνοΰφαντα ρούχα μάδησαν. Οι παλατιανοί δούλοι τότε ανησύχησαν πως θα επιβιώσουν μέσα στο παλάτι καθώς απειλούνταν με στέρηση τροφής. Βρήκανε λοιπόν ένα νέο Βασιλιά από το χώρο έξω από την αυλή, για να του παραδώσουν τα κλειδιά του πύργου, με την προϋπόθεση, να βρει τρόπο να μη πεθάνουν οι αυλικοί. Δέχεται λοιπόν ο νέος Βασιλιάς την πρόκληση και ανεβαίνει στο θρόνο. Αφού λοιπόν τα βασίλεια των γύρω δανειστών του είπαν ότι μόνο με γκρέμισμα των κάστρων θα ζήσει το βασίλειο, αυτός έκανε πως δεν το άκουγε. Παίρνει λοιπόν τη μεγάλη απόφαση: Αποφασίζει τον Κανιβαλισμό ! Για να επιβιώσετε εσείς αυλικοί μου, θα πρέπει να φάτε τις σάρκες των απέξω ! Και άρχισαν λοιπόν οι αυλικοί να τρώνε από τις σάρκες των απέξω πολιτών…