AlexandrosPapadiamantis1Ο Παπαδιαμάντης δεν έδωσε συνεχιστές του δικού του ιδιώματος γραφής. Αρχικά η συγγραφική πορεία του Παπαδιαμάντη, καταγράφει μια δυναμική προσήλωση στην περιγραφή της φύσης. Αργότερα προχωρεί στην ηθογραφία, εξελικτικά δε μετακυλίει σε ένα πάντρεμα με μια ρεαλιστική δραματικότητα, που σε κατάληξη θα εκτονωθεί σε ένα τραγικό ψυχογράφημα.

Έγραψε σε μια γλώσσα απόλυτα δική του. «Γράφω όπως θέλω» δήλωνε στους επικριτές του. Και όντως έτσι έγραφε. Αυτό δε το τελευταίο είναι το οποίο πρώτο βρέθηκε στο στόχαστρο των αντιπάλων του. Σε αυτή τη δική του λεκτική σύνθεση, η απόχρωση ήταν ένα βυζαντινογενές σκαμπανέβασμα μιάς καθαρεύουσας, ενίοτε εμπλουτισμένης με αρχαϊκά και δημοτικά στοιχεία, και με διάνθιση από φυτεμένους συχνούς διαλόγους, παρμένους από τη Σκιαθίτικη διάλεκτο. Αυτή είναι η γλώσσα του Παπαδιαμάντη η οποία με πλέξιμο παιχνιδιάρικο στην αναπόληση του παρελθόντος, κυριολεκτικά θέλγει. Για τους αρνητές του όμως, ήταν μια αποσύνθεση της Ελληνικής γλώσσας. Και σε αυτούς τους αρνητές καταγράφονται ηχηρά ονόματα, αλλά και πάλι οι θαυμαστές του σε αριθμό και πνεύμα βαραίνουν πολλοί μα και περισσότεροι.
Καιρός όμως «καιρός του σπείρειν και καιρός του θερίζειν». Και ο θερισμός στο έργο του Παπαδιαμάντη μοιάζει με το καλό κρασί. Ωριμάζει με το χρόνο. Ο χρόνος στο πέρασμά του, αντί να σβήνει το κλέος του Παπαδιαμάντη, το ωριμάζει σε αλληγορία του και καυστικότητα, σε τρυφερά απραγματοποίητα οράματα, έστω και εν πολλοίς ουτοπικά. Μαζεμένο το όλο λογοτεχνικό του έργο, ζωντανός δεν αξιώθηκε να το ιδεί ποτέ. Ο Βαλέτας, μετά την απομάκρυνση των δικαιωμάτων από τους κληρονόμους τού ποιητή, σε ένα πεντάτομο πόνημα, έφερε στο φως περίπου 180 συγγραφές του, που συμποσούνται σε άρθρα, αφηγήματα, διηγήματα, επιστολές και ποιήματα. Ολα δε φέρουν την υπογραφή Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ή και μόνο τα αρχικά Α. Π. ή ακόμη και τα ψευδώνυμα “Βυζαντινός” η και “Βοημός” από το μποέμ σαν δηλωτικό της ανένταχτής του στην “καθώς πρέπει κοινωνία”. Το πρώτο διήγημα που έγραψε ήταν “το Χριστόψωμο”, από αυτό δε, πήρε και τα πρώτο του μεροκάματο, όταν δημοσιεύτηκε στο έντυπο “Εφημερίς” το 1887 και με το ν υπότιτλο: “Διήγημα Πρωτότυπον”. Είναι μια τραγική ιστορία. Το σκηνικό μοτίβο γνωστό εδώ και στα παγκόσμια σπιτικά: η κακή πεθερά που μισεί την καλή νύφη. Η πεθερά δηλητηριάζει το χριστόψωμο για τη νύφη, αλλά από λάθος το γεύεται ο γυιός της. Το πρώτο μεγάλο αφηγηματικό μυθιστόρημα ήταν “η Μετανάστις”. Είναι ερωτικό δράμα που παίζεται στη Μασσαλία, όπου η πανώλις θερίζει και στη Σμύρνη.
Το κορυφαίο του έργο γράφεται με τη “Φόνισσα”. Μια γυναίκα, η Χαδούλα, με την τυπική εικόνα της γυναίκας της Ελληνικής υπαίθρου του 19ου αιώνα, όπου στην ανδροκρατούμενη κοινωνία του νησιού, αυτή δεν μπορεί να έχει τη δική της γνώμη. Στο σπίτι της, στην πραγματικότητα είναι μια δούλα των πάντων. Όταν μάλιστα παντρεύτηκε τον Ιωάννη Φράγκου, έχασε και το όνομα της. Έκτοτε όλοι τη φωνάζανε “Φραγκογιαννού”. Η Φραγκογιαννού, γίνεται τώρα δούλα, σε άντρα και παιδιά, αλλά και μάνα και πατέρα. Την δε κακομοιριά της ζωής της τη φορτώνει στο ότι είναι θηλυκό και την ευθύνη της κοινωνίας στο ότι η κοινωνία αφήνει τα κορίτσια να γεννιώνται. « Τι να σας πώ. Έτσι τούρχεται τ΄ανθρώπου την ώρα που γεννιώνται αυτά τα θηλυκά, να τα καρυδοπνίγει».
Και στο σαλεμένο της μυαλό αρχίζει να δουλεύεται ένα νοσηρό σχέδιο.
Να εξοντώνει κάθε θηλυκό που γεννιέται. Και η ανόσια πράξη αρχίζει με το θηλυκό νεογέννητο της κόρης της. «Της φραγκογιαννούς άρχισε πράγματι να ψηλώνει ο νους της. Είχε παραλογίσει. Επί τέλους επόμενον ήτο διότι είχε εξαρθεί σε ανώτερα ζητήματα. Έκλινεν επί του λίκνου. ’Εχωσε τους δυο μακρούς σκληρούς δακτύλους μέσα στο στόμα του μικρού δια να το σκάσει….. Και παρέτεινεν το σκάσιμον επί μακρόν. Είτα εξάγουσα τους δακτύλους της από το μικρόν στόμα, του οποίου είχε κοπή η αναπνοή, έδραξεν τον λαιμόν του βρέφους και το έσφιγξεν επ΄όλιγα δευτερόλεπτα. Είχε ψηλώσει ο νούς της». Και οι εγκληματικές της πράξεις συνεχίζονται, τις οποίες βέβαια τις θεωρεί σαν πράξεις που έπρεπε να τις είχε κάνει ο θεός. Οι αρχές την υποψιάζονται, την στριμώχνουν εκεί κοντά στο εκκλησάκι του αγίου Σώστη που τρέχει να βρεί άσυλο. Και ενώ προσπαθεί να σωθεί, δεν προλαβαίνει να περάσει το στενό αμμουδένιο πέρασμα, που σαν γεφυράκι θα την έφερνε στην εκκλησιά για να σωθεί. Πλημμύρα θαλασσινή είχε αρχίσει να σκεπάζει αυτό το αμμουδένιο πέρασμα, και την πνίγει. Διαβάζω σταχυολόγηση από το κείμενο: «Η άμμος ήτο ολισθηρά. Θα προλάβω σκέφτηκε. Το κύμα ανήρχετο, εφούσκωνε. Η γυνή δεν οπισθοδρόμησε. Δεν είχεν άλλην ελπίδα σωτηρίας. Το κύμα ανέβαινε – ανέβαινε Η Φραγκογιαννού επάτει. Η άμμος ενέδιδεν. Οι πόδες της εγλυστρούσαν. Ο βράχος του Αγίου Σώζοντος απείχε περί τας δώδεκα οργυιάς από την ακτήν. Ο λαιμός της άμμου, το πέραμα, θα ήτο πλέον ή πεντήκοντα βημάτων το μήκος. Τώρα το κύμα την έφθασεν ως το γόνυ, είτα ως την μέσην, εγίνετο βάλτος, λάκκος. Το κύμα ανήλθεν ως το στέρνον. Όπισθεν ακούσθηκαν οι τουφεκιές των ανδρών. Δέκα βήματα απείχε από τον Άγιον Σώστην. Δεν είχε πλέον έδαφος να πατήσει, εγονάτισεν. Εις το στόμα της εισέρχετο το αλμυρόν και πικρόν ύδωρ. Τα κύματα εφούσκωναν αγρίως ως να είχον πάθος εκάλυψαν τους μυκτήρας και τα ώτα της. Την στιγμήν εκείνην, το βλέμμα της Φραγκογιαννούς αντίκρυσεν το Μποστάνι, την έρημον βορειοδυτικήν ακτήν όπου της είχον δώσει ως προίκα ένα αγρόν, όταν νεάνιδα την επάνδρευσαν και την εκουκούλωσαν και την έκαμαν νύφη οι γονείς της. “Ω! το προικιό μου”, είπε. Αυταί υπήρξαν αι τελευταίαι της λέξεις».
Η σκηνή αυτή του δραματικού θανάτου της, απόλυτα τραγική, εμπεριέχει την αλληγορία για την βασανιστική πορεία, την ιστορική της γυναίκας. Της γυναίκας που ακόμα και σήμερα με τον κακό ή τον καλοφανή τρόπο πουλιέται και αγοράζεται στον δυναστικό βίο της. Και όμως, αυτή που πουλιέται και αγοράζεται είναι η μάνα μας, η γεννήτρα του γένους και της φυλής. Θα κλείσω με τα λόγια του Γιάννη Χατζίνη. «Τον Παπαδιαμάντη δεν τον μιμήθηκαν γιατί όλοι, σύγχρονοί του και μεταγενέστεροι, όρθωσαν σύνορα μεταξύ τους, ανοιχτά όμως προς κάθε ξενόφερτο ευρωπαϊκό πρότυπο.
Αλλά και για ένα δεύτερο λόγο. Απέφυγαν εσκεμμένα εκείνο το σημείο που έπρεπε να θαμάζουν, γιατί ο Παπαδιαμάντης ήταν απλησίαστος, έστω και αν βρέθηκε και βρίσκεται έξω από την εποχή του και από την εποχή μας».
γιαννης κορναράκης του μάνθου
Προηγούμενο άρθροΤο Αιγαίο των προσφύγων
Επόμενο άρθροΗ κακοκαιρία κρατά κλειστά πολλά σχολεία
Ο Μανόλης I. Μαυρακάκης γεννήθηκε στην Αθήνα και κατοικεί μόνιμα στο Ηράκλειο Κρήτης. Είναι πτυχιούχος του τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης. Είναι κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου στην Ελληνική γλώσσα και λογοτεχνία από το Ανοιχτό Πανεπιστήμιο Κύπρου. Από το 2000 εργάζεται ως καθηγητής φιλόλογος σε σχολεία και φροντιστήρια της Μέσης Εκπαίδευσης. Από το 2018 συνεργάζεται με τις εκδόσεις Πατάκη εκδίδοντας σημαντικό αριθμό βιβλίων για το μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας. Είναι δημιουργός και διαχειριστής της εκπαιδευτικής σελίδας filologikos-istotopos.gr.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.