PapadiamantisΟ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης έχει καταγραφεί σαν ο κορυφαίος και χρονικά ο πρώτος στο ελληνικό διήγημα. Και το όνομά του κυριαρχεί στα Χριστουγεννιάτικα και Πασχαλινά ακούσματα.
Έφυγε από τη ζωή στις 2 Ιανουαρίου του 1911. Τις τελευταίες στιγμές της ζωής του, μάς τις δίνει σε σχετικό κείμενό του ο ελληνιστής του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών Οκτάβιος Μερλιέ. «Μέρες ήταν άρρωστος από γρίπη ή πνευμονία. Πονούσε πολύ. Ανήμερα πρωτοχρονιά, μοναχός του, κατάχαμα στα κιλίμια του, αναρριγούσε… Τη μια μετά τα μεσάνυχτα, οι αδελφές του, όταν ξανάρθανε τον βρήκανε παγωμένο, νεκρό. Την άλλη μέρα στις 3 Ιανουαρίου, τον θάψανε».

Ο τάφος του στη Σκιάθο δεν διασώθηκε. Μα ούτε και το πατρικό του σπίτι, όπως διαβάζω αλλού. Αγοράστηκε αργότερα για να επεκταθεί μια γειτονική βιοτεχνία. Προσπάθειες για τη διάσωση έγιναν, αλλά η πολιτεία ως συνήθως εκώφευσε.
Ο Παπαδιαμάντης όσο ήταν στη ζωή είχε γράψει, την αυτοβιογραφία του. Μετά το θάνατό του, τη βρήκε ο Βλαχογιάννης και το 1925 τη δημοσίευσε στο πανηγυρικό τεύχος του περιοδικού “Πολιτεία”.
Διαβάζομε: «Εγεννήθην εν Σκιάθω τη 4η Μαρτίου 1851. Εβγήκα από το Ελληνικόν Σχολείον εις τα 1863, αλλά μόνον το 1867 εστάλην εις το Γυμνάσιον Χαλκίδος, όπου ήκουσα την Α΄ και Β΄ τάξιν.
Την Γ΄εμαθήτευσα εις Πειραιά, είτα διέκοψα τας σπουδάς μου και έμεινα εις την πατρίδα. (δηλ. Σκιάθο). Κατά τον Ιούλιον του 1872 επήγα εις το Άγιον Όρος χάριν προσκηνύσεως, όπου έμεινα ολίγους μήνας. Τω 1873 ήλθα εις Αθήνας και ενεγράφην εις την Φιλοσοφικήν Σχολην, όπου ήκουα κατ΄ εκλογήν ολίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ΄ιδίαν δε ησχολούμην εις τας ξένας γλώσσας...
Στη λιτή αυτή αυτοαναφορά της ζωής του ελλείπουν οι λεπτομέρειες. Αυτές οι μικρές, οι χρονικά περιττές, αλλά τόσο σημαντικές στην εσωτερική μας διαμόρφωση. Από διάφορες πηγές φρόντισα να βρώ και συμπληρώσω. Κάθε προσθήκη έβαζε και μια αμφιβολία.
Ο πατέρας του ήταν ιερέας και άκουγε στο όνομα Αδαμάντιος Εμμανουήλ ή παπα-Διαμαντής, εξ΄ού και για τον ποιητή το ιαμβικό παροξύτονο Παπαδιαμάντης Αλέξανδρος, ή και πολύ πιο σπάνια το Αδαμαντιάδης. Με το Αλέξανδρος Αδαμαντιάδης είχε τελειώσει και το σχολαρχείο. Από βρέφος ο ποιητής φαίνεται ότι δεν τα πήγαινε καλά με την υγεία του. Κάπου διάβασα ότι τότε τον είχαν τάξει στον Άγιο Αλέξανδρο. Είχαν παραγγείλει μάλιστα την εικόνα του στην Πόλη.
Ο παπάς είχε δυο αγόρια και τέσσερα κορίτσια. Τον Αλέξανδρο βάλθηκε να τον σπουδάσει. Τον ήθελε δάσκαλο, ελληνοδάσκαλο. Να διδάσκει, να τον βλέπει να τον καμαρώνει. Το παιδί ήταν έξυπνο. Καλός λένε στην ορθογραφία, στα μαθηματικά χώλαινε. Από την άλλη μεριά μια έμφυτη και μαζί επίκτητη δειλία δεν τον άφηνε να προσέρχεται κανονικά στις εξετάσεις. Στη φιλοσοφική σχολή π.χ. γράφτηκε αλλά ποτέ δεν την τελείωσε. Ακόμη μερικοί λένε πως δεν κατάφερε να πάρει ούτε ένα πτυχίο ξένης γλώσσας καίτοι στα κατοπινά χρόνια οι μεταφράσεις που κατά παραγγελία έκανε, τον βοήθησαν όχι μόνο για να ζήσει, αλλά μαζί με όλα τα αλλά, να του δώσουν την ευκαιρία για κοινωνική προβολή.
Ήταν πάντοτε φτωχός. Λέγεται μάλιστα πως στο λιτό του δωμάτιο στην Αθήνα κοιμόταν κατάχαμα, με μόνο έπιπλο, το κασόνι με τα βιβλία του τα λιγοστά, και ένα κερί για να φωτίζει. Ο πατέρας του όταν μπορούσε τον βοηθούσε. Αλλά ποτέ δεν έφταναν για τις σπουδές του Αλέξανδρου με συνέπεια για χρόνια να τις διακόπτει.
Η οικογένειά του βέβαια κρατούσε από γενιά ευγενική και σχετικά εύπορη, μα τώρα ξεπεσμένη. Από τη μάνα του συγγένευε με την αρχοντική των Μωραϊτίδη, που ανήκε σε μια από τις οκτώ- δέκα, τις μόνες κτηματικά πλούσιες που διαφέντευαν στη Σκιάθο. Αλλά αργότερα, με την στροφή του νησιού προς το εμπόριο, οι γαιοκτήμονες ξέπεσαν, πτώχευσαν. Μαζί δε με αυτούς και ο παπα- Διαμαντής. Έτσι εκτός από την ψαλτική, έφτασε να αναγκάζεται να κάνει και τον “παραγραμματικό” για να τα βγάζει πέρα. Στην ψαλτική, σε βαφτίσια, γάμους και κηδείες, έσερνε μαζί του και τον μικρό Αλέξανδρο να του κανοναρχεί με τη μελωδική του φωνή.
Ο παπάς ιερέας πατέρας, τηρούσε σε πρότυπο βαθμό την ταπεινότητα της ιεροσύνης του στην οποία πρώτευε ο λόγος του Χριστού και όχι το χρήμα. Αυτή ήταν η οικογένειά του. Ο παπάς, τον Αλέξανδρο τον φρόντιζε στις σπουδές του και με το παραπάνω μάλιστα. Του έστελνε τακτικά και πάντοτε από το υστέρημα του. Αλλά στον Αλέξανδρο που ζούσε τα νιάτα του, αυτά ποτέ δεν επαρκούσαν. Ευτυχώς στην Αθήνα, τουλάχιστον τον πρώτο καιρό η πέννα του στα διηγήματα και αργότερα με τις μεταφράσεις άρχισε να τα βολεύει. Προτού έρθει στην Αθήνα είχε περάσει από τον Άθω. Του άρεσε η καλογερική. Εκεί συνάντησε τον φίλο του Νήφωνα, καλόγερο αλλά εθισμένο στο ποτό. Και αυτό δεν του άρεσε. Εφυγε λοιπόν και προτού πάει στην Αθήνα πέρασε από τη Σκιάθο. «Στην Αθήνα;» τον είχε αντικρούσει η μάνα του. «Και εκεί μήπως πάλι για καλόγερος;» «Καλόγερος. Ναί καλόγερος μέσα στον κόσμο. Κοσμοκαλόγερος θα γενώ», της είχε απαντήσει. Και έγινε όντως «κοσμοκαλόγερος».
Πήγε στην Αθήνα και μέσα στον πολυποίκιλο κόσμο της, έζησε μια πραγματική καλογερίστικη ζωή. Η Αθήνα τότε βίωνε την δυτικού τύπου αστικοποίησή της. Η φουστανέλα και το τσαρούχι από το περιθωριακό πεζοδρόμιο αγνάντευε φραγκοφορεμένους με λουστρίνια να οργώνουν λεωφόρους. Αλλά η ζωή του Παπαδιαμάντη δεν κυλούσε σε καμμιά λεωφόρο. Ζωή λιτή και φτωχική, μοναχική και θλιμμένη, σε μια πλήρη αποξένωση, ριγμένη στο χωριάτικο δρόμο της. Ζωή με πληγές που βίωνε τις ανεξίτηλες μνήμες των παιδικών του χρόνων. Παιδικά χρόνια χαρούμενα δεν είχε ζήσει. Με άλλα παιδιά δεν είχε παίξει. Αυτός πολύ θα το ήθελε. «Αυτά όμως με μισούσαν» θυμάται. «Ήμουν γι΄αυτούς το παπαδοπαίδι. Οι γονιοί τους ήταν κολίγοι, ναυτικοί και ψαράδες. Εγώ φορούσα παπούτσια. Αυτοί με γυμνά τα ποδάρια τους περπατούσαν. Με φθόνο με απόδιωχναν». Και όταν αγάπησε την Πολύμνια, ένα ξιπόλυτο ψαροπαίδι, έτρεξε και του την άρπαξε.
Η πληγή αυτή πάντοτε τον έτρωγε. Να γιατί τώρα τις αναμνήσεις του, απόμακρος τρέχει να τις σβήσει στο βραδινό κρασάκι του. Κρασί η αγάπη του η μια και η άλλη η ψαλτική μαζί με την ολονύχτια αγρύπνια που συχνάκις ομαδικά οργάνωνε στο εκκλησάκι του Αγίου Ελισαίου, εκεί στο Μοναστηράκι, που ακόμα δίπλα και απέναντι από τη βιβλιοθήκη του Ρωμαίου Αδριανού το βρίσκομε. Στον Άγιο Ελισσαίο κρατούσε το δεξιό ψαλτήρι με τους δικούς του θαυμαστές, με τους δικούς του ανθρώπους. Στο αριστερό έψελνε ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης. Ο Μωραϊτίδης ήταν από τη μάνα του εξάδελφος και καθηγητής σε γυμνάσιο. Φύσει κοινωνικός ο Μωραϊτίδης και φιλοπρόοδος, με δικές του γνωριμίες στους φιλολογικούς κύκλους των Αθηνών, τον έφερε κοντά και σε αυτούς γρήγορα τον γνώρισε. Και αυτοί οι κύκλοι τότε όταν τον γνώρισαν, του έδωσαν δουλειά για μεροκάματο και χώρο για ανάδειξη στην πένα και γραφή του… Ο Γαβριηλίδης με την εφημερίδα “Ακρόπολη» τον πήρε κοντά του.
Αλλά ας ξαναγυρίσομε για λίγο στον καλόγερο Νήφωνα. Στην Αθήνα ο Νήφων, που ποτέ δεν έβγαλε τα καλογερίστικα άρχισε, να έχει τις δικές του θρησκευτικές συνάξεις. Και κοντά του εθίστηκε στο κρασί και ο Αλέξανδρος. Όταν δεν έπινε, έψελνε και όταν δεν έψελνε, έγραφε και δημιουργούσε. Δημιουργούσε και έφτιανε τους δικούς του κόσμους και με αυτούς προσκαλούσε και προκαλούσε. Έφερνε τις λαϊκές ψυχές κοντά του, και συνάμα προκαλούσε τον φθόνο των ομοτέχνων του, ευτυχώς όμως των ολίγων.
Αλλά για όλα αυτά στο επόμενο άρθρο.
γιάννης κορναράκης του μάνθου

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.