imagesΤου Νίκου Τσούλια

      Δεν ξέρω αν υπάρχει προπατορικό αμάρτημα. Δεν ξέρω τι ακριβώς «εννοεί» το προπατορικό αμάρτημα, που μεταβιβάζεται επί δικαίων και αδίκων από γενιά σε γενιά. Δεν έχω καταλάβει καθόλου, γιατί ήταν απαγορευμένος ο καρπός του δέντρου της Γνώσης. Και μάλιστα με στεναχωρεί το όλο «σχήμα» που κατηγορεί τη Γνώση παρά το γεγονός ότι είναι δρόμος προς την ελευθερία του πνεύματος και του ανθρώπου…

      Ξέρω όμως ότι υπάρχει μη προπατορικό αμάρτημα που μπορεί να θεωρηθεί και ως προπατορικό, γιατί συμπεριλαμβάνει όλους τους ανθρώπους όλων των καιρών, κάθε άνθρωπο που έχει πατήσει το πόδι του πάνω στη Γη, κάθε άνθρωπο που θα έρχεται στον αιώνα τον άπαντα σ’ αυτή τη μικρή και ταπεινή γωνιά του Σύμπαντος. Εκτός αν η αγάπη του ανθρώπου βρει έναν τόπο θυσίας και απόλυτης προσφοράς και αναιρεθεί το συμβάν της ασύλληπτης βαρβαρότητας.

      Το μη προπατορικό αμάρτημα είναι υπαρκτό και βαραίνει τη σκέψη του ανθρώπου. «Μετά το Άουσβιτς δεν μπορεί να γραφεί ποίηση», είπε πολύ ορθά ο Αντόρνο. Αλλά μήπως μετά το Άουσβιτς δεν μπορούμε να μιλήσουμε για πολύ πιο ουσιώδη ζητήματα, για την αγάπη ή για το «πρόσωπο του ανθρώπου»; Ο άνθρωπος κατηγορείται! Ποιο μπορεί να είναι το είδωλό του και ποια η ιστορία του, ποιο το πνεύμα του και ποιο το όνειρό του, όταν κατασκευάζει την πιο φρικιαστική μηχανή μαζικού θανάτου, του ναζισμού και του φασισμού;

      Είναι ανεπαρκής ο γλωσσικός κώδικας για να αποδώσει την πέραν της απόλυτης βαρβαρότητας κατάσταση. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που είναι έξω από τα όρια του Κόσμου μας, πέραν και από τα άγνωστα όρια της πιο κτηνώδους φρίκης. Καμιά λέξη δεν μπορεί ούτε κατά υποψία να αποδώσει το τι συνέβη. Το λέμε «Ολοκαύτωμα», αλλά ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι έτσι αποδίδεται η φρίκη που ένιωσαν οι άνθρωποι: γυναίκες, παιδιά, μωρά, ηλικιωμένοι, νέοι, πριν πεθάνουν; Πώς είναι να μην μπορεί κανένας να παρηγορήσει το διπλανό του, αφού ο διπλανός ήταν στην ίδια μοίρα; «Ο χρόνος που ζούμε είναι δανεικός. Θα πεθάνουμε ούτως ή άλλως. Βλέπεις τον καπνό; Ο πατέρας σου, ο αδελφός σου, η μητέρας σου πέρασαν μέσα από τον καπνό…»[i]. Κανένας δεν ήθελε να επιζήσει. Πώς μπορούσαν να ζήσουν μια κανονική ζωή, ακόμα και αν ξέφευγαν από τον εφιάλτη; Το θάνατο ήθελαν, το γρήγορο θάνατο. «Ήξερα ότι θα πέθαινα, αλλά “να πεθάνω ελεύθερος, αυτό ήταν το όνειρό μου. Ας με πυροβολήσουν αλλά σαν ελεύθερο άνθρωπο”»[ii].

      Όσοι επέζησαν δεν μπόρεσαν ποτέ να ζήσουν καμιά μορφή συνηθισμένης ζωής. Πολλοί αυτοκτόνησαν. Δεν μπορούσαν να κουβαλάνε την κόλαση κάθε στιγμή της ζωής τους. Ποιος μπορεί να νιώσει ή έστω απλά να κατανοήσει το μαρτύριό τους; «Είδαμε σκελετούς να περπατάνε, τα χέρια και τα πόδια του ήταν σαν σπίρτα, τα κόκαλά τους εξείχαν μέσα από τα υπολείμματα του δέρματός τους. Η δυσωδία στο στρατόπεδο ήταν ανυπόφορη. Ό,τι και αν είχαμε περάσει, αυτό ήταν κάτι καινούργιο και τρομαχτικά διαφορετικό»[iii]. Ποιες μανάδες και ποιες οικογένειες, ποιες κοινωνίες και ποιες ιδεολογίες, ποιες πολιτικές και ποιες θεωρίες κατασκεύασαν αυτά τα τέρατα; Πώς μπορεί να φέρουν την ιδιότητα της ανθρώπινης φύσης; Ποιος θα απολογείται στον αιώνα τον άπαντα για τη χοάνη της μαύρης αβύσσου; «Προσπάθησα να ξεχωρίσω ποιοι ήταν ζωντανοί και ποιοι όχι, μα δεν είχαν καμιά διαφορά… Φαγητό δεν μας έδιναν καθόλου. Ζούσαμε με το χιόνι, που έπαιζε και ρόλο ψωμιού. Οι μέρες ίδιες με τις νύχτες, κι οι νύχτες άφηναν στην ψυχή μας το κατακάθι της σκοτεινιάς τους»[iv].

      Γιατί να βλέπουν οι μανάδες τα παιδιά τους όχι απλά να πεθαίνουν, αλλά να εξαθλιώνονται και με αυτό τον τρόπο να σηκώνουν το σταυρό του πιο εξευτελιστικού μαρτυρίου; «Μια γυναίκα να προσπαθεί να πετάξει το παιδί της έξω από το θάλαμο αερίων την ώρα που έκλειναν οι πόρτες φωνάζοντας: “Τουλάχιστον αφήστε το παιδί μου να ζήσει”[v]. Πού έχει πάει αυτός ο αβάσταχτος πόνος των μανάδων; Ποια πένα της λογοτεχνίας μπορεί να τον αγγίξει, χωρίς να καταβαραθρωθεί στα μαύρα σκοτάδια του θανάτου; Γιατί «πυροβολούσαν τα παιδιά μπροστά στις μάνες τους»[vi]; Δεν αρκούσε όλο το άλλο μαρτύριο;

      Κάθε άνθρωπος που γεννιέται πρέπει να δει εικόνες του Άουσβιτς και να αναλογιστεί μέχρι τα βάθη της ψυχής του. Να προσπαθήσει να ακούσει τους οδυρμούς των μανάδων και να αναρωτηθεί: τι ήταν αυτό που έφτιαξε το Άουσβιτς; Γιατί επωάζεται διαρκώς και διαρκώς το «αυγό το φιδιού»; Γιατί έχουμε φασιστική οργάνωση μέσα στο Κοινοβούλιο ως τρίτη “κομματική” δύναμη;

[i] Rees L. (2005), Άουσβιτς, Αθήνα: Πατάκης, σ. 230

[ii] ο.π., σ. 95

[iii] ο.π. σ. 297

[iv] Βιζέλ Ε. (2006), Η νύχτα, Αθήνα: Μεταίχμιο, σ. 145, 147

[v] Rees L. (2005), Άουσβιτς, Αθήνα: Πατάκης, σ. 133

[vi] Rees L. (2008), Οι Ναζί, Αθήνα: Πατάκης, σ. 205

Προηγούμενο άρθροΠροσλήψεις 627 εκπαιδευτικών διαφόρων κλάδων
Επόμενο άρθροΔιάλεξη:Έρωτας και Ποίηση στα Χρόνια των Ρωμαίων
Κατάγεται από την Αυγή Αμαλιάδας και είναι εκπαιδευτικός. Έχει εκλεγεί πρόεδρος της ΟΛΜΕ τέσσερις φορές (1996 – 2003) και έχει εκπονήσει διδακτορική διατριβή στην Ειδική Αγωγή. Έχει εκδώσει δύο βιβλία εκπαιδευτικού περιεχομένου τα: “Σε πρώτο πρόσωπο” και «Παιδείας εγκώμιον». Έχει δημοσιεύσει δεκάδες άρθρα σε επιστημονικά και εκπαιδευτικά περιοδικά. Έχει συνεργαστεί επαγγελματικά με τις εφημερίδες «ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΗ» (1980 – 1986) και «ΕΞΟΡΜΗΣΗ» (1988 – 1996). Τα τελευταία χρόνια αρθρογραφεί στην εφημερίδα “ΤΟ ΑΡΘΡΟ” και στις εφημερίδες της ΗΛΕΙΑΣ: «ΠΡΩΙΝΗ», “ΑΥΓΗ” και “ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ”.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.