Του Νίκου Τσούλια

      Ο βιομηχανικός πολιτισμός με το φορντικό μοντέλο παραγωγής και με τον απόλυτο καταμερισμό εργασίας τόσο στη μακροκλίμακα της κοινωνίας όσο και στη μικροκλίμακα των εργασιακών χώρων έχει δημιουργήσει ένα πλέγμα επαγγελματικής δραστηριότητας που χαρακτηρίζει σε σημαντικό βαθμό την οργάνωση της δημόσιας ζωής της σύγχρονης περιόδου. Θα μπορούσαμε μάλιστα να ισχυριστούμε ότι ο πολίτης βιώνει σε μεγάλο βαθμό τη ζωή του αλλά και ταυτόχρονα συγκροτεί μεγάλο μέρος της κοσμοαντίληψής του με βάση την επαγγελματική του ταυτότητα.

      Μια τέτοια πολιτική προσέγγιση εμπεριέχει και μια αντίφαση, από τη μια πλευρά δίνει τη δυνατότητα στον άνθρωπο να συμμετέχει ενεργά στην οικονομική δραστηριότητα και επομένως στην κοινωνική του ολοκλήρωση και από την άλλη η ολοένα και πιο επιμέρους εξειδίκευσή του τού περιορίζει μια ολιστική θέαση της ζωής και επομένως του απομειώνει και τη δυνατότητα να ανιχνεύσει το νόημα της ζωής του.

      Στην τρέχουσα περίοδο, που οι εκτεταμένες αλλαγές στο οικονομικό, πολιτισμικό και κοινωνικό πεδίο ανασυντάσσουν βασικά στοιχεία στους εργασιακούς χώρους, πολλά επαγγέλματα στη χώρα μας δεν έχουν καν ολοκληρώσει τον πρώτο κύκλο της αναγκαίας επαγγελματοποίησής τους. Μια τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση είναι εκείνη των εκπαιδευτικών και πιο συγκεκριμένα των εκπαιδευτικών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που θα μας απασχολήσει στο παρόν κείμενο.

      Το νήμα της ελλιπούς επαγγελματοποίησης εξυφαίνεται από τους παλιότερους χρόνους, όπου ο προσδιορισμός μερικών σχολών ως καθηγητικών σχολών οριοθετούσε τη δεδομένη επιστημονική κατάρτιση των εκπαιδευτικών ως ικανή για τις ανάγκες του σχολείου. Έτσι, για παράδειγμα, τελειώνοντας τη Φυσικομαθηματική Σχολή εθεωρείτο και θεωρείται ακόμα ότι είσαι έτοιμος εκπαιδευτικός και ότι είναι επαρκής όρος για το διορισμό σου. Ουσιαστικά επρόκειτο και πρόκειται μόνο για την επιστημονική κατάρτιση στο γνωστικό αντικείμενο και όχι και στην παιδαγωγική. Υπήρξε και υπάρχει ως ένα βαθμό ακόμα ως κρατούσα άποψη ότι αν γνωρίζεις το προς διδασκαλία γνωστικό σου αντικείμενο, αυτό αρκεί για να διδάξεις. Κατά καιρούς με αυτή την αντίληψη συνδέθηκε και μια άλλη θεώρηση που ήταν απόηχος παλιών αντιλήψεων, ότι ο εκπαιδευτικός γεννιέται και επομένως δεν χρειάζεται συγκεκριμένα επαγγελματικά προσόντα. Αλλά πέραν αυτής της πρόσφυσης, υπάρχει και κάτι με μεγαλύτερες επιδράσεις, η άποψη ότι η άσκηση του εκπαιδευτικού έργου είναι λειτούργημα και η οποιαδήποτε συζήτηση για επαγγελματισμό παρέπεμπε σε υπονόμευση του χαρακτήρα αυτού του λειτουργήματος.

      Και οι δύο αυτές αντιλήψεις δηλώνουν σαφώς και την άγνοια για το ρόλο της επαγγελματοποίησης του εκπαιδευτικού, ότι δηλαδή όχι μόνο δεν αντίκειται στην όποια χαρισματικότητα και στη λειτουργηματική όψη του εκπαιδευτικού, αλλά αντιθέτως τις αναδείκνυε και τους έδινε και το ουσιαστικό τους περιεχόμενο. Πρόκειται για διαστρεβλωμένες θεωρήσεις, για θεωρήσεις που εύκολα ευδοκιμούν σε κοινωνίες που δεν έχουν στα αξιακά τους πεδία σε εκτίμηση την αμφιβολία, τη δημιουργικότητα, την αναζήτηση, την έρευνα, τη γνώση.

      Έχουμε αναφερθεί σε άλλο άρθρο στις απόπειρες παιδαγωγικής εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών κατά τη διάρκεια της ιστορίας της εκπαίδευσής μας, όπου καταγραφόταν και η αποτυχία όλων αυτών των αποπειρών, για συγκεκριμένους λόγους κάθε φορά. Εδώ οι ευθύνες της πολιτείας διαχρονικά είναι μεγάλες. Τόσες και τόσες μεταρρυθμίσεις και προσπάθειες για μεταρρυθμίσεις και καμιά δεν είχε θέσει ως βασικό στόχο έναν βασικότατο παράγοντα ποιότητας της λειτουργίας της εκπαίδευσης, την παιδαγωγική εκπαίδευση των καθηγητών. Από αυτό και μόνο το σημείο μπορεί κάποιος μελετητής να εξάγει ένα βέβαιο συμπέρασμα για την αδυναμία εκ μέρους των κυβερνήσεων της συγκρότησης και της διαμόρφωσης μιας ουσιαστικής εκπαιδευτικής πολιτικής.

      Κάπως έτσι δημιουργήθηκε ένα εκπαιδευτικό και πολιτικό στερεότυπο και στη συνέχεια επεκτάθηκε και στην κοινωνία, ότι ο εκπαιδευτικός δεν χρειάζεται και παιδαγωγική αποσκευή. Στην πραγματικότητα, ο εκπαιδευτικός αυτοδιαμορφωνόταν και αυτοδιαμορφώνεται μέσα στη σχολική αίθουσα! Αλλά τα στερεότυπα θέλουν και μια λογική «νομιμοποίηση» και αυτή βρέθηκε στη απλουστευτική ερμηνεία ότι «το έργο του εκπαιδευτικού είναι απλό και επομένως ο καθένας μπορεί εύκολα να το διεκπεραιώσει και ότι οι εκπαιδευτικοί (ιδιαίτερα της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης) ασχολούνται με παιδιά, ξεκομμένοι σε μεγάλο βαθμό από την κοινωνία των ενηλίκων και χαρακτηρίζονται για το λόγο αυτό στη βιβλιογραφία ως ‘κοινωνικά απόμακροι ή ξένοι’ / socialstranger»[i].

      Αλλά παράλληλα με όλες αυτές τις στρεβλώσεις αναπτύχθηκε και μια κοινωνική δυναμική, η με κάθε τρόπο εισαγωγή των νέων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Αυτό φυσικά είναι σημαντικό στοιχείο για τη μόρφωση των νέων και για την κοινωνική πρόοδο μιας χώρας. Αλλά ερμηνεύτηκε και αυτό λάθος σε μεγάλο βαθμό. Κάτω από την πίεση του ονείρου του πτυχίου – και μάλιστα του καλύτερου πτυχίου ακόμα και αν δεν το «φτάνει» ο μαθητής – παραμελήθηκε ο παιδαγωγικός ρόλος του σχολείου. Έτσι, οι γονείς δεν είναι απαιτητικοί στους εκπαιδευτικούς για την αγωγή των παιδιών τους αλλά είναι ιδιαίτερα απαιτητικοί για την καλύτερη δυνατή απόδοση στις εξετάσεις εισαγωγής για το πανεπιστήμιο. Με αυτό την αντίληψη αναπτύχθηκε και «φούντωσε» η εικόνα των φροντιστηρίων, όπου μέσα απ’ αυτή την στρεβλή πλέον και κοινωνικά εικόνα η αγωγή και η διαπαιδαγώγηση εκδιώχθηκαν και παραμένουν στα μη ζητούμενα!

      Πρόκειται βέβαια για μια χρησιμοθηρική σύλληψη της λειτουργίας της εκπαίδευσης αλλά και για μια φενακισμένη μορφή χρησιμοθηρικής σύλληψης. Γιατί το έλλειμμα της παιδαγωγικής εκπαίδευσης των καθηγητών – που είναι απόρροια της σοβαρότατης αδυναμίας της πολιτείας να συλλάβει μια ουσιαστική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση στο περιεχόμενο του σχολείου – και ο μονομερής προσανατολισμός της κοινωνίας μας για ένα σχολείο μόνο μετάδοσης γνώσεων – που είναι παράγωγο της αδυναμίας σύλληψης του πραγματικού μας συμφέροντος – δημιούργησαν και δημιουργούν πολίτες που δεν ξέρουν και δεν επιθυμούν να διαμορφώσουν τις έννοιες και τις αξίες του χρηστού και του ενεργού πολίτη, του δημόσιου συμφέροντος, του κοινού καλού, της νομιμότητας, του πραγματικού προσωπικού συμφέροντος. Έτσι μπορεί να ερμηνευτεί – ως έναν βαθμό – και η σημερινή μας γκρίζα εικόνα!

Για το θέμα θα συνεχίσουμε…

[i] Π. Ξωχέλλης (2005), Ο εκπαιδευτικός στο σύγχρονο κόσμο, Αθήνα: Τυπωθήτω, σ. 55

anthologio.wordpress.com

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.