Του Νίκου Τσούλια

Μια παρέα παιδιών, ο Αντρέας, ο Κωστάκης, ο Φάνης, ο Φουντούλης, ο Πάνος, ο Αλέκος, ο Δημητράκης, ο Καλογιάννης κλπ, μόλις θα τελειώσουν το δημοτικό σχολείο θα ξεκινήσουν για «διακοπές» στα Ψηλά Βουνά. Μόνο που η εξόρμησή τους δεν είναι απλώς διακοπές, είναι άσκηση ζωής, είναι αναβαθμός για να κατανοήσουν τη φύση και την οργάνωση μιας μικροκοινωνίας, είναι πεδίο για να γνωρίσουν τον εαυτό τους και τις δυνατότητές τους, για να κοινωνικοποιηθούν. Μαθαίνουν τη δύσκολη και όμορφη ζωή των βοσκών, την τραχύτητα αλλά και την ομορφιά και την … αιωνιότητα των βουνών, τις λαϊκές παραδόσεις αλλά και τις προκαταλήψεις των απλών ανθρώπων, τις τεχνικές και τις επινοήσεις των άγριων ζώων.

Δημιουργούν μια κοινότητα, με καταμερισμό εργασίας, με ρόλους και αρμοδιότητες στον καθένα. Καλλιεργούν την ομαδικότητα και εξυμνούν την συνεργασία. Μαθαίνουν να λύνουν προβλήματα και να αντιμετωπίζουν τις δυσκολίες της ζωής. Ενθαρρύνουν έναν μικρό βοσκό να εγκαταλείψει τα πρόβατα και τα γίδια και να μάθει γράμματα και στο τέλος ο μικρός Λάμπρος θα … (η συνέχεια στο τέλος…).

Με τα “Ψηλά Βουνά” εισέρχεται εις το δημοτικόν σχολείον η Ελλάς […] με τον κόσμο των πλασμάτων της και με τον κόσμο των πνευμάτων της. Πόση ζωή, πόση ποίησις, πόση χάρη κατοικεί εκεί μέσα! Δεν ηξεύρω τι περισσότερον και τι ωραιότερον θα ημπορούσε να επιθυμούσε κανείς ως αναγνωστικόν βιβλίον.

Π. Νιρβάνας

Ας περιδιαβούμε το βιβλίο, για να νιώσουμε τη δύναμη του αφηγηματικού λόγου, την ομορφιά της μητροδίδακτης δημοτικής γλώσσας, τις παιδαγωγικές αρετές του Καρπενησιώτη συγγραφέα μας. Ας ακούσουμε το «Το τραγούδι του μπάρμπα – Φώτη», το τραγούδι – παράπονό του, το παράπονο του καθενός μας. Γιατί να μην έχει άνοιξη και επιστροφή στη νιότη ο άνθρωπος, όπως γίνεται σε όλη την υπόλοιπη φύση;

«Καλότυχα είναι τα βουνά, ποτές τους δεν γερνάνε!
το καλοκαίρι πράσινα και το χειμώνα χιόνι…
και καρτερούν την άνοιξη, τ’ όμορφο καλοκαίρι,
να μπουμπουκιάσουν τα κλαριά, ν’ ανοίξουνε τα δέντρα,
να βγουν οι στάνες στα βουνά, να βγουν οι βλαχοπούλες,
να βγουν και τα βλαχόπουλα, λαλώντας τις φλογέρες».

Αλλά ο Ζ. Παπαντωνίου βρίσκει με τη γλώσσα της λογοτεχνικής του πένας μια παρηγοριά, μια νότα αισιοδοξίας, ανακαλύπτει τη συνέχειά μας μέσα από τα πολιτισμικά μας χνάρια που θα συνεχιστεί από γενιά σε γενιά, μέσα από το τραγούδι: «Δε γερνά το τραγούδι! Ο μπάρμπα – Φώτης γέρασε, μα η φωνή του έμεινε λυγερή όπως στα νιάτα του».

Τα παιδιά θα συνεχίσουν το ταξίδι τους, που δεν είναι μόνο ταξίδι στη φύση, είναι ταξίδι στον εαυτό τους, στον κόσμο της φαντασίας τους και της δημιουργίας τους.«Τα παιδιά κοιτάζουν το νερό της Ρούμελης» και ο κυρ – Στέφανος θα τους δώσει το απόσταγμα της εμπειρίας τους για το μικρό ποτάμι που δεν έχει ακόμα μεγαλώσει. «Μα εδώ είναι ρέμα, δεν είναι ακόμα ποτάμι. Πρέπει να κάμει μεγάλο ταξίδι για να γίνει το ποτάμι της Ρούμελης. Έχει ν’ απαντήσει πολλά νερά, να στρογγυλέψει πολλές πέτρες και να γυρίσει πολλούς μύλους ακόμα…. Εδώ πάνω η Ρούμελη είναι ανήσυχη. Πηδούν τα νερά της σαν τρελά παιδιά· μόνο στον κάμπο φρονιμεύουν. Και όσο πάνε κατά τη θάλασσα, γίνονται ήσυχα και συλλογισμένα».

Η γη, ο ουρανός, η «κατασκευασμένη φύση» συνυπάρχουν και συλλειτουργούν. Τα Άστρα, οι γρύλοι και τα κουδούνια θα μαγέψουν την παιδική ανησυχία. Ο Φάνης θα γεφυρώσει τη φαντασία του με το νεοδημιούργητο στοχασμό του, με την πάντα ενεργή απορία του.

«Ο Φάνης πρώτη φορά είδε τόσο βαθύ ουρανό. Πόσα άστρα! Ήταν σαν αμέτρητο χρυσό μελίσσι που χύθηκε ψηλά κι έβοσκε. Άστρα πολλά εδώ, άστρα λίγα παρακάτω. Κάπου δύο μαζί. Κάπου ένα μοναχό, σαν ξεχασμένο. Πέντ’ – έξι άστρα μαζί, σαν κλαράκι. Να’ ναι η πούλια; Στη μέση τ’ ουρανού, από πάνω από το Φάνη, ένα λευκό ποταμάκι χυνόταν ήσυχο από το βορρά στο νότο· κυλούσε μυριάδες μικρά άστρα, λευκά σαν ανθούς. Μέσα στο δάσος αμέτρητοι γρύλοι τραγουδούσαν κι έλεγαν όλοι τους το ίδιο τραγούδι. Από πέτρες, από τρύπες της γης έβλεπαν την αστροφεγγιά οι μικροί τραγουδιστάδες και τη κελαηδούσαν. Κι ύστερα ακούστηκαν μακριά τα κουδούνια των κοπαδιών. Είναι οι βλάχοι. Δικό τους θα είναι το μεγάλο κοπάδι που βόσκει. Άκου πόσα κουδούνια!… Μικρά, μεγάλα, ψηλά, βαθιά, γλυκά, βραχνά. Κουδουνίσματα πολλά όπως τ’ άστρα, όπως οι γρύλοι. Κι έξαφνα ένα πράσινο άστρο, σαν να ήταν πολύ χαρούμενο, άναψε, χύθηκε ανάμεσα στ’ άλλα και χάθηκε»

Αλλά το βουνό δεν είναι μόνο χαρά και θαυμασμός, είναι άγνωστος τόπος, έχει πολλά μυστικά, τα παιδιά διαρκώς θα ξαφνιάζονται. «Μα ύστερα από πέντε λεπτά της ώρας το μονοπάτι χάθηκε, όπως γίνεται συχνά στο δάσος. Έμοιαζε με τον άλλον τόπο». Πρέπει να είναι σε διαρκή ετοιμότητα, σε συνεχή εγρήγορση και για να μάθουν και για να απολαύσουν…

Εδώ τα πράγματα είναι διαφορετικά. Οι άνθρωποι του βουνού δεν είναι οι συνηθισμένοι. Εδώ όλη η φύση, όλα τα δημιουργήματά της συνεργάζονται με τους ανθρώπους. Η βλαχοπούλα μιλάει στα παιδιά, τους εξηγεί την βαθιά ενότητα ανθρώπου και φύσης. «Έχω συγγένεια», είπε, «με κάθε δεντρί… Εδώ γίναμε ένα κλαριά και βλάχοι, τόσον καιρό μαζί. Μαζί μεγαλώνουμε, μαζί βρεχόμαστε και χιονιζόμαστε, μαζί παίρνομε τον ήλιο. Έχουν και κείνα χάδι και χαϊδεύουν, φωνή και λαλούνε· δεν ακούς άμα τα φυσάει ο αέρας!»

Αλλά είναι ώρα για δράση, οι κοινοτικές δουλειές έρχονται στο προσκήνιο, πρέπει να μετασχηματίσουν τη φύση, χωρίς να την φέρουν αντιμέτωπη με τον άνθρωπο. «Εμείς είμαστε η τελευταία τάξη του δημοτικού, μα τώρα που ήρθαμε στο δάσος και ζούμε μαζί στο ίδιο μέρος, κοινότητα τη λέμε τη συντροφιά μας. Όλα τα ‘χομε μαζί». Θα φτιάξουν δρόμους, γιατί «με το δρόμο ένα βουνό ανταμώνει με το άλλο βουνό, μια πολιτεία δίνει το χέρι στην άλλη».

Θα καταλάβουν τη ανάγκη της ξερολιθιάς, θα πάρουν γνώσεις από τα γιδόστρατα, θα αντιληφτούν την ομορφιά της εργασίας, θα την αντιληφτούν από τη ζωή της βάβως… «Η βάβω η Χάρμαινα, η πιο γριά που υπάρχει στο Μικρό Χωριό. Λένε πως είναι ενενήντα χρονών, μα η ίδια δε θυμάται πόσο είναι. Και όμως δεν μπορεί, λέει, να ζήσει χωρίς δουλειά».

Η δημιουργικότητα και οι πρωτοβουλίες των μαθητών δε θα σταματήσουν καθόλου. Θα φτιάξουν και «ένα σχολείο εκεί που δεν το περίμενε κανένας», ένα σχολείο που θα συνδεθεί με την πραγματική ζωή, με την ενεργή και δρώσα πραγματικότητα των ανθρώπων. Εδώ θα αναζητηθούν λύσεις εκ των ενόντων. Η πρώτη ανάγνωση θα ξεκινήσει από τις «πηγές» που απασχολούν τους ανθρώπους του βουνού. «Ήταν ένα φύλλο από τα ιερά βιβλία της εκκλησίας. Το φύλλο είχε και σταλάματα κεριών από εσπερινό ή αγρυπνία. Ποιος ξέρει που το είχε βρει ο Λάμπρος και το μάζεψε… Απ’ αυτό κοίταζε ο καημένος να μάθει γράμματα, μοναχός του»!

Ο γέρο – Θανάσης είναι ένα κεντρικό πρόσωπο του έργου, είναι ο άνθρωπος που αγωνίζεται σ’ όλη του τη ζωή, είναι ένας μαχητής που αγαπά τη φύση και τη δουλειά. «Είναι ογδόντα χρονών, μα τη γκλίτσα δεν την πάτησε χάμω. Πόσες φορές είδε ν’ ανθίζει ο γάβρος και η οξιά! Πόσοι χειμώνες έριξαν απάνω του τη βροχή και το χαλάζι! Και πάλι ολόισος είναι».Τα παιδιά θα συναντήσουν και ανθρώπους που δεν τηρούν τον νόμο, που δεν ξέρουν το πραγματικό τους συμφέρον, που θα κόβουν τα δέντρα χωρίς να έχουν άδεια από τους δασοφύλακες.

Τα πληγωμένα πεύκα είναι μια εικόνα που αμαυρώνει τη ζωή στα «Ψηλά Βουνά». Παρόλα αυτά δεν το βάζουν κάτω. «Με το κομμάτι κορμό που τους έμεινε πίνουν από τη γη όσο χυμό μπορούν ακόμη· πρασινίζουν, έχουν ίσκιο. Έτσι σακατεμένα μπορούν να δροσίζουν τους ανθρώπους. Το φυσικό τους είναι να κάνουν το καλό, δεν αλλάζει. Δέντρα, περήφανα δέντρα»!

Και τα παιδιά θα αναλάβουν δράση. Θα προστατεύσουν τα δάση, θα γίνουν δασοφύλακες. Δασοφύλακες, γρηγορείτε! «Φάνη, προσοχή, σκοπός είσαι. Μη φοβάσαι τη νύχτα, μη σε τρομάζουν οι ίσκιοι. Όποιος κάνει εκείνο που πρέπει, δεν έχει να φοβηθεί κανένα. Εσύ κι οι σύντροφοί σου απόψε φυλάγετε το δάσος από τους εχθρούς του. Η σφυρίχτρα σου να είναι έτοιμη. Με τη βάρδια που φυλάγετε προστατεύετε τα δέντρα. Κι όλους τους ανθρώπους, όσοι θα δροσιστούν απ’ αυτά τα δέντρα είτε τώρα είτε σε πενήντα κι εκατό και διακόσια χρόνια. Όταν βρίσκονται γενναία παιδιά σαν εσάς, ένα δάσος γίνεται αιώνιο. Κι οι άνθρωποι ζουν καλύτερα τη ζωή τους».

 

Τα παιδιά θα έχουν και ατύχημα. Ο Φάνης θα χαθεί μόνος του μέσα στο δάσος. Ο φόβος θα σκεπάσει τα πρόσωπα όλων. Τώρα που ο Φάνης είναι μόνος του βλέπει τα πράγματα διαφορετικά, οι σκιές της νύχτας τον τρομοκρατούν.

«Όλα τ’ άστρα είναι και τώρα στον ουρανό, καθώς και την άλλη φορά. Απόψε όμως δεν τα βλέπει ο Φάνης. Όταν άνοιξε τα μάτια του ξέχασε όλη τη δυστυχία. Είδε την ημέρα. Είδε τα δέντρα χρυσά από τον ήλιο. Όλοι τον κοίταζαν σα φίλοι. Πουλιά του μιλούσαν· το νερό δε φώναζε άγρια όπως τη νύχτα· τραγουδούσε». Και όταν ο Φάνης ξαναγίνει ένα με την άλλη παρέα, θα έχει καταλάβει ότι οι γνώσεις πρέπει να μας συνδέουν με τη ζωή, ότι ο αραπόβραχος που τόσο πολύ φοβίζει με το σχήμα του δεν είναι κάτι τρομακτικό, δεν είναι σκιά της προκατάληψης αλλά δημιούργημα της φύσης και μόνο.

Και η θύελλα δεν είναι κάτι ασυνήθιστο εδώ πάνω. Τα δέντρα ξέρουν τι να κάνουν. Δεν θα φοβηθούν ούτε θα τρέξουν για να πάνε πουθενά, για να προφυλαχτούν. «Τα δέντρα ανατρίχιασαν, έσκυψαν και κάτι είπαν το ένα με το άλλο». Τα παιδιά όμως θα δουν ένα άγριο σκηνικό, θα βιώσουν μια μοναδική εμπειρία, θα ανησυχήσουν. «Άστραψε. Πέντε χρυσές οχιές στριφογύρισαν με την ουρά στη γη και την κεφαλή στον ουρανό. Ο αέρας κρύωσε έξαφνα. Μεγάλο βουητό ακούστηκε. Ώσπου να τρέξουν μέσα στο σπίτι, η θύελλα έφτασε κι ήθελε να μπει».

Θα βρεθούν και στο μοναστήρι. «Αγναντεύουν από κει τους τόπους που είναι πράσινοι το χειμώνα και ξανθοί το καλοκαίρι». Θα παρακολουθήσουν τον εσπερινό. «Ο Φάνης έβλεπε τους τοίχους και στο θόλο τις παλιές ζωγραφιές των αγίων. Το πρόσωπό τους ήταν μαυρισμένο από την πολυκαιρία, μα το φωτοστέφανο που είχαν γύρω στο κεφάλι τους έλαμπε… Ένιωθε πως η ψυχή του πετούσε μαζί με τα ελαφρά σύννεφα που έβγαιναν από το θυμιατήρι…».

Θα παρακολουθήσουν και έναν παραδοσιακό γάμο, το γάμο της Αφρόδως. Όλη η τελετή είναι ένα μίγμα θρησκευτικού σεβασμού και των εθίμων των ανθρώπων του βουνού. «Μπροστά είναι ο παπάς με τ’ άσπρα γένια. Είναι και το φλάμπουρο με μήλο κόκκινο στην κορυφή. Ο παπάς διάβασε πολλές ευχές από ένα βιβλίο που ήταν γεμάτο κεριά».

Οι στιγμές απαιτούν χαρά αλλά και περισυλλογή. «Ο τσέλιγκας, ο γερο – Θανάσης, κρατώντας το άσπρο κεφάλι του ακίνητο, είπε σιγά και σοβαρά τούτο το τραγούδι:

Ένας γέρος γέροντας,
κι ουδέ τόσο γέροντας,
εκατό εννιά χρονών,
πότιζε το γρίβα του.
Τα βουνά τριγύριζε
και τα δέντρα κοίταζε.
«Σεις βουνά, ψηλά βουνά,
τώρα με την άνοιξη
δε με ξανανιώνετε
μένα και το γρίβα μου,
όπως ξανανιώνονται,
και καινούργια γίνονται
τούτα τα χαμόδεντρα,
τα χιλιόχρονα κλαριά,
να γινόμουνα κι εγώ νιος,
όπως ήμουν μια φορά;

Τα παιδιά θα ζητήσουν όμως να τους γίνει μια χάρη, ο μικρός βοσκός να μάθει γράμματα. Το είδαν πόσο πολύ ήθελε η παιδική του ψυχή να μάθει να διαβάζει, να κατανοεί τον κόσμο καλύτερα. «Το σωστό είναι σωστό», είπε ο γέρο – Θανάσης. «Εδώ απάνω θα μείνει βλάχος σαν εμάς. Καλό ήταν να βγάλουν και τα Θανασαίικα ένα γραμματικό…».

Κάποια στιγμή έρχεται και ο γυρισμός. Τα παιδιά είναι πλούσια από εμπειρίες, έμαθαν από τη φύση, από τους ανθρώπους. Είδαν και ανέπτυξαν τις δικές τους δυνατότητες, συνεργάστηκαν και διαπίστωσαν τη δύναμή τους να πολλαπλασιάζεται, κατανόησαν πόσο ανάγκη έχει ο κάθε άνθρωπος τον άλλο άνθρωπο. «Είδαν τη μεγάλη πλάση, που εκείνοι δεν την ήξεραν, και μέσα σ’ αυτή έζησαν μονάχοι τους μέρες και νύχτες. Είδαν το βουνό, βράχηκαν στα ποτάμια που βροντούν, πάτησαν τους στοιχειωμένους βράχους κι έμαθαν να κινδυνεύουν ο ένας για τον άλλον».

Πέρασαν οι καιροί και ήλθαν άλλοι. Κάτι είχε αλλάξει στο βουνό. «Στη χώρα φάνηκε έπειτα από χρόνια ένας δάσκαλος που άφησε όνομα. Έπαιρνε τα παιδιά και τα δίδασκε κάτω από τα δέντρα. Όταν δεν είχαν βαρυχειμωνιά, είχαν για σχολείο πότε ένα πεύκο, πότε έναν πλάτανο. Έπαιρναν το βιβλίο τους και διάβαζαν μαζί του απάνω στους λόφους, στον ήλιο και στον αέρα.Από κει τους έδειχνε τους γύρω τόπους, τη γη, τον ουρανό, τα πλάσματα όλα…Τους μάθαινε τη ζωή των δέντρων, των πουλιών, των εντόμων. Όταν ήταν καθαρή αστροφεγγιά, τους έδειχνε από ένα ύψωμα και τους ονόμαζε τ’ άστρα. Τους μάθαινε να γράφουν όσα έβλεπαν στον κόσμο κι όσα είχαν στο νου και στην ψυχή τους».

Το δάσκαλο αυτό τον έλεγαν Λάμπρο, ήταν ο μικρός βοσκός, το εγγόνι του γέρου – Θανάση.

Τα “Ψηλά Βουνά” του Ζαχαρία Παπαντωνίου βρίσκονται μακριά από κάθε ψευτιά· η μόνη τους πρόθεση είναι να φέρουν στις αίθουσες διδασκαλίας και στις ψυχές των εννιάχρονων αναγνωστών τους το θρόισμα των πεύκων και των ελατιών, το τραγούδι του νερού και τη χαρά μιας αλλιώτικης ζωής. Και όλα αυτά με μια γραφή απόλυτα θελκτική και απροσποίητη, δίχως ίχνος ακαμψίας και διδακτισμού που δεν καταπίνεται.

Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ

Διαβάστε επίσης:

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.