Γράφουν οι: Γιώργος Γιοβάνης & Πολύβιος Πρόδρομος

                         

         Η ενδοσχολική βία (Bulling) δεν αποτελεί καινούργιο φαινόμενο, υπάρχει εδώ και αρκετές δεκαετίες, έχοντας λάβει διάφορες μορφές, όπως σωματική (κακοποίηση), λεκτική (απειλές, κοροϊδία) και κοινωνική (απομόνωση των παιδιών από δραστηριότητες του σχολείου). Το ανησυχητικό βέβαια της υπόθεσης, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις ενέργειες που έχουν γίνει κατά του φαινομένου αυτού, είναι το πως τελικά καταφέρνει να επιβιώνει μέσα στις δεκαετίες, έχοντας εξαπλωθεί και στο χώρο του διαδικτύου, ηλεκτρονικός εκφοβισμός (cyber bulling). Προσεγγίζοντας κοινωνιολογικά το φαινόμενο αυτό, αναντίρρητα η σχολική βία αποτελεί αντανάκλαση της παθογένειας που κατατρύχει τις σύγχρονες κοινωνίες και εκφράζει μια επίκτητη επέκταση ενός κοινωνικοπολιτισμικού παιχνιδιού με τα γνωστά ζεύγη: άνδρας/γυναίκα, δυνατός/αδύναμος, κάτοχος εξουσίας/αντικείμενο εξουσίας.

         Πρέπει να διαπιστώσουμε κατ’ αρχάς ότι οι θύτες και τα θύματα προέρχονται από κάθε κοινωνική ομάδα της σχολικής κοινότητας, περιλαμβάνοντας άτομα από κάθε κοινωνικό στρώμα.

         Ιδιαίτερα επιρρεπείς στην άσκηση ενδοσχολικής βίας είναι εκείνοι οι μαθητές που βίωσαν τη σχολική αποτυχία, δεν μπόρεσαν να συμβαδίσουν με την υπόλοιπη σχολική κοινότητα και περιθωριοποιήθηκαν από τους συμμαθητές τους. Είναι άτομα με αυταρχική προσωπικότητα, επιθετικά, παρορμητικά και συνήθως με σωματική δύναμη. Έχουν ασυνήθιστα ελάχιστο άγχος και ανασφάλεια, νιώθουν την ανάγκη να κυριαρχούν και έτσι αναζητούν την ανοιχτή και δημόσια διαμάχη, ώστε να επιβεβαιώσουν την υπεροχή τους και να επιβληθούν στην ομάδα των συνομιλήκων τους. Όπως δηλώνει και η Ann Marie Lenhardt: τα άτομα που αισθάνονται απομονωμένα και απαξιωμένα από τους συμμαθητές και τους δασκάλους τους, δυσκολεύονται να αντιμετωπίσουν δύσκολες καταστάσεις και είχαν μία απελπισμένη ανάγκη για να τραβήξουν την προσοχή.

         Η αιτιολογία του εκφοβισμού στο σχολείο είναι αναγκαίο να αναζητηθεί στη δυναμική αλληλεπίδραση του οικογενειακού περιβάλλοντος, του κλίματος του σχολείου και ολόκληρης της κοινωνίας, για τα γενικότερα προβλήματα και καταστάσεις που διαμορφώνει εκείνη, δημιουργώντας με τον τρόπο αυτό τις αντικοινωνικές συμπεριφορές.

         Η οικογένεια, αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους φορείς κοινωνικοποίησης και ανάπτυξης της προσωπικότητας του παιδιού, που συντελεί δραστικά στην ένταξη του ατόμου στο κοινωνικό σύνολο. Εάν εκείνη δεν βοηθήσει το παιδί ώστε να διαμορφώσει το αίσθημα της κοινωνικότητας, δε μπορεί από μόνο του να πραγματοποιήσει αυτήν την ένταξη και έτσι παρουσιάζει αντικοινωνική συμπεριφορά και επιθετικότητα. Oι υπερ-ελαστικοί γονείς δεν θέτουν περιορισμούς στη συμπεριφορά των παιδιών τους και εκείνα έχουν μάθει από μικρή ηλικία να αντιδρούν με όποιον τρόπο θέλουν. Επίσης, είναι άξιο να αναφερθούν και οι τελείως αποδιοργανωμένες οικογένειες οι οποίες αγνοούν παντελώς ή απορρίπτουν το παιδί τους, θυμίζοντάς του καθημερινά πως είναι ανεπιθύμητο και υπαίτιο για όλα τα προβλήματα της οικογενείας. Η αποστροφή αυτή και έλλειψη αγάπης που νιώθει το παιδί από τους γονείς, το επηρεάζει συναισθηματικά και μπορεί να το οδηγήσει στην υιοθέτηση επιθετικής συμπεριφοράς εκ μέρους του. Επίσης ενδέχεται τα παιδιά να αναπαράγουν με μιμητική προσήλωση την επιθετική και βίαιη στάση των συγγενικών τους προσώπων.

         Επιπρόσθετα το σχολείο, ως μικρογραφία της κοινωνίας, καθρεπτίζει τα κρούσματα βίας και ανομίας που κυριαρχούν στην κοινωνία των ενηλίκων. Το σημερινό σχολείο, μέσα σε αχανείς κτιριακές μονάδες, στις οποίες εκλείπει η εποπτεία, καλλιεργούνται αδιάφορες – τυπικές σχέσεις και κυριαρχεί η μαζικότητα. Κουλτούρες του δρόμου, αντι-κουλτούρες και υπο-κουλτούρες συναντιώνται μέσα στη σχολική τάξη και δημιουργούν εντάσεις. Επιπλέον, ο τεχνοκρατικός προσανατολισμός της σύγχρονης εκπαίδευσης καλλιεργεί ανταγωνιστικές σχέσεις: τη βαθμοθηρία, το ωφελιμιστικό πνεύμα και ταυτόχρονα αποδυναμώνει τη συλλογική δράση. Η έλλειψη ουσιαστικής παιδείας μέσα σ’ ένα στείρο, άγονο και απομνημονευτικό περιβάλλον που δημιουργεί συναισθήματα καταπίεσης, αρνητισμού και αντίδρασης με θύματα όσους είναι ευάλωτοι αποδέκτης της οργής. Οι εκφοβιστές βρίσκουν πρόσφορο έδαφος σε σχολικούς χώρους που οι σχέσεις εκπαιδευτικών και μαθητών είναι αποκομμένες από την υγιή παιδαγωγική διαδικασία.

         Στην ανάπτυξη εκφοβιστικών συμπεριφορών συντελεί και η επίδραση της σκληρής σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας στη ζωή των παιδιών. Οι απρόσωπες, αλλοτριωμένες ανθρώπινες σχέσεις, η έλλειψη φυσικού περιβάλλοντος, η αύξηση της φτώχειας, της εγκληματικότητας και του κοινωνικού ρατσισμού, καθώς και η μαζική προβολή και ηρωοποίηση της βίας (άρα εύλογη η αποδοχή και η χρήση της), πρόκειται για κοινωνικά φαινόμενα τα οποία προκαλούν την εξέγερση του παιδιού. Η εικόνα αυτή συναρθρούμενη με την ύπαρξη σαθρών αξιών και διαβρωμένων ιδανικών δημιουργούν συσσωρευμένη οργή και επιθετική διάθεση. Οι «βίαιες απαντήσεις» είναι πολύ πιθανό να προέρχονται από την κοινωνική βία, η οποία δεν είναι μόνο σωματική αλλά και ψυχολογική (άγχος για το μέλλον, ανεργία, εκμετάλλευση).

         Είναι σημαντικό λοιπόν, να στοχεύουμε στη δημιουργία μιας κοινωνίας όπου η ποικιλομορφία και η διαφορετικότητα είναι σεβαστές και η αξιοπρέπεια εκτιμάται και ενθαρρύνεται. Η γνώση μόνο των θεμάτων δεν είναι αρκετή. Πρέπει επιπλέον να προσπαθήσουμε να είμαστε συνεπείς στις στάσεις και στις πράξεις μας.

         Υποβαθμισμένη ζωή, υποβαθμισμένο σχολείο, υποβαθμισμένα όνειρα, κοινωνικός αποκλεισμός, ανασφαλής ζωτικός χώρος επιβίωσης, όλα αυτά κρύβουν τον ήλιο του μέλλοντος των παιδιών. Και -ως γνωστόν- χωρίς φως (ή προσδοκία φωτός) χάνει την αξία του οποιοσδήποτε αγώνας (στην τάξη ή και στη ζωή). Για το λόγο αυτό επιβάλλεται ο επαναπροσδιορισμός της εκπαίδευσης, το άνοιγμα του σχολείου στις νέες πολυπολιτισμικές συνθήκες, η συνεχής εκπαίδευση των εκπαιδευτικών ώστε να ενισχυθεί το ανθρωπιστικό ιδεώδες της παιδείας.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.