thomas-1γράφει ο Πέτρος Ιωαννίδης*

Πότε ακολουθεί η ομολογία πίστεως. ΜΟΝΟ μετά την ομολογία της Αλη-θείας κατόπιν ελέγχου και εξέτασης, ήτοι απτών αποδείξεων.

«Εάν μή δω τος φθαλμοῖς μου, οὐ μή πιστεύσω».

Ά-πιστος με την έννοια του Δυσ-πίστου και Α-πορητικού με την έννοια του Αμφι-βάλλοντος, Δυσ-πιστούντος, σκεπτικού (από το σκέπτεσθαι), ζητητικού (από τό ἀεί ζητεῖν τήν ἀλήθειαν), εφεκτικού (από τό έπέχειν τάς ἀποκρίσεις περί τῶν πραγμάτων), αιρετικού (ἀπό τό αἱροῦμαι = επιλέγω).

Σήμερα είναι η Κυριακή του Θωμά ή Κυριακή του Αντί-πασχα. Οκτώ ημέρες μετά την Ανάσταση φανερώθηκε ο Σωτήρ στους Αποστόλους, παρόντος του Θωμά. Αυτός ψηλάφισε πρώτα (έκανε λεπτομερή, ενδελεχή αφή) το σώμα του Ιησού Χριστού και ύστερα ομολόγησε την Ανάστασή Του.

Η ημέρα αυτή θεωρήθηκε και ως εορτή των Αποστόλων. Σε μερικά μέρη και κυρίως στην Αιθιοπία* τον τιμούσαν ως εξαίρετον και μέγα απόστολον.

Το Θωμάς υποκοριστικό του Θαυμάσιος – Θαυμάς (=ο προκαλών θαυμασμό, κατάπληξη). Το θαμαλεγόταν αιολικά θώυμα – θμα και το θαυμάζω < θωυμάζω < θωμάζω. Η δίφθογγος ωυ αντί αυ ή ου. Παραδείγματα: ωυτο = ἑαυτοῦ, υτός = αυτός περωύσιον = περιώσιον, περιούσιον, θωυμάσιος, = θαυμάσιος. «μήτε έργα μεγάλα και θωυμαστά. ἀκλεᾶ γένηται» Ηρόδ. Α, ΙΣΤΟΡΙΑΙ.

Παράγεται από το διά θεάματος έκπληττόμεν κφωνεν και αὖσαι, ἤτοι θαυμάσαι <θέαμα αὖσαι με υπέρθεση (=μετάθεση) του υ και συναλοιφή (συναίρεση). Αω, μελ. ΰσω, αορ. ϋσα = φωνάζω, εκβάλλω βοήν, φωνήν).

Θωμάς, στα αραμαϊκά ΤΕΟΜΑ (= ΔΙΔΥΜΟΣ) ή θεού (Theo) + ΟΜΑ (=όμμα). Ο Θωμάς είναι ο δωδέκατος από τους 12 μαθητές του Χριστού. Ο μόνος από τους μαθητές που θέλησε να ψηλαφήσει (=ψηλά+άπτομαι = ψαύω, εγγίζω, πιάνω, πασπατεύω, ψάχνω, εξετάζω από κοντά, ψιλοκοσκινίζω).

(ψ = προσεγγίζω + φ (=δια της αφής) ψηαφώ και με πλεονασμό του λ ψηλαφώ), τις πληγές του Δασκάλου του για να πιστέψει στην Ανάστασή Του. «πί τόν τύπον τν λων», από το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο.

«Εάν μή δω ν τας χερσίν ατο τόν τύπον τν λων» και βάλω τόν δάκτυλόν μου εἰς τόν τύπον τῶν ἥλων (=μέσα) και όχι επί (=πάνω, επιδερμικά, όπως λανθασμένα λέγεται.

Σήμερα η φράση χρησιμοποιείται μεταφορικά, για να δηλώσει την πρόθεση των ομιλητών να μπουν εντός του θέματος (στο ψητό!), να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα άμεσα και ευθέως. Στο διά ταύτα!

Ο Θωμάς εκήρυξε σύμφωνα με τα απόκρυφα ευαγγέλια στις Ανατ. Ινδίες, μιμούμενος την πορεία του Διονύσου στην Ανατολή. Σήμερα υπάρχουν ακόμη μέλη (θωμαϊστές) αρχαίων χριστιανικών εκκλησιών στην Ανατ. Ινδία που τις ίδρυσε ο απόστολος Θωμάς σύμφωνα με απόκρυφη χριστιανική παράδοση.

«Θωμάς δέ πόστολος Πάρθοις καί Μήδοις καί Πέρσαις καί Γερμανος καί Βάκτροις καί Μάγοις κηρύξας τό εαγγέλιον το Χριστο, τελειοται ν πόλει τς νδίας Καλάμη τ λεγομένη» (Βίοι Προφητών, 155)

Από αρχαιοτάτων χρόνων το φαινόμενο του Θαυμασμού (= θαυμάζειν) και της Α-πορίας (= απορείν) τράβηξε την προσοχή των πρώτων Αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων μεέχρι του σημείου να αναγάγουν αυτά τα δύο στις δυο βασικές αρχές αυτής της ίδιας της φιλοσοφίας.

Ο Πλάτων στο έργο του «Θεαίτητος 155α» υποστηρίζει «Μάλα γάρ φιλοσόφου τούτο το πάθος, τοθαυμάζειν· ού γάρ λλη ρχή φιλοσοφίας ατη».

Ο δε Αριστοτέλης στο έργο του «Μετά τα Φυσικά» Α, 2 8 «Διά γάρ τό θαυμάζειν ονθρωποι καί νν καί τό πρτον ρξαντο φιλοσοφεν, ξ ρχς μεν τά πρόχειρα τν πόρων θαυμάσαντες, εἶτα δέ κατά μικρόν οὕτω προϊόντες καί περί τῶν μειζόνων διαπορήσαντες ( = διερευνώ, εξετάζω).

Στον Αριστοτέλη ο όρος «Α-πορία» σημαίνει τη διαλεκτική Αντι-παρά-θεση δύο αντιθέτων γνωμών περί του ίδιου θέματος υποστηριζομένων με ισο-δύναμα επιχειρήματα.

Ο Θαυμασμός είναι καθαρή ενέργεια, είναι νίκη του πνευματικού είναι κατά της παθητικής αναμονής του τυχαίου, του συμπτωματικού, του εξωτερικού.

Ο θαυμασμός, γεννιέται, δεν γίνεται. Γεννιέται ξαφνικά και δεν παραμένει, παρέρχεται εφ’ όσον δεν κρατάμε πάντ’ ανοιχτά, πάντ’ άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μας, κατά τον Διον. Σολωμό.

Είναι δύσκολο λοιπόν να γεννηθεί και να ανανεώνεται διαρκώς ο θαυμασμός, αδύνατο όμως ΔΕΝ είναι. Απαιτείται ΘΕΛΗΣΗ μεγάλη. Οσο για τη ΔΥΝΑΜΗ, ο καθένας έχει τόση, όση χρειάζεται για να κρατάει ανοιχτά κι άγρυπνα τα μάτια της ψυχής του. Συνεπώς σε κάθε άνθρωπο μπορεί να επιφανεί ο θαυμασμός. Η προετοιμασία της υποδοχής, το πώς και το πότε είανι έργο και μυστικό του καθενός.

Ο θαυμασμός είναι κύριο γνώρισμα κάθε επιστήμης και κάθε δημιουργίας. Πίσω από κάθε αληθινή έμπνευση κρύβεται θαυμασμός.

Η ερευνητική φύση του Θωμά που ζητάει να έχει πάντοτε σαφείς και συγκεκριμένες παραστάσεις και απτές αποδείξεις για εκείνα που πιστεύει προσιδιάζει μάλλον σε άνθρωπο ελληνικής καταγωγής που έχει βαθιές γνώσεις του ελληνικού, ερευνητικού πνεύματος και της βαθυστόχαστης σκέψης.

Ο Θωμάς ως Γα-λιλαίος καταγόταν από την ελληνική πόλη Γα-λιλαία** (χώρα / γη επιθυμητή, ποθητή <λιλαίομαι (=επιθυμώ, ορέγομαι) < λάω-λώ εξ’ ού και το αγγλικό love με ενεστωτικό αναδιπλασιασμό Λι-λώ.

Στα εβραϊκά Γκα-λέιλ (= κύκλος, περιοχή).

Σας παραθέτω μερικά αποσπάσματα από:

1. Ομηρο, Ιλιάς Β’ 523

2. Λυκόφρονα, Αλεξάνδρα, 1073

3. Στράβωνα, Α, 2 ― Θ, 2-4 ― ΙΣΤ, 2, 29

4. Παυσανία, Θ, 24 ― Ι, 3, 33

5. Πίνδαρο, ωδή Π, 1

6. Θεόπομπο, Fragmenta, 285

Oι μαθητές του Χριστού εξ’ επαγγέλματος αλιείς κατάγονταν από τη Γαλιλ+αία = γαίαγη, ήτοι γη αλιέων. Υπάρχει βέβαια και άλλη μια εκδοχή ετυμολογική του όρου Γαλιλαία από το Γα+αλιαία, ηλιαία / αλία / η = εκκλησία / συνάθροισή ή και τόπος συγκέντρωσης ανθρώπων στο ύπαιθρο, κάτω από τον ήλιο.

Αντιλαμβάνεστε τώρα τον πλούτο της ελληνικής γλώσσας.

Ο Θωμάς λοιπόν δεν θα μπορούσε να μην υιοθετήσει τον καθαρά ελληνικό τρόπο σκέψης, νόησης, συλλογισμού και εξέτασης / έρευνας των πραγμάτων που δεν είναι άλλος παρά ο διά το άπορεν(θαυμάζειν).

Στο έργο “Πλούτος” του Αριστοφάνη που παραστάθηκε το 388 και είναι το τελευταίο που έγραψε, αναφέρεται η στιχομυθία του βασικού ήρωα Χρεμύλου, φτωχού, γέροντα, γεωργού Αθηναίου <χρέος + αιμύλλω = αυτός που από τα χρέη του εξαπατά τους δανειστές του / τοκογλύφους (ΤΡΟΪΚΑ, ΤΡΩΚΤΙΚΑ). (Αλήθεια πόσο ταιριάζει σε μας τους νεοέλληνες αυτή η προσωνυμία!) Με την προσωποποιημένη Πενία (= φτώχεια) στο στίχο 600 αναφωνεί ο Χρεμύλος την ιστορική και παροιμιώδη φράση «ο γάρ πείσεις, οδ᾽ἤν πείσης»

Μάλιστα στις “Μαντικές Παροιμίες” εντόπισα και δεύτερο στίχο συμπληρωματικό του πρώτου «κν πείσης οχ ξεις μς πειθομένους».

Οπως διαφαίνεται απ’ την ενδελεχή μελέτη των αρχαίων ελληνικών κειμένων υπήρχαν πολλοί άπιστοι(=δύσπιστοι) “Θωμάδες – Θωυμάδες” στην αρχαιότητα διότι η φράση αυτή επαναλαμβάνεται πολλές φορές ως φόρμουλα (στερεότυπο φράση) στον προπάτορα και γενάρχη της λογοτεχνίας μας και της παγκόσμιας, ΟΜΗΡΟ: «οδέ με πείσεις». Και στο ΘΕΟΓΝΗ (= ὁ ὑπό τοῦ θεοῦ γεννηθείς) δημιουργού και εμπνευστή του γερμανικού εκπαιδευτικού συστήματος.

Με αποκορύφωση όμως τον Αριστοφάνη (“Πλούτος” στιχ. 600) φράση που απ’ ότι δείχνουν τα κείμενα είναι η μισή από την ολοκληρωμένη που δίνουν οι “Μαντικές Παροιμίες”.

Τέλος οι σύγχρονοι Ελληνες συντομεύοντάς το ή παραποιώντας το (συνήθειά τους κακή!) δημιούργησαν το ανακόλουθο, σύμπτυξη του ενός στίχου σε ένα «ο μέ πείσεις καν με πείσεις», διότι η σύνταξη αυτή αλλοιώνει (= προδίδει) το αρχαιοελληνικό κείμενο (όχι σπάνιο φαινόμενο από παλιά μέχρι σήμερα).

Θα σας αναφέρω ακόμη τρεις περιπτώσεις α-πιστίας (=δυ-σπιστίας).

Η πρώτη αναφέρεται στην Πηνελόπη, η οποία δεν πείθεται πως ο Ουδσσέας είναι ο άντρα της και απαιτεί απ’ αυτόν «τά πιστά ποιεῖσθαι = πίστιν ποιεσθαι» . Να ανταλλάξουν δηλαδή επίσημες διαβεβαιώσεις – υποσχέσεις. Οπότε υποχρεώνεται ο Οδυσσέας να της διηγηθεί τον ακριβό τρόπο κατασκευής του νυφικού κρεβατιού τους, από ξύλο ελιάς.

Στα αρχαία ελληνικά σε κάθε δοσοληψία εφάρμοζαν τον όρο “πιστά διδόναι καί λαμβάνειν”.

Η δεύτερη αναφέρεται στην πιστή (= έμπιστη) οικονόμα-ταμία του σπιτιού του Οδυσσέα Ευρύ-κλεια***, δούλη αγορασθείσα από τον πατέρα του, Λαέρτη. Αυτή αναγνωρίζει τον Οδυσσέα από το σημάδι που του προκάλεσε αγριόχοιρος όταν ήταν μικρό παιδί στους Δελφούς· την ώρα που του έπλενε τα πόδια η Ευρύκλεια.

[Αλήθεια, υπηρέτρια με τέτοιο ευκλεές (ένδοξο) όνομα δεν συνηθίζεται να απονέμεται. Η ευρύ κλέος έχουσα = η πολυδοξασμένη, μάλιστα δεν ταιριάζει καθόλου με την ταπεινή της θέση!]

Υπάρχουν όμως αρρωστημένα (διεστραμμένα) μυαλά που υποστηρίζουν πως οι δούλοι δεινοπαθούσαν στην Αρχαία Ελλάδα, ενώ αυτοί αποτλεούσαν μέλος της οικογενείας που εφιλοξενούντο και έμεναν μαζί τους (οικέτες).

Η τρίτη αναφέρεται στην τριλογία “Ορέστεια” του Αισχύλου, την τραγωδία “Χοηφόροι” στοίχοι 230-234, όπου η Ηλέκτρα αναγνωρίζει τον Ορέστη όταν εκείνος της δείχνει τον υφαντό του χιτώνα που τον συνόδευε στην ξενητειά. Τον είχε υφάνει στον αργαλειό, με τα ζωγραφιστά κυνήγια, η Ηλέκτρα με τα ίδια της τα χέρια.

Είναι άραγε σύμπτωση ή επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος το ότι ο εφευρέτης πολλών συσκευών Εντισον είχε ως πρώτο όνομα το Θωμάς! (Thomas Alba Edison).

Επομένως οι άπιστοι “Θωμάδες” στην αρχαία Ελλάδα ήταν αμέτρητοι και ευτυχώς γιατί δεν θα είχαμε τον πολιτισμό που έχουμε και καυχόμαστε γι’ αυτόν. Αν καταπίναμε ή αναμασούσαμε μασημένη τροφή ότι μας σέρβιραν.

Οι άλλοι λαοί έχουν πολιτισμούς και θρησκείες δογμάτων. Ο δικός μας είναι ή ήταν αδογμάτιστος, διαλεκτικός, αντιρρητικός, αναιρετικός. Αυτό εξάλλου διαπιστώνεται από τις πολλές διαφορετικές φιλοσοφικές και ρητορικές σχολές των Αθηνών, όπου έρχονταν μαθητές απ’ όλα τα μέρη του τότε γνωστού κόσμου για να φοιτήσουν / σπουδάσουν εδώ.

Εμείς προσφέραμε μια ΠΑΙΔΕΙΑ ανοιχτών οριζόντων και εύστροφων μυαλών και όχι μια τοιαύτη ανοιχτών ορυζόνων και εύστροφων μυιών (μυγών).

Το μήνυμα / δίδαγμα του Θωμά μας διδάσκει ότι:

αν δεν δούμε με τα ίδια μας τα μάτια (ΑΥΤΟΠΤΕΣ),

αν δεν ακούσουμε με τα ίδια μας τα αυτιά (ΑΥΤΗΚΟΟΙ)

αν δεν ψηλαφήσουμε με τα ίδια μας τα χέρια (ΑΥΤΑΠΤΟΙ)

δεν πρέπει να βγάζουμε αυθαίρετα συμπεράσματα, αλλά να ερευνούμε, νε εξετάζουμε οι ίδιοι τα πράγματα. ΜΕΘΟΔΟ που ακολούθησε κι ο Μέγας των ιστορικών Θουκυδίδης στην καταγραφή του Πελοποννησιακού πολέμου, γι’ αυτό και έιμεινε αθάνατη η ιστορία του «κεται ς εί».

Γιατί το κλασσικό δεν πεθαίνει ποτέ, ούτε παθαίνει τίποτε!

Η Κυριακή του ΘΩΜΑ ας είναι μια ημέρα αφιερωμένη διεθνώς στην ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ.

και προσδοκώ και ελπίζω να μην είναι ΜΟΝΟ αυτή, αλλά όλη η ζωή μας, γιατί ΑΜΦΙΒΑΛΛΩ = ΥΠΑΡΧΩ!

———–

* Αιθιοπία: αίθω = λάμπω + ὤψ = πρόσωπο

** Γα-λιλαία στην Παλαιστίνη (= Palesati, Πελασγοί, οι αρχαίοι Αιγαιοκρήτες).

——–

* Ο Πέτρος Ιωαννίδης είναι καθηγητής φιλόλοφος στο 2ο ΓΕΛ Βούλας

Πηγή:www.ebdomi.com

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.