Αρχαία Ελληνικά Α´ Λυκείου: Θουκυδίδου “Ιστορία” 3.75 (Παράγωγα-ομόρριζα)

ΛΕΞΕΙΣ ΠΑΡΑΓΩΓΑ-ΟΜΟΡΡΙΖΑ
ἐπιγιγνομένῃ γένος, γυναίκα, γονέας, προγενέστερος
παραγίγνεται γένος, γυναίκα, γονέας, προγενέστερος
βοηθῶν βοήθεια, βοήθημα, βοηθητικός
ἔπρασσέ πράξη, πρακτικός
πείθει πιστός, πιθανός, πεποίθηση, πειστικός
ξυγχωρῆσαι αναχώρηση, αναχωρητής
κρῖναι κρίση, κρίσιμος, πρόκριμα, κριτήριο
ἔμειναν μονή, μόνος, μόνιμος
οἰκεῖν οίκημα, κατοικία
ποιησαμένους ποίημα, ποιητής
νομίζειν νόμισμα
πράξας πράξη, πρακτικός
ἔμελλεν μέλλον, μέλλημα
ἀποπλεύσεσθαι πλεύση, πλοίο, πλεύσιμος
πείθουσιν πιστός, πιθανός, πεποίθηση, πειστικός
καταλιπεῖν διάλειμμα, ελλιπής, λειψός, λείψανο, λειψός
ὦσιν ουσία, ετυμηγορία
ξυμπέμψειν πομπή, πομπός, διαπόμπευση
πληρώσαντες πλήρωμα, απλήρωτος, πληρωμή
ξυνεχώρησεν αναχώρηση, αναχωρητής
κατέλεγον λέξη, λεκτικός, λογικός, ρήτορας, ρητός
Δείσαντες δέος, δεινός, δειλός, δεινότητα
ἀποπεμφθῶσιν πομπή, πομπός, διαπόμπευση
καθίζουσιν έδαφος, έφεδρος, εδώλιο
ἀνίστη στάση, σταθμός, σταθερός
παρεμυθεῖτο μύθος, παραμυθία, παραμύθι
ἔπειθεν πιστός, πιθανός, πεποίθηση, πειστικός
ὁπλισθεὶς όπλο, οπλισμός
διανοουμένων νόημα, νόηση, ανόητος, παράνοια, νοητός
ξυμπλεῖν πλεύση, πλοίο, πλεύσιμος
ἔλαβέ λαβή, λήψη, λήπτης, ασύλληπτος, εργολαβία
ἐκώλυσε κώλυμα, κωλυσιεργία
διέφθειραν φθορά, άφθαρτος, αδιάφθορος
ἐπέτυχον τύχη, τυχερός, ατυχία, επίτευξη
Ὁρῶντες όραση, οραματιστής, είδωλο, είδος, ιδέα
γιγνόμενα γένος, γυναίκα, γονέας, προγενέστερος
γίγνονται γένος, γυναίκα, γονέας, προγενέστερος
δείσας δέος, δεινός, δειλός, δεινότητα
νεωτερίσωσιν νεωτερισμός, νεωτεριστής
ἀνίστησί στάση, σταθμός, σταθερός
πείσας πιστός, πιθανός, πεποίθηση, πειστικός
διακομίζει συγκομιδή, κομιστής, κόμιστρο
διεπέμπετο πομπή, πομπός, διαπόμπευση

Κατεβάστε το αρχείο:Θουκυδίδου “Ιστορία” 3.75 (Παράγωγα-ομόρριζα)

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.