ypourgeio paideias-2

mineduΟμιλία του υπουργού Πολιτισμού Παιδείας και Θρησκευμάτων κ. Αριστείδη Μπαλτά στην Ολομέλεια της Βουλής κατά την παρουσίαση των Προγραμματικών Θέσεων της Κυβέρνησης

Θεωρώ υποχρέωσή μου να ξεκινήσω εκφράζοντας την τεράστια τιμή που αισθάνομαι ευρισκόμενος σε αυτό το βήμα, ευρισκόμενος εδώ μετά την ψήφο του ελληνικού λαού στο ΣΥΡΙΖΑ και τη μεσολάβηση του Πρωθυπουργού ο οποίος με επέλεξε· επίσης ύψιστη τιμή γι’ αυτή τη θέση.

Προτού μπω στην ουσία της ομιλίας, θέλω να σας μεταφέρω μια είδηση: ήδη κυκλοφορεί στις εφημερίδες παντού η δήλωση του Προέδρου των ΗΠΑ, Μπάρακ Ομπάμα, ο οποίος απευθύνει στην Άνγκελα Μέρκελ πρόσκληση-έκκληση να εκφράσει τη θέση της ως προς τι θεωρεί πως πρέπει να πράξει η Ελλάδα προκειμένου να επανέλθει σε βιώσιμη ανάπτυξη εντός της Ευρωζώνης, αλλάζοντας το ήδη υπάρχον πρόγραμμα.

Πράγμα που σημαίνει ότι αυτή τη στιγμή η Αμερική λέει σχεδόν το ίδιο που λέμε κι εμείς: «Κυρία Μέρκελ παρακαλούμε πέστε μας πού εμείς κάνουμε λάθος για να μπούμε στην επί της ουσίας συζήτηση και να μη μένουμε μόνο στην προτροπή “ακολουθήστε τους κανόνες”». Νομίζω ότι η είδηση είναι σημαντική και ωθεί τη συζήτηση παραπέρα.

Συνεχίζω λέγοντας πως η τιμή που εξέφρασα προηγουμένως ότι αισθάνομαι είναι συνδεδεμένη με μια μορφή δέους. Δέος απέναντι στο μέγεθος μιας ευθύνης. Αλλά αυτό το δέος δεν συνάδει με φόβο. Συνάδει με αισιοδοξία, γιατί η ανιδιοτελής προσφορά από πολλούς ανθρώπους –ανιδιοτελής προσφορά τόσο ποσοτική όσο και ποιοτική– είναι τόσο μεγάλη που μας δίνει τη βεβαιότητα ότι απέναντι σε αυτή την ευθύνη θα μπορέσουμε να ανταποκριθούμε.

Συνήθως αυτές τις στιγμές η συζήτηση αφορά τι παραλάβαμε. Υπάρχουν κλισέ: παραλάβαμε χάος, παραλάβαμε καμένη γη, παραλάβαμε διάφορα βαριά και τρομερά, τα οποία όταν λέγονται με αυτό τον τρόπο συνήθως συνιστούν αποφυγή της ευθύνης να αντιμετωπιστούν αυτά καθαυτά τα προβλήματα που πραγματικά βρέθηκαν, καθώς και ένα είδος αναβολής ώστε σιγά-σιγά τα πράγματα να γυρίζουν, να επανέρχονται όπως ήταν πριν.

Δεν θα ακολουθήσουμε αυτή την τακτική· θα ξεκινήσω λέγοντας ότι παραλάβαμε προβλήματα κατ’ αρχήν. Παραλάβαμε συγκεκριμένα και πολλά προβλήματα. Ανεκτέλεστες δικαστικές αποφάσεις, εκκρεμότητες που σέρνονται επί χρόνια και έπρεπε να είχαν λυθεί προ πολλού. Καλούμαστε να λύσουμε αυτές, παράλληλα με όσα άλλα οφείλουμε να κάνουμε.

Παραλάβαμε εστίες όπου αρχίζουμε να εντοπίζουμε τα ρουσφέτια και όπου προετοιμάζονται οι μηχανισμοί για να γεννηθούν τα νέα ρουσφέτια. Παραλάβαμε όλων των επιπέδων τα σκάνδαλα, για τα οποία όμως ακόμα είμαστε στη διαδικασία της διερεύνησης· και θέλω να δηλώσω εδώ ότι δεν θα υπάρξουν διαρροές ως προς τα σκάνδαλα, δεν θα υπάρξουν υπόνοιες που να σέρνονται στον αέρα.

Κάθε πράγμα το οποίο βρίσκουμε και εντοπίζουμε θα φτάνει εδώ ή στην κατάλληλη δικαστική αρχή μαζί με τη διαδικασία της εκτέλεσης της εντολής, μαζί με τη διαδικασία διαλεύκανσης τού εν λόγω προβλήματος. Με άλλα λόγια, και οι δημοσιογράφοι ας μην αναζητούν για διαρροές, αλλά ας κάνουν ερευνητικό ρεπορτάζ προκειμένου να βοηθήσουν κι εμάς.

Ωστόσο, δεν παραλάβαμε μόνο προβλήματα αυτών των κατηγοριών, παραλάβαμε και ανθρώπους. Παραλάβαμε πολλούς δημοσίους υπαλλήλους οι οποίοι εξέφρασαν ρητά και άρρητα –όσο μπορέσαμε να αντιληφθούμε αυτές τις λίγες μέρες– τη διάθεσή τους να δουλέψουν, τη διάθεσή τους να δημιουργήσουν, τη διάθεσή τους να μπουν σε μια νέα προσπάθεια για ολόκληρη τη χώρα. Υπαλλήλους, κάποιους σε ασφυξία, κάποιους στο ψυγείο, αλλά παρ’ όλα αυτά έτοιμους να βοηθήσουν.

Παραλάβαμε κι άλλα πράγματα. Παραλάβαμε αιτήματα, είτε συλλογικά, που βιάστηκαν να εκφραστούν, είτε και ατομικά. Αιτήματα που εκφράζουν πόνο, οδύνη, την αίσθηση της αδικίας, ότι κάτι δεν λύνεται και, εφόσον δεν υπάρχουν οι κατάλληλοι θεσμοί, τα αιτήματα αυτά απευθύνονται απευθείας στον υπουργό και στους αρμόδιους της πολιτικής ηγεσίας.

Δυστυχώς τέτοια αιτήματα δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν σε προσωπικό επίπεδο. Τέτοια αιτήματα μπορούν να αντιμετωπισθούν μόνο από θεσμούς, διαδικασίες και κανόνες που θα πρέπει να αρχίσουμε να επιβάλλουμε και να θεσπίζουμε καθώς προχωράμε στα πράγματα, στην επίλυση των προβλημάτων.

Τέλος, παραλάβαμε και κάτι άλλο: ασαφείς αλλά ρητές, μάλλον ρητές αλλά ασαφείς –πάρτε όπως θέλετε την αντίστιξη– προσπάθειες διαμεσολάβησης. Δηλαδή προσπάθειες να εγκατασταθούν με τη νέα πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας δίκτυα ρουσφετιών, δίκτυα αντιπαροχής πληροφοριών, βοηθημάτων και ούτω καθ’ εξής, για τα οποία θα έπρεπε κι εμείς να πούμε: «τι καλά, ελάτε να τα κάνουμε όλα μαζί».

Σε αυτό, την απάντηση έδωσε κάποιος φίλος, ο οποίος γνωρίζει τον καινούργιο υπουργό. Η απάντηση που έδωσε νομίζω είναι αφοπλιστική και μπορεί να ισχύσει γενικώς σε ό,τι αφορά αυτή την κυβέρνηση: «όταν γίνουμε ΠΑΣΟΚ θα σας ενημερώσουμε».

Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι η νέα πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Πολιτισμού, Παιδείας και Θρησκευμάτων και, σύμφωνα με τις δηλώσεις του Πρωθυπουργού όλες οι ηγεσίες όλων των υπουργείων, θα στηριχθούν κατ’ εξοχήν αποκλειστικά στους υπάρχοντες υπαλλήλους. Σύμβουλοι, στρατιές συμβούλων θα κατευθύνουν εκεί όπου τούς χρειάζεται η αντίστοιχη πολιτική ηγεσία, αλλά δεν θα παίξουν κατά κανένα τρόπο τον ρόλο του καθοδηγητή, αυτού που δίνει εντολές ώστε οι υπάλληλοι να υπακούν.

Από κει και πέρα, θα στηριχθούμε στους υπαλλήλους με πλήρη πολιτική ανεξιθρησκία, ζητώντας τους και δημιουργώντας την ατμόσφαιρα ώστε να αισθάνονται χαρά και δημιουργικότητα όταν βρίσκονται στο υπουργείο και εργάζονται στα καθήκοντά τους. Βεβαίως, οτιδήποτε έχει σχέση με ανεντιμότητα, διαφθορά, ρουσφέτι κ.λπ. θα πατάσσεται συστηματικά και την κατάλληλη στιγμή κάθε φορά.

Ανέλαβα –με συγχωρείτε για το πρώτο πρόσωπο, δεν το συνηθίζω σε τέτοιες περιπτώσεις, αλλά η περίσταση το επιβάλλει– ένα υπουργείο με πάρα πολλά αντικείμενα. Ένα υπουργείο του οποίου η συγχώνευση σε αυτά τα αντικείμενα αποτελεί ένα πρώτο βήμα της μεγάλης διοικητικής μεταρρύθμισης που εξήγγειλε ο Πρωθυπουργός.

Άρα θα αφιερώσω την ομιλία μου κατά κύριο λόγο στο τι σημαίνει για μας αυτή η συγχώνευση. Απαριθμώ: αθλητισμός, πολιτισμός, παιδεία, εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες, επιστημονική έρευνα, θρησκεύματα.

Ας αρχίσω από το ταπεινότερο, τον αθλητισμό. Να δούμε τον αθλητισμό ως άθληση, να τον συνδέσουμε με το ανθρώπινο σώμα, με την ανάγκη το ανθρώπινο σώμα να είναι υγιές, γιατί μόνον έτσι κατά το αρχαίο ρητό και ο νους μπορεί να είναι υγιής. Να συνδέσουμε τον αθλητισμό με τις παραδόσεις μας, να τον συνδέσουμε με την αρχαία κληρονομιά αν θέλετε· τα γυμναστήρια, στην πορεία της ετυμολογίας έγιναν γυμνάσια, γιατί ακριβώς τα γυμνάσια είναι γύμνασμα νου και σώματος μαζί, να τον συνδέσουμε με νεότερες ιδέες, όχι μόνο αρχαίες, με τη νεωτερικότητα.

Ο Σπινόζα για παράδειγμα έλεγε: «νους και σώμα είναι ένα, από τη μια σκοπιά το ανθρώπινο ον βλέπεται ως νους, από την άλλη σκοπιά το ανθρώπινο ον βλέπεται ως σώμα». Να συνδέσουμε λοιπόν τον αθλητισμό όχι απλώς με τους αγώνες, όχι απλώς με την αγωνιστική διαδικασία των ρεκόρ, αλλά με την ίδια την άθληση, την ευεξία της άθλησης και τη συνύφανση αυτής της ευεξίας με την ευεξία του νου.

Ο κ. Κοντονής θα αναπτύξει λεπτομερέστερα το πρόγραμμά μας για τον αθλητισμό, απλώς να πω ότι όλα αυτά δεν υπονοούν ότι είμαστε ενάντια στον πρωταθλητισμό, είμαστε ενάντια στο ντόπινγκ, ενάντια σε όλα αυτά τα κακά της υπερεπαγγελματοποίησης αν όχι της απλής επαγγελματοποίησης του αθλητισμού και από κει και πέρα σε ό,τι εκεί βρίσκουμε κακά –και υπάρχουν πάρα πολλά– ο κ. Κοντονής θα σας εξηγήσει πώς θα το αντιμετωπίσουμε.

Τα σώματα εντάσσονται σε κοινωνίες, οι κοινωνίες φέρουν πολιτισμούς, σώμα και πολιτισμός με αυτή την έννοια, αθλητισμός και πολιτισμός αν θέλετε, άθληση και πολιτισμός πάνε μαζί. Ο πολιτισμός είναι μια πολύ σύνθετη έννοια, αφορά ήθη και συνήθειες που πηγαίνουν πολύ πίσω στον χρόνο. Αυτά που συνήθως αποκαλούμε τα καλά της ελληνικής ιστορίας, φιλοξενία, γενναιοδωρία, κέρασμα, ο φτωχός που προτιμά να σε κεράσει παρά να εξοικονομήσει τα λεφτά για να γυρίσει στο σπίτι, και άλλα πολλά, κέφι, καφενείο, κουβέντα, πολιτικοποίηση κτλ.

Μία μορφή πολιτισμού είναι αυτή. Συναρτημένος με αυτό τον πολιτισμό είναι και ο λεγόμενος πολιτισμός με πιο συγκεκριμένη έννοια, η πολιτιστική παραγωγή, τα πολιτιστικά επιτεύγματα. Ας πούμε, η Ελλάδα έχει διάφορες ιδιαιτερότητες επ’ αυτού: πάρα πολλοί γράφουν ποίηση. Ποσοστιαία ίσως περισσότεροι από ό,τι σε άλλες χώρες. Η Ελλάδα έχει παράδοση στη μουσική· αυτή τη στιγμή η Ελλάδα είναι θέατρο πολιτιστικής δημιουργίας, οιονεί αυθόρμητης ή και επαγγελματικής, η οποία κάπως μοιάζει να θέλει να δείχνει προς πολιτιστική άνοιξη.

Όλα αυτά καταλήγουν κι έχουν καταλήξει σε νομπελίστες ποιητές, όλα αυτά μαζί έχουν καταλήξει στο έργο ενός συνθέτη, του Μίκη Θεοδωράκη, του οποίου η μουσική, συνδεδεμένη με την ελληνική ποίηση, συνδεδεμένη με όλη την ιστορία αυτού του τόπου και τις τύχες της Αριστεράς, έχει φτάσει να είναι οικουμενικός ποιητικός και μουσικός λόγος για ολόκληρη την ανθρωπότητα.

Αυτά τα πράγματα υπάγονται, κατά μία έννοια, στην αρμοδιότητα του υπουργείου. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι θα προτιμήσουμε τον άλφα ή τον βήτα συνθέτη, το άλφα ή το βήτα πνεύμα καλλιτεχνικής δημιουργίας· αλλά ότι απλώς θα θέσουμε τις βάσεις στο μέτρο που μπορούμε, ώστε αυτή η πολιτιστική άνοιξη που ήδη ανθίζει να γίνει πραγματική πολιτιστική αναγέννηση και με αυτή την έννοια πυλώνας για την ολοκληρωτική αναπαραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας.

Μετά τον πολιτισμό, είναι η παιδεία. Πολιτισμός και παιδεία προφανώς είναι άρρηκτα δεμένα. Η παιδεία είναι αυτή που επιτρέπει την παραγωγή πολιτισμού και η παιδεία ταυτόχρονα είναι αυτή που επιτρέπει τη δυνατότητα απόλαυσης μετά λόγου γνώσεως των πολιτιστικών επιτευγμάτων.

Η παιδεία οργανώνεται από ένα εκπαιδευτικό σύστημα, εκπαιδευτικό σύστημα που στη χώρα μας είναι ο μεγάλος ασθενής τουλάχιστον επί σαράντα χρόνια· για να μην πάω πολύ πιο πίσω από τότε που σπούδαζα εγώ.

Όλοι αναγνωρίζουν την εκπαίδευση ως τον μεγάλο ασθενή. Τα μέτρα που λαμβάνονται είναι πάντα εμβαλωματικά, πάντα με ορίζοντα τετραετίας, στην καλύτερη περίπτωση, διότι κάθε νέα κυβέρνηση θεωρεί ότι πρέπει να αλλάξει την προηγούμενη, όσα έκανε η προηγούμενη, προκειμένου να βάλει και αυτή το στίγμα της στο μεγάλο υποτίθεται συμβολικό πράγμα που λέγεται αλλαγή του εκπαιδευτικού συστήματος.

Γιατί συμβαίνει αυτό; Νομίζω ότι μπορούμε να εντοπίσουμε τον λόγο σε δυο σημεία που είναι συνδεδεμένα με την όλη ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού. Τόσο η παιδεία όσο και ο πολιτισμός έχουν γίνει εργαλεία.

Δεν είναι αυτοσκοποί, είναι εργαλεία. Σπουδάζουμε για το χαρτί, το χαρτί είναι αυτό που μετράει και όχι το περιεχόμενο των σπουδών. Όλη η πορεία της εκπαίδευσης, τουλάχιστον μέχρι το πανεπιστήμιο, αν όχι και μετά, είναι πορεία προς κάποιο χαρτί. Έχεις πτυχίο, έχεις δίπλωμα, έχεις διδακτορικό –χωρίς να ρωτά κανείς το περιεχόμενο, τους όρους απόκτησης και ούτω καθ’ εξής. Άρα η παιδεία ως εργαλείο για το πτυχίο, γιατί αυτό υποτίθεται πως μετράει στην αγορά εργασίας.

Αντίστοιχα ο πολιτισμός. Ενώ προφανώς ο πολιτισμός συνδέεται με τον τουρισμό, η ιστορία της και τα πολιτιστικά της μνημεία είναι από τα μεγάλα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας, συνήθως η κουβέντα περί πολιτισμού έχει ως επωδό ότι θέλουμε το πολιτιστικό προϊόν διότι θα φέρει τουρίστες, διότι θα φέρει χρήμα.

Δεν πάει έτσι αγαπητές και αγαπητοί συνάδελφοι. Δεν πάει έτσι. Δεν είναι ο πολιτισμός που θα φέρει χρήμα, είναι επειδή καλλιεργούμε τον πολιτισμό, ως εκ τούτου και ως εκ του περισσού και ως μπόνους, αν θέλετε, θα έρθει και το χρήμα.

Σήμερα, η κατάσταση στην εκπαίδευση είναι τραγική. Εκτός των παγίων αυτών προβλημάτων, έχει δεχθεί από όλες τις μεριές μια μεγάλη ανθρωπιστική καταστροφή. Παιδιά πεινάνε, γονείς αυτοκτονούν, τα σχολεία δεν έχουν θέρμανση, δάσκαλοι απουσιάζουν· άρα, οποιαδήποτε νέα πολιτική για την παιδεία, για την εκπαίδευση δεν μπορεί παρά να ξεκινάει από την αντιμετώπιση αυτής της ανθρωπιστικής καταστροφής και, μαζί με αυτή, της διάλυσης που έχει παράλληλα επέλθει λόγω των γνωστών διαδικασιών απόλυσης και διαθεσιμότητας που έχουν επίσης επιβάλει στα σχολεία μια επιπλέον διάλυση.

Απέναντι σε αυτά τα προβλήματα έχουμε και θα έχουμε μια μέθοδο. Πρώτον, αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής καταστροφής. Δεύτερον, σε ό,τι αφορά το σχολείο, δεν πειράζουμε τίποτα κατά τον τρέχοντα ακαδημαϊκό χρόνο, γιατί δεν θέλουμε να επισωρεύσουμε προβλήματα σε μια ήδη διαλυμένη κατάσταση. Τρίτο στάδιο, αμέσως μετά, σχεδιασμός προγραμματισμένος σε διάλογο δημόσιο για τη ρύθμιση σε μακροχρόνια βάση όλων των προβλημάτων.

Συγκεκριμένα: Πέρα από τα άμεσα θέματα που έχουν σχέση με τη ζωή στο σχολείο σε επίπεδο πείνας, θέρμανσης κ.λπ. οι σχολικοί φύλακες επιστρέφουν στη δουλειά τους, σε μια δουλειά καινούργια, διότι θέλουμε στην καινούργια τους δουλειά να συμβάλουν στην ανάδειξη του σχολείου σε πολιτιστικό κέντρο στη γειτονιά, με τη δική τους βοήθεια και με τα νέα καθήκοντα που αυτός ο νέος ρόλος θα τους επιδώσει.

Δηλώνουμε: Καμία αλλαγή στη Γ’ Λυκείου εφέτος σε ό,τι αφορά τις εισαγωγικές εξετάσεις.

Καταργούμε την τράπεζα θεμάτων. Γιατί, δεν ξέρω, αγαπητές και αγαπητοί συνάδελφοι, αν γνωρίζετε τι είναι η τράπεζα θεμάτων. Η τράπεζα θεμάτων είναι ένα αποθετήριο ερωτήσεων, τις οποίες ερωτήσεις τα παιδιά ξέρουν εκ των προτέρων. Άρα όλη η δουλειά των παιδιών, μαζί με τα παράλληλα φροντιστήρια είναι να μάθουν απ’ έξω τις τρεις-τέσσερις χιλιάδες ερωτήσεις ανά ζήτημα, ώστε να είναι έτοιμες οι εξετάσεις. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη διάλυση της εκπαιδευτικής διαδικασίας από την τράπεζα θεμάτων.

Επιπλέον, η τράπεζα θεμάτων δεν επινοήθηκε για να βοηθήσει την εκπαίδευση. Όπως αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε στο υπουργείο, είναι έργο που κατασκευάστηκε όχι για τη χρησιμότητά του, αλλά με σκοπό την αμοιβή. Είναι από αυτά τα περίεργα έργα που δεν γίνονται επειδή χρειάζονται, αλλά επειδή κάποιοι θέλουν να πληρωθούν ή να πληρώσουν αυτά τα έργα.

Η βαθμολογία των προαγωγικών εξετάσεων στις Α΄ και Β΄ λυκείου δεν συνυπολογίζεται για ακριβώς τους ίδιους λόγους στον εισαγωγικό βαθμό στα πανεπιστήμια, διότι ακριβώς θέλουμε να αποσυνδέσουμε το λύκειο από το πανεπιστήμιο και όχι να καταστήσουμε το λύκειο, στα τρία χρόνια, το κακό φροντιστήριο. Γιατί έτσι λειτουργεί το λύκειο αυτή τη στιγμή, ως το κακό φροντιστήριο, διότι είναι υποχρεωμένο να ακολουθήσει αναλυτικό πρόγραμμα και να μην ενταχθεί στη διαδικασία εκγύμνασης για τις εισαγωγικές εξετάσεις. Άρα, για τα παιδιά είναι κακό φροντιστήριο· έτσι το αφήνουν για να παρακολουθούν το φροντιστήριο.

Κρατάμε τον βαθμό προαγωγής, όπως ήταν λίγους μήνες πριν, στον μέσο όρο 9,5, χωρίς να μπλέκουμε περισσότερο τα πράγματα· και σε ό,τι αφορά τους διδάσκοντες αποσύρουμε τον βραχνά της ψευδοαξιολόγησης, που επίσης δεν ξέρω αν γνωρίζετε τι είναι αυτό. Πρόκειται για μια διαδικασία που δεν αξιολογεί για να βοηθήσει, δεν αξιολογεί για να ενισχύσει τις διδακτικές σχέσεις στο σχολείο, αλλά αξιολογεί για να τιμωρήσει.

Πρέπει ποσοστό 15% του εκπαιδευτικού προσωπικού να είναι υποχρεωτικά κάτω από τη βάση για να έχει νόημα η αξιολόγηση. Τέτοιου τύπου αξιολόγηση προφανώς καταργείται και στη θέση της μπαίνει μια πραγματική συζήτηση για το τι σημαίνει αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου, αποτίμηση της λειτουργίας του σχολείου σε σχέση μαθητές-γονείς και γονείς-παιδιά, ώστε πραγματικά να αρχίσουν τα πράγματα να αλλάζουν.

Πειραματικά και πρότυπα οι εξετάσεις είναι παράλογες. Γιατί πειραματικό σχολείο σημαίνει όχι σχολείο αριστείας, όπου αριστεία υπό κάποιους όρους είναι ρετσινιά. Διότι αν γίνεις άριστος με απλώς μια διαδικασία, φέρεις το βάρος της αριστείας σου, πρέπει να αποδεικνύεις διαρκώς την αριστεία σου εσαεί, ενώ εάν αποτύχεις στον διαγωνισμό αριστείας, τότε φέρεις το στίγμα αυτής της αποτυχίας.

Δεν νοείται η έννοια αριστείας και δη σε αυτές τις ηλικίες. Είναι τραγικό. Αλλά ακριβώς επειδή δεν θέλουμε να αναστατώσουμε τη χρονιά, κρατάμε δυστυχώς τις εξετάσεις κι εφέτος μέχρι να τελειώσει ο Ιούλιος, διότι κάποια παιδιά έχουν μπει στη διαδικασία αυτή, έχουν επενδύσει αυτά και οι γονείς τους ότι θα καταφέρουν να μπουν στα άριστα –υποτίθεται– σχολεία και δεν θέλουμε να βάλουμε πάγο στην έστω στρεβλή, υπό κάποια έννοια, αυτή φιλοδοξία τους.

Να πω κάτι για τα πρότυπα, γιατί κι αυτά είναι μεγάλη κουβέντα. Πρότυπα και πειραματικά σχολεία. Θεωρώ ότι πρέπει να υπάρχουν προφανώς πειραματικά σχολεία για τον εξής λόγο: τα αιτήματα σε σχέση με την εκπαίδευση, ιδίως στην κατάσταση που ζούμε και ιδίως από τη σκοπιά της Αριστεράς, είναι αιτήματα που μοιάζουν αντιφατικά· δεν είναι αντιφατικά αλλά δεν είναι αιτήματα που μπορούν να λυθούν μια κι έξω.

Τι εννοώ; Η μία πλευρά είναι το δημοκρατικό σχολείο. Οφείλει το σχολείο να είναι δημοκρατικό: όλα τα παιδιά να παρακολουθούν οικειοθελώς την υποχρεωτική εκπαίδευση και να μην υπάρχει η σχολική διαρροή. Σχολική διαρροή σημαίνει σχολείο ταξικό, σχολείο μη δημοκρατικό· εκεί είναι ο κόμπος και εκεί πρέπει να επενδύσουμε πολλά.

Αλλά στην κοινωνία που ζούμε υπάρχει και το λεγόμενο συμβολικό κεφάλαιο. Κάποια παιδιά είναι προικισμένα από το σπίτι τους, την οικογένειά τους, τη δική τους υπερπροσπάθεια με δυνατότητες περισσότερες –τουλάχιστον έτσι φαίνεται σε κάποιες νεαρές ηλικίες– από κάποια άλλα παιδιά.

Καλά σχολεία την εποχή μου ήταν τα δημόσια. Ένα από τα μεγαλύτερα εθνικά εγκλήματα –αν επιτρέπεται η σχετική μεγαλοστομία– είναι ότι από τότε μέχρι σήμερα καλά σχολεία είναι τα ιδιωτικά. Αυτό είναι τραγικό. Πρέπει να αντιστραφεί αυτή η σχέση, αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει διά διατάγματος, διά της ισοπέδωσης, διότι «όλοι ίδιοι είναι, άρα όλοι θα πάρουν ταυτόχρονα το βραβείο Νόμπελ».

ΕΠΑΛ. Προφανώς επιστρέφουν στη δουλειά με τις δέουσες ρυθμίσεις ανάλογα με τις ειδικότητες που θα συγκροτηθούν. Οι καθηγητές που διώχθηκαν κακήν κακώς υπέρ προφανώς των ιδιωτικών ΙΕΚ που είχαν τις ίδιες αρμοδιότητες. Έτσι είναι η κατάσταση.

Ένα ερώτημα που πλανάται στο διαδίκτυο και φτάνει και σε εμένα: περιφερειακοί και νομαρχιακοί διευθυντές εκπαίδευσης, ποιους θα επιλέξουμε, ποιους δικούς μας θα βάλουμε, τι θα γίνει εδώ, τι θα γίνει εκεί. Η απάντηση και εδώ είναι πάρα πολύ απλή: κείμενες διατάξεις κατά τη νομοθεσία που σημαίνει ανοιχτή προκήρυξη, αδιάβλητη επιτροπή αξιολόγησης και απόλυτη, επαναλαμβάνω, απόλυτη πολιτική ανεξιθρησκία.

ΑΕΙ. Εδώ είμαι πιο φορτισμένος· θα με συγχωρέσει ο κ. Φορτσάκης, θα προσπαθήσω να είμαι ήρεμος να πω τα εξής απλά. Προφανώς οι διοικητικοί επιστρέφουν, γιατί όπως έχουν αποδείξει όλες οι μελέτες που έχουν εκπονηθεί και από την προηγούμενη κυβέρνηση οι υπάρχοντες είναι πολύ λιγότεροι από τους απαιτούμενους. Αλλά και εδώ θα τους ζητήσουμε κάτι παραπάνω. Θα τους ζητήσουμε να φτιάξουν μια συνθήκη, ώστε να είναι πιο προσωπική η σχέση του τμήματος με τους φοιτητές. Εδώ τίθεται το μεγάλο ψευδοπρόβλημα των αιωνίων. Πρόκειται για ψευδοπρόβλημα. Κάποιοι από τους αιώνιους έχουν αποβιώσει, κάποιοι έχουν μεταναστεύσει, κάποιοι έχουν κάνει τελείως διαφορετικές δουλειές. Πρέπει να βρούμε όμως ποιοι έχει νόημα, αν θελήσουν, να μπορούν να επιστρέψουν. Και αυτό δεν μπορεί παρά να γίνει σε προσωποποιημένη βάση, με τη βοήθεια του νέου είδους διοικητικού προσωπικού που θα έχουμε στα πανεπιστήμια. Αυτό είναι το εύκολο, κύριε Φορτσάκη.

Το δύσκολο είναι το εξής και είναι μια διατύπωση που τη λέω χρόνια, από τότε που άρχισε το κακό: ο νόμος Διαμαντοπούλου υπήρξε η απόλυτη καταστροφή για την Ανώτατη Εκπαίδευση. Τελεία και παύλα. Απόλυτη καταστροφή, διότι κάποιος κάπου πέρασε από την Αμερική, κάτι νόμισε πως κατάλαβε με τα συμβούλια ιδρύματος και ήρθε να τα επιβάλει εδώ, χωρίς να καταλαβαίνει γιατί και πώς συμβούλια ιδρύματος με πολύ διαφορετικό ρόλο λειτουργούν άριστα στην Αμερική. Είναι θέμα ειδικής διαλέξεως συζήτησης, δεν είναι της στιγμής.

Κατεδάφισε ό,τι έμεινε όρθιο σε συνάρτηση με μια απόλυτα συστηματική διαδικασία κατασυκοφάντησης του οτιδήποτε είχε πετύχει το ελληνικό πανεπιστήμιο από το ’82 και μετά και από ό,τι με τις φοβερές προσπάθειες του διδακτικού προσωπικού από το ’82 και μετά είχε κατορθωθεί να επιτευχθεί.

Κρεμάστηκαν στα μανταλάκια κυριολεκτικά ο Μυλόπουλος και ο Πελεγρίνης για λόγους που δεν είχαν καμία σχέση με έργο ή δουλειά στο πανεπιστήμιο. Καθένας που έλεγε κάτι διαφορετικά ήταν στη λογική «για όλα φταίει ο ΣΥΡΙΖΑ και η πηγή του κακού στο ΣΥΡΙΖΑ είναι οι πανεπιστημιακοί» οι πανεπιστημιακοί προς την κυβέρνηση. Η κυβέρνηση έχει πάρα πολλούς πανεπιστημιακούς και κάτι σημαίνει αυτό.

Ο νόμος Διαμαντοπούλου παρουσιάστηκε, έχει επενδυθεί με την ιδέα ότι ψηφίστηκε από τεράστια πλειοψηφία στο κοινοβούλιο, αλλά η πλειοψηφία αυτή αγνόησε ότι όλοι ανεξαιρέτως οι πανεπιστημιακοί όλων των κομμάτων είχαν εκφράσει συστηματικά, πριν υποβληθούν στην κομματική πειθαρχία, την αντίθεση στον νόμο. Ας τα πάρουμε αυτά και ας ξεκινήσουμε από την αρχή προφανώς με πρώτο μέτρο την κατάργηση των συμβουλίων ιδρύματος.

Δεν ξέρω αν έχετε συνδυάσει τα συμβούλια ιδρύματος με την εξέγερση του Χονγκ-Κονγκ, διότι η εξέγερση του Χονγκ-Κονγκ έγινε επειδή η Κίνα ήθελε να επιβάλει προεπιλογή στο ποιους οι πολίτες του Χονγκ-Κονγκ έπρεπε να ψηφίσουν για τα αντίστοιχα αξιώματα. Ακριβώς αυτό έκαναν τα συμβούλια του ιδρύματος, προκειμένου, μακαρθικώ τω τρόπω, να αποβληθούν ως υποψήφιοι όσοι δεν είχαν την έγκριση και τη γνώμη της κυβέρνησης.

Από εκεί και πέρα τα συμβούλια ιδρύματος καταργούνται, προφανώς νόμος καταργείται με νόμο· δεν πρόκειται να κάνουμε τίποτε εις βάρος των συμβουλίων αυτή τη στιγμή. Αμέσως όμως τα συμβούλια ιδρύματος με όλες τις συνακόλουθες διατάξεις θα αντικατασταθούν από άλλο νόμο.

Μια διευκρίνιση που νομίζω είναι απαραίτητη: αυτά όλα όσα είπα δεν αφορούν τα περισσότερα από τα μέλη που συμμετείχαν στα συμβούλια ιδρύματος. Τα περισσότερα από αυτά συμμετείχαν εκεί με ανιδιοτέλεια, γιατί πίστευαν ότι αυτός ο νόμος μπορεί να αλλάξει επί τα βελτίω τα πράγματα· το τιμούμε αυτό. Όπως τιμούμε ιδιαιτέρως όσους ξένους –το είπατε χτες και σε αυτό συμφωνώ απολύτως μαζί σας– ήρθαν εδώ ανιδιοτελώς, γιατί νόμιζαν ότι τα συμβούλια όπως είχαν στηθεί εδώ, ήταν ίδια με τα συμβούλια της Αμερικής.

Δεν κατάλαβαν ότι έτσι εντάσσονταν σε ένα αφήγημα, σε μια πορεία, σε μια διαδικασία που τους έφερνε αντιμέτωπους με το σύνολο των πανεπιστημιακών. Θα τους ζητήσουμε υπό μια έννοια συγνώμη, διότι βρέθηκαν, αφελώς ίσως, εκεί όπου βρέθηκαν και θα τους ευχαριστήσουμε για την προσπάθεια να βοηθήσουν.

Πολύ συνοπτικά, μετά την παιδεία υπάρχουν τα θρησκεύματα. Θρησκεύματα στον πληθυντικό, επιταγή του Συντάγματος η εγγύηση της θρησκευτικής ελευθερίας. Τις οργανωμένες θρησκείες ωστόσο τις τιμούμε όλες, διότι με τον δικό της τρόπο η καθεμιά προβάλλει μια αίσθηση ιερού που μοιράζονται όλοι οι άνθρωποι. Το ιερό είναι απαραβίαστο, ο σημαντικότερος όρκος στα ελληνικά είναι «σε ό,τι έχω ιερό», όπου το «ό,τι» δεν προσδιορίζεται, γιατί ακριβώς δηλώνει την αυθόρμητη ανεξιθρησκία του ελληνικού λαού.

Προφανώς και ορθώς ιστορικά, επικρατούσα θρησκεία είναι η Ορθόδοξη και τη σεβόμαστε απολύτως. Εμμένουμε στρατηγικά στην άποψη ότι η Εκκλησία και το Κράτος πρέπει να διαχωριστούν, αλλά αυτή η πορεία είναι μακρά, δύσκολη και πρέπει πρώτα να αρχίσει να εκλογικεύεται αυτή η σχέση, όπως κατά τη γνώμη μου υποδειγματικά έγινε την πρώτη μέρα που ανέλαβε αυτή η κυβέρνηση, όταν ο Πρωθυπουργός απευθύνθηκε πρώτα στον αρχιεπίσκοπο και μετά ορκίστηκε με πολιτικό όρκο χωρίς κανένα πρόβλημα, δείχνοντας έτσι έμπρακτα ότι βήματα προς την κατεύθυνση της ανεξαρτησίας του Κράτους από την Εκκλησία μπορούν να γίνουν σύντομα.

Έχω κάτι που τα νόμιζα ωραία ως κλείσιμο για την ομιλία μου, που απευθύνονται στους συντρόφους του ΚΚΕ, δυο τσιτάτα του Μαρξ για να εξηγήσουν… Να τα πω; Γιατί το ερώτημα είναι πώς εγώ που θεωρούμαι μαρξιστής βεβαίως, και το ξέρετε όλοι, μπορώ να έχω τόσο γενική απεύθυνση.

Τα τσιτάτα του Μαρξ είναι δύο. Το ένα είναι: «το προλεταριάτο δεν θα απελευθερωθεί αν δεν απελευθερώσει την κοινωνία ολόκληρη αλλά και τους νυν αντιπάλους του πολιτικούς και ιδεολογικούς» και το δεύτερο είναι, αν οι σύντροφοι του ΚΚΕ μου επιτρέπουν να τους αποκαλώ συντρόφους: «οι κομμουνιστές δεν είναι ξεχωριστό κόμμα· είναι εκείνοι που βάζουν το συμφέρον του όλου, πάντοτε πάνω από το συμφέρον του μέλους».

Ευχαριστώ πολύ.

Για το Δελτίο Τύπου πατήστε εδώ.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.