pontiaki dialektosΗ Ποντιακή διάλεκτος μπορεί να χωριστεί σε τρεις ομάδες: α) το ιδίωμα της δυτικής παραλίας ή τα οινουντιακά, β)τα ανατολικά ή τραπεζουντιακά και γ) τα νοτιοανατολικά ή χαλδιώτικα.
Τα “οινουντιακά” συνηθίζονταν εις την Οινόην και δυτικώτερα προς άνω Αμισό, Σινώπη και Ινέπολη.
Τα “ανατολικά” ή “τραπεζουντιακά” συνηθίζονταν εις την Τραπεζούντα, Σούρμενα. Όφη, Ριζέ, Λιβερά, Ματσούκα, Τρίπολη, Κερασούντα.
Τα “νοτιανατολικά” ή “χαλδιώτικα” ωμιλούντο εις την επαρχία Χαλδαίας, εις την Αργυρόπολη, Σάντα, Κρώμνη, Πουλαντζάκι, Ορδού, Σ΄ερίανα, Νικόπολη, Τουρψί, Σ΄εμπίν – Καραχισάρ Γκιουμούς, καθώς και εις τους λοιπούς νοτιώτερους εποικισμούς των μεταλλωρύχων.
Χαρακτηριστικά της ποντιακής διαλέκτου αποτελούν:
Α) στην φωνητική – φωνολογία
– Διατηρήθηκε η αρχαία προφορά του η με τη μορφή του ε: νύφε (νύφη), κλέφτες (κλέφτης), συνέλκος (συν(ομ)ήλ(ι)κος), έκουσα (ήκουσα).
– Οι δίφθογγοι –ια- , -εο- με άτονο το –ι- συναιρέθηκε εις ανοιχτό ε και ανοιχτό ο αντίστοιχα: κορίτζΕ (κορίτσια), δΕβολον (διάβολον) – παλΩνω (παλιώνω), τρΩν (τριών). Επίσης και στις λέξεις όπως εσΕγαπας (εσύ αγαπάς), ερχουμΩντάμαν (έρχουμαι οντάμαν) κ.ά.
– Όταν πάλι το –ι- και το –ε- τονίζεται παραμένει χωρίς συνίζηση: βασιλέας, παιδίον.
– Τα –χε- και –χι- προφέρονται με παχιά προφορά: έσ’ει (έχει), βέσ’ετε (βήχετε).
– Το –γ- ανάμεσα σε φωνήεντα αποβάλλεται: σπάουνταν (σφάζονται).
– Το σύμπλεγμα –σφ- γίνεται –σπ-: σπίγγω (σφίγγω), ασπαλνώ (σφαλνώ).
– Το σύμπλεγμα –στ- στα εμπρόθετα άρθρα χάνει το τα: πάει σή μάναν ατ (πάει στη μάνα του).
Β) στην μορφολογία
– τα θηλυκά των ζώων και των αψύχων λαμβάνουν στον πληθυντικό το ουδέτερο άρθρο τά αντί για οι, τις: τα πολιτείες (οι πολιτείες), τά κόσσαρες (οι κότταρες(οι κότες) < αρχ. κόττος αλέκτωρ παρ’ Ησυχίωι).
– Τα έναρθρα ουσιαστικά αρσενικού γένους λήγουν ως υποκείμενα σε –ον αντί για –ος: ο λύκον, ο δΕβολον, αλλά λύκος έφανθεν (εφάνη).
– Η επαναληπτική και προσωπική αντωνυμία του γ΄ προσώπου είναι ατός, ατέ, ατό (γεν.αρσ. ατ(ού), τ, γεν. θηλ. ατης, ατς, τς, ουδ. γεν. ατό, και κτητ. Ενική γενική του ουδ. αθέ: σκότωσαν ατο, το χαρτίν αθε.
– Συνηθίζονται ακόμη οι αντωνυμικοί τύποι α(β)ούτος (αυτός), ντό (τι), ντο (ε)φτάς (τι φταις).
– Τα ρήματα διατηρούν την άτονη συλλαβική αύξηση αλλά και χρονική: εκλείσκουμες (εκλεινόμαστε) – εγάπεσα (ηγάπησα).
– Τα παθητικά ρήματα λήγουν σε –κουμαι, -ίσκουμαι, -ίουμαι: παίρκουμαι (παίρνομαι), φέρκουμαι (φέρνομαι), μετανοί(σκ)ουμαι (<μετάνοια), ποτίουμαι (ποτίζομαι).
– Τα γ’ πληθυντικά ενεστώτος κάνουν σε –ουνταν: θάφκουνταν (θάβονται).
– Τα παθητικά σε –ωνω κάνουν σε –ουμαι: ανακατουμαι (-ουσαι, -ουται …).
– Ο παθητικός αόριστος λήγει σε –θα, -θες, -θεν, -θαμεν, -θατε, -θαν:
– Είθισται να χρησιμοποιούνται αόριστοι όπως (ε)ποίκα (εποίησα – πεποίηκα),έγκα (ήνεγκα), εντώκα (ενέδωκα) κοκ.
– Αντωνυμίες και επιρρήματα λαμβάνουν το προθετικό α-: αούτος (αρχ. ουτος), ατόσον κοκ.
– Αρνητικό μόριο είναι το κί (ιων. ουκί): ατό κανείς κι έγνωσιν.
– Η παραγωγική κατάληξη των υποκοριστικών είναι –όπλον, -οπον: καρδόπον (καρδούλα), μαγλόπλον (μαγουλάκι).
Γ) Σύνταξη
– Τα ρήματα λέγω και φέρω συντάσσονται μετά αιτιατικής του προσώπου: είπεν το λεοντάρ το πουλίν.
– Η αντωνυμία έπεται του ρήματος: λέγω σε, έγκα σε (σου έφερα).
Ενδεικτικά κείμενα:
Δημοτικό τραγούδι από την Τραπεζούντα
Χριστέ μ’ ούλε καλά ποίκες, τρία καλά κί εποίκες
Ποίκες τον ουρανόν ψηλά, κι εκεί σκάλαν κί εφτάνει,
Ποίκες την θάλασσαν πλατύν, κι εκεί γεφύρ’ κί στέκει,
Ποίκες την ξενιτιάν μακρά, κι εκεί λαλΕ κί πάγει.
Το πάρσιμο της πόλης, τραπεζουντικό δημοτικό τραγούδι
Την Πόλην όταν όριζεν ο Έλλεν Κωνσταντίνον
εισ’εν πορτάρους δίκλοπους, αφέντους φοβετσ’άρους
Εισ’ εν αφέντην σερασκέρ το μέγαν Ιωάννην.
Εκείνος εισ’εν συνοδόν Ρωμαίους δωδεκάραν,
Εκείνος εισ’εν μεκεχμέν Ρωμαίους αφεντάδες.
Εκειν’ κί εκρίνναν δίκαια, εδώκαν τα κλειδία.
Εκλείδωσαν τα εγκλησιάς και την αγι-Σοφίαν.
Απ’ ουρανού κλειδίν έρθεν σ’ αγι-Σοφιάς τήμ πόρταν.
Χρόνους έρθαν και πέρασαν, καιροί έρθαν και δΕβαν,
Νεσπάλθεν το κλειδίν αθες και πέμνεν κλειδωμένον.
Θέλ’ απ’ ουρανού μάστοραν κι από την γην αργάτεν.
Δεβασον και μάθα. Από συλλογή ποντιακών ποιημάτων
Φίλε μου έπαρ δεβασον τα’ εμά τα τραγωδίας,
για τα κορίτσ’ια έγραψα να σ’αίρετια η καρδία σ’.
Νέα τραγώδια έβγαλα με το χαβάς’ δεβάστεν,
τ’ εξέρετεν τα παλαιά εκείνα όλα χάστεν.
Τα τραγωδίας τα καλά εγώ είμαι π’ εβγάλω,
τι πεκιαρτσ’ πού κατηγορούν τη φώσ’ν ατούν θ’ εβγάλω.
Τραγώδια πολλά έβγαλα εδέκα να τυπούνταν
Οι πεκιάρ να δεβάζνατα κι εμέν πά νιανθυμούνταν.
Για τα τραγώδια, φίλοι μου, είμαι ο πιριντζ’ίση
Το δέυτερον άς λέγω σας είμαι καμεντζ’Ετσίση…

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.