«Γράμματα από τη Μακεδονία»

Στέλνουν το δικό τους μήνυμα: «Ανάπτυξη και γλωσσικός πλούτος είναι αλληλένδετα»

 

«Μεθώνη Πιερίας: Μια από τις σημαντικότερες ανακαλύψεις των τελευταίων πενήντα χρόνων που ανατρέπει τα δεδομένα για την πρώιμη λογοτεχνική παραγωγή και αναθεωρεί τις ως τώρα γνώσεις μας»

 

Συνέντευξη με τον Δρ. Γιάννη Ζ. Τζιφόπουλο,

Καθηγητή Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας και Επιγραφικής,

Πρόεδρο του Τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής Α.Π.Θ.

Επιμέλεια: Δρ. Νικόλαος Β. Παππάς

[email protected]

O κύριος Γιάννης Ζ. Τζιφόπουλοςσπούδασε κλασική φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1983). Συνέχισε για μεταπτυχιακές σπουδές στο The Ohio State University (1985), στο New York University (1985-86) και στο The Ohio State University των Η.Π.Α., όπου και αναγορεύτηκε Διδάκτωρ (1991). Δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Κρήτης (1994-2007) και από το 2007 διδάσκει Αρχαία Ελληνική Φιλολογία και Επιγραφική στο Τμήμα Φιλολογίας Α.Π.Θ., στο οποίο από το 2013 διατελεί Πρόεδρος.

Στα ερευνητικά του ενδιαφέροντα περιλαμβάνονται η αρχαία ελληνική και λατινική επιγραφική, η ιστοριογραφία, ο ίαμβος και η αρχαία ελληνική κωμωδία, ο Σοφοκλής, ο Παυσανίας και η δεύτερη σοφιστική, η αρχαιοελληνική, νεοελληνική και λατινική παροιμιολογία και folklore.

Έχει δημοσιεύσει μονογραφίες και πλήθος μελετών και άρθρων σε επιστημονικά περιοδικά και σε συλλογικούς τόμους, έχει συγγράψει εγκυκλοπαιδικά λήμματα και βιβλιοκρισίες, έχει συμμετάσχει σε πανελλήνια και διεθνή συνέδρια, έχει επιμεληθεί εκδόσεις βιβλίων, συλλογικών τόμων και πρακτικών συνεδρίων τοπικής και διεθνούς εμβέλειας, έχει συμμετάσχει στα ερευνητικά προγράμματα «Προμηθέας» της Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου Κρήτης (1999-2000), «Αρχείο Επιγραφών Νομού Ρεθύμνης» (1998-2001) και «Αρχείο Επιγραφών Βόρειας Πιερίας» (2011-2012). Για το ερευνητικό πρόγραμμα «Σύνταγμα επιγραφών Νομού Ρεθύμνης» έλαβε χρηματοδότηση (2003-2004) από το Πανεπιστήμιο του Harvard (LOEB Classical Library Foundation Fellowship). Έχει επίσης δώσει αρκετές διαλέξεις για φιλολόγους και το ευρύ αρχαιογνωστικό κοινό.

            Με τη συνεργασία της Σοφίας Οικονόμου-Καμπίτση και του Νίκου Λίτινα ίδρυσε στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου της Κρήτης το Εργαστήριο Παπυρολογίας και Επιγραφικής, το οποίο και διηύθυνε (1998-2007). Έχει ιδρύσει επίσης τον Τομέα Επιγραφικών και Παπυρολογικών Ερευνών στο Τμήμα Γλωσσολογίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας (2010), ο οποίος συνεργάζεται με το Κέντρο Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Harvard για την ηλεκτρονική δημοσίευση του Συντάγματος (corpus) των Ενεπίγραφων Βακχικών-Ορφικών Επιστομίων.

            Είναι μέλος της Εταιρίας Κρητικών Ιστορικών Μελετών, της Association Internationale d’ Épigraphie Grecque et Latine, της American Society of Greek and Latin Epigraphy και της American Philological Association.

 

 

Κύριε Καθηγητά, αυτήν την περίοδο φιλοξενείται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης η περιοδική έκθεση «Γράμματα από το “Υπόγειο”», στην οποία παρουσιάζονται πολλά ενεπίγραφα αγγεία από τη Μεθώνη της Πιερίας. Ποια είναι η σπουδαιότητα των ευρημάτων αυτών για την εξέλιξη της ελληνικής γραφής και γλώσσας;

Τα ευρήματα αυτά αποτέλεσαν μια ευχάριστη έκπληξη και η σημασία τους για την αρχαιογνωσία είναι τεράστια. Πρόκειται για μια από τις σημαντικότερες ανακαλύψεις των τελευταίων πενήντα χρόνων. Από το δεύτερο μισό του 8ου αιώνα π.Χ., δηλαδή μεταξύ 750 και 700 π.Χ., την περίοδο που πρωτοεμφανίζονται Ελληνικά χαραγμένα πάνω σε αγγεία, είχαν έρθει στο φως αρκετά αντικείμενα αλλά σε διαφορετικές περιοχές του ελληνικού κόσμου. Στη Μεθώνη της Πιερίας, από έναν και μόνο χώρο, ήρθαν στο φως 25 ενεπίγραφα αγγεία από τα οποία τα περισσότερα χρονολογούνται μεταξύ 730 και 700 π.Χ. Γι’ αυτό, με τη συμπαράσταση του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας και του Υπουργείου Παιδείας και σε χρόνο ρεκόρ για δημοσίευση αρχαιολογικών ευρημάτων το σημαντικότατο αυτό υλικό είδε το φως της δημοσιότητας (η δημοσίευση είναι προσβάσιμη ελεύθερα μέσω του διαδικτύου:

http://ancdialects.greeklanguage.gr/sites/default/files/studies/methoni_pierias_1.pdf). Ωστόσο, δεν είναι μόνον ο όγκος που εντυπωσιάζει. Τα μικρά κείμενα που χαράχθηκαν πάνω σε αγγεία πόσης και σε εμπορικούς αμφορείς και είναι δηλώσεις ιδιοκτησίας ως επί το πλείστον, δηλαδή «είμαι το ποτήρι του τάδε», είναι εκπληκτικά γιατί προϋποθέτουν όχι μόνο γνώση του ελληνικού αλφαβήτου αλλά και γνώση των κανόνων της γραμματικής και του συντακτικού της ελληνικής γλώσσας η οποία συνεπώς παρουσιάζεται ήδη από το 700 π.Χ. στην παγιωμένη της μορφή. Να δώσω ένα-δύο παραδείγματα. Σε ένα κρασοπότηρο χαράχθηκε η φράση: Φιλίωνος εἰμί και σε ένα άλλο Ἀντεκύδεος. Η πρώτη πρόταση είναι πλήρης με ρήμα, εννοούμενο υποκείμενο το ίδιο το ποτήρι που κρατούσε στα χέρια του ο ιδιοκτήτης και με τη γενική κατηγορηματική κτητική που δηλώνει τον κάτοχο του ποτηριού. Η δεύτερη πρόταση είναι ελλιπής· όποιος τη διάβαζε έπρεπε να συμπληρώσει ως ευκόλως εννοούμενα και το υποκείμενο, στη συγκεκριμένη περίπτωση τον αμφορέα, αλλά και το ρήμα εἰμί, για να προκύψει η πρόταση «είμαι ο αμφορέας του Αντεκύδη». Επιπλέον, ο τρόπος με τον οποίο χαράχθηκαν οι επιγραφές αυτές προξενεί ιδιαίτερη αίσθηση, γιατί άλλες είναι πρόχειρα και ερασιτεχνικά χαραγμένες και άλλες προσεκτικά και σχεδόν επαγγελματικά. Σε άλλες η φορά των γραμμάτων είναι από τα δεξιά προς τα αριστερά και σε άλλες από τα αριστερά προς τα δεξιά. Ο συνδυασμός αυτών των δεδομένων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι Έλληνες πρέπει να δανείστηκαν τα σχήματα του φοινικικού αλφαβήτου πολύ πριν από τα μέσα του 8ου αιώνα π.Χ. (τον 9ο ή τον 10ο αιώνα π.Χ.), για να έχει ολοκληρωθεί η εξέλιξη στα σχήματα των γραμμάτων και στην τεχνική της χάραξής τους, αλλά και η παγιωμένη μορφή της ελληνικής γλώσσας με τους γραμματικοσυντακτικούς κανόνες της. Το σημαντικότερο όμως όλων είναι ότι τα συγκεκριμένα ενεπίγραφα αντικείμενα βρέθηκαν στη Μεθώνη της Πιερίας στη Μακεδονία, μια αναπάντεχη ανακάλυψη που δεν αναδεικνύει μόνο την ταχύτατη διάδοση του αλφαβήτου και της ελληνικής γλώσσας, αλλά και το ότι από το 700 π.Χ. περίπου τα Ελληνικά εμφανίζονται στον βορειοελλαδικό χώρο με ό,τι αυτό συνεπάγεται (θυμίζω ότι η συμβατική χρονολογία των απαρχών του μακεδονικού βασιλείου είναι το 650 π.Χ. περίπου).

Οι επιγραφές που έχουν χαραχτεί πάνω στα αγγεία είναι όλες γραμμένες σε ένα ή περισσότερα αλφάβητα και διαλέκτους; Ήταν η Μεθώνη απλώς ένα κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου ή συνάμα και μια πολυπολιτισμική κοινωνία;

Η ερώτηση αυτή δεν μπορεί να απαντηθεί με βεβαιότητα, παρά μόνο με εύλογες υποθέσεις εργασίας, των οποίων η επαλήθευση θα προκύψει από περισσότερα δεδομένα, εφόσον συνεχιστεί η ανασκαφική έρευνα στη Μεθώνη. Οι περισσότερες επιγραφές αποτελούνται από μια-δυο λέξεις ή λίγα γράμματα και είναι πολύ δύσκολο να διαγνωστούν διαφορετικά αλφάβητα με τόσο λίγα δεδομένα. Η ερώτηση αυτή δεν μπορεί να απαντηθεί, γιατί υπεισέρχονται και άλλες παράμετροι εξαιτίας του ότι όλα τα ενεπίγραφα αντικείμενα ήταν «κινητά», δηλαδή μπορούσαν να αγοραστούν, να μεταφερθούν και να μεταπωληθούν εύκολα. Π.χ. δεν είναι αυτονόητο ότι ο τόπος προέλευσης του αγγείου ταυτίζεται με το αλφάβητο (εκτός ίσως από την περίπτωση του ποτηριού του Ακεσάνδρου όπου προέλευση και αλφάβητο είναι μάλλον ευβοϊκά), ούτε ότι ο κάτοχος του αγγείου προερχόταν από τον τόπο παραγωγής του αγγείου (ο Ακέσανδρος μπορεί να μην καταγόταν από την Εύβοια) κ.ο.κ. Οι επιγραφές πάνω σε κινητά αντικείμενα, σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, χαράσσονταν συνήθως στον τόπο εύρεσης του αντικειμένου, αλλά ακόμα και αυτός ο «κανόνας» δεν σημαίνει και πολλά πράγματα σχετικά με τα ενεπίγραφα αντικείμενα κεραμικής στη Μεθώνη. Εντούτοις, η προσωπική μου άποψη, η οποία βέβαια δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί, είναι ότι στη Μεθώνη υπήρχαν τουλάχιστον πάνω από ένα αλφάβητα, δηλαδή διαφορετικά σχήματα γραμμάτων (συνήθως μπερδεύουμε τα σχήματα των γραμμάτων που συγκροτούν ένα αλφάβητο με τη γλώσσα που είναι δύο διαφορετικά πράγματα). Είναι εύλογο να υποθέσει κανείς ότι στη Μεθώνη υπήρχαν περισσότερα του ενός αλφάβητα, επειδή τα αγγεία που έχουν έρθει στο φως από τον συγκεκριμένο χώρο προέρχονται από όλα τα τότε γνωστά κέντρα παραγωγής και εμπορίου του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου: Λέσβος, Χίος, Σάμος, παράλια Μικράς Ασίας, Φοινίκη, Κόρινθος, Αττική κλπ. Αυτό σημαίνει ότι η κοινωνική σύνθεση ήταν πολυπολιτισμική; Ίσως, αλλά όχι απαραίτητα. Στις αρχαίες πηγές η Μεθώνη θεωρείται η αρχαιότερη αποικία των Ερετριέων της Εύβοιας στον βορρά και σίγουρα πρέπει να προσείλκυσε και άλλους Έλληνες από τη νότια Ελλάδα αλλά και μη Έλληνες. Η εύρεση π.χ. τουλάχιστον πέντε φοινικικών αμφορέων υποδηλώνει και παρουσία (μόνιμη ή όχι) Φοινίκων στα λιμάνια της Μεθώνης. Στη θέση της Μεθώνης, όπως αναφέρει ο Θουκυδίδης, κατοικούσαν οι Πίερες Θράκες οι οποίοι μετακινήθηκαν ανατολικότερα με την κάθοδο των Μακεδόνων προς τις θαλάσσιες θέσεις γύρω στο 650 π.Χ. Όταν περίπου εκατό χρόνια νωρίτερα εγκαταστάθηκαν οι Ερετριείς και άλλοι νότιοι Έλληνες στη Μεθώνη, υπήρχαν εκεί οι Πίερες Θράκες και, αν ναι, εκδιώχθηκαν όλοι ή κάποιοι συγκατοίκησαν με τους νεοφερμένους αποίκους; Αυτή την περίοδο υπάρχουν Μακεδόνες στις παραλιακές θέσεις ή μόνο στις ορεινές; Αυτά τα ερωτήματα προς το παρόν δεν μπορούν να απαντηθούν, αν δεν προκύψουν περισσότερα δεδομένα. Η θέση της Μεθώνης επιλέχθηκε γιατί συνδύαζε τουλάχιστον δύο πλεονεκτήματα: α) βρισκόταν πάνω στον οδικό άξονα βορρά-νότου και κοντά στις πλουτοπαραγωγικές πηγές· και β) είχε τουλάχιστον δύο ασφαλή λιμάνια για τα δεδομένα της ναυσιπλοΐας στον Θερμαϊκό Κόλπο, όπου κυρίως οι νοτιάδες δημιουργούν πολλά προβλήματα. Η αρχική εγκατάσταση, πάντως, είχε ως στόχο την εκμετάλλευση των πλούσιων πλουτοπαραγωγικών πηγών του βορρά, κυρίως ξυλεία και μέταλλα, και το διαμετακομιστικό εμπόριο προς βορράν και προς νότο κάθε είδους προϊόντων. Όπως έδειξαν οι ανασκαφές του Μάνθου Μπέσιου και της ομάδας του, η Μεθώνη μετεξελίχθηκε γρήγορα σε σημαντικό κέντρο όχι μόνο διακίνησης προϊόντων αλλά και παραγωγής αντικειμένων από κάθε είδους υλικά. Στα εργαστήριά της έχουν εντοπιστεί υπολείμματα κατεργασίας πηλού, κάθε είδους μετάλλου, ελεφαντόδοντου, οστών, κ.ά. Αν ένδειξη για την πολυπολιτισμικότητα της Μεθώνης συνιστά η κατοπινή της εξέλιξη (η Μεθώνη ποτέ δεν ενσωματώθηκε στο βασίλειο της Μακεδονίας, αλλά παρέμεινε προτεκτοράτο των Ευβοέων και μετά τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. των Αθηναίων μέχρι την καταστροφή της από τον Φίλιππο Β΄ το 354 π.Χ.), τότε ίσως ο μεταγενέστερος πολυπολιτισμικός χαρακτήρας της πόλης να ανάγεται στα χρόνια της ίδρυσης της αποικίας ή αμέσως μετά.

Ολόκληρη η συνέντευξη στο http://www.elliniki-gnomi.eu

2 ΣΧΟΛΙΑ

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.