stiloΠίσω από τις λέξεις υπάρχουν άλλες λέξεις και πίσω από αυτές τις τελευταίες υπάρχουν άλλες, ώστε πίσω τους να φωλιάζουν γράμματα γυμνά και άσαρκα, αγνά μα και άδολα για να συνθέτουν νοήματα,εικόνες, έννοιες. Η βάση κάθε έννοιας έγκειται στην αρχή της και αφου η αρχή δεν βρίσκεται όταν στο βάθος ενός ζοφερού ιστορικού κύκλου χάνεται, συνηθίζεται να επικράτεί η σύμβαση, η επιφάνεια με απώτερο στόχο την συνέχεια, το αέναο ξετείλιγμα του κουβαριού της μοίρας˙μόνο που υφίσταται αμιγώς εξωτερικά, δεδομένου ότι αν σκάψεις ολίγον παραπέρα σου αφυπνίζουν το βλέμμα δυσθεώρατα κύμματα και δυσχέρειες. «Σπαταλάμε το χρόνο μας με ανέμελοι και δεν τολμά κανείς να βουτήξει· αυτό μας χάλασε»,έλεγε κάποτε ένας αλοπαρμένος γέροντας του καφενείου. Το απρουπόθετο της μιζέριας και της μικροπέπρειας παραπαίει ως την τελευταία ακτίνα ηλίου κάθε ξεχωριστής ύπαρξης,αναπαύεται,και πάλι καθώς το σμαραγδένιο φως υποχωρεί έλκει τις αξιώσεις του.

Όλα τα παραπάνω με τις προεκτάσεις και τις συνεπειές των κατόρθωσε να καταλάβει έναν μήνα του θέρους όπως τραβούσε δρόμο για την αγορά.Δεν τα έβαλε σε τάξη αμέσως,μήτε και μπόρεσε να τα εκφράσει με λόγια.Ήταν πρωί. Δυο καλάμια ο ήλιος ψηλά. Αν και η ζέστη ήταν αφόρητη κάποια λουλούδια διατηρούσαν την πρωινή πάχνυ σαν κέρμα τσαρλατάνου ζητιάνου της πόλης.Το χωριό είχε ήδη αρχίσει να εκσυγχρονίζεται και να ενώνεται με την πόλη.Αυτο δεν τον επηρέαζε όμως.Περπαούσε ήρεμα και ανέμελα,τυφλός από γήινες σκοτούρες και ζαλάδες.Ένιωθε ελεύθερος,μολονότι ήταν φυλακισμένος.

Πήγαινε για ψώνια δυο φορές την εβδομάδα.Φύσει εργένης, μεσήλικας, μακριά πλέον από την οικογενειά του, δεν ήθελε να δίνεται στους άλλους. Λίγα λόγια και κυνηγός της ουσίας(ακόμα και με την αρχαιοελληνική σημασία της λέξης).Και αυτό δεν ήταν διόλου ψέματα.Το βασικό εισόδημα προερχόταν από κληρονομιές. Μια χαρωκαμένη θεία και λίγοι λησμονημένοι συγγενείς του προσέφεραν αναπάντεχα τον τρόπο επιβίωσης ανευ μόχθου. Κατηφόριζε λοιπόν,ευθυτενής και υπερήφανος,δίχως να νοιάζεται για τίποτα αξιόλογο.Θα ψώνιζε,θα έπινε το καφεδάκι του στο μέρος όπου άλλοτε ανθυπομειδιούσε με τα λόγια των γερόντων, μια ματιά στην εφημερίδα και μετά στο σπίτι.Ένα ετυμόροπο ραδιόφωνο θα τον συντρόφευε μέχρι το απόγευμα.Τότε καμιά φορά θα έβρισκε τον παπά και θα τον βασάνιζε με τα «πρέπει» και τα«μη».Ήταν άνθρωπος μαχαίρι,αυτό «καλό» και το άλλο «διαβολικό». Σπανίως θα έπινε ή θα παραδινόταν στο φαγητό.Ο μακαρίτης πατέρας του τον είχε πείσει να ζήσει «καθώς πρέπει», και αυτό, το τηρούσε με ευλάβεια χριστιανική. Ούτε ακρότητες, ούτε φωνασκίες ανεχόταν. Ανθρωπάκος του «νοητού» μέτρου και της μοίρας,περίμενε καρτερικώς τον θανατό του.

Δεν πρόφτασε να φτάσει στο σταθμό,πενήντα μέτρα πάνω από την αγορά ,όπου ανακατεύονται τ’άντερά του από την φασαρία και γι’ αυτό θαρρεί πως αρμόζει να επιταχύνει το βήμα και να μην κοιτά τους «αδιάφορους» και τους«αλήτες». Ένας μεγάλος καβγάς τον έσπρωξε στην αμαρτία.(αν δεν είχαν εξελιχθεί έτσι τα πράγματα θα προσευχόταν ζητώντας συγχώρεση τρεις ημέρες για τα παραπτωμά τους αυτος ο τυχάρπαστος μποέμ). Άκουσε λόγια πρωτάκουστα όμως και γύρισε να δει τι συνέβαινε:ένας νεανίσκος έβριζε τον πατέρα του με τα πιο αισχρά λόγια.Πέταξε δυο ντενεκέδες λίγα μέτρα μακριά από τα νεύρα του, σιγομουρμούρισε, έριξε μια δυνατή γροθιά στον τοίχο χωρίς να εκφράσει τον πόνο και έφυγε επαναλαμβάνωντας με σταθερό τόνο λόγια ηχηρά αλλα ευτελή.

Δεν θα το ανεχτώ άλλο!Έχουμε ξεπουληθεί και εσυ κοιτάς το συμφέρον σου!Δεν θέλω να σε ξέρω!

Ο ατίθασος αυτος νέος κίνησε τόσο την τεμαχισμένη κι εξασθενημένη περιέργειά του,ώστε έκανε κάποιες φευγαλέες σκέψεις:«Η οίηση και η αυθάδεια ενός εκφυλισμένου νέου.Τι κατάντια…»Ο νούς τους,έτσι τυφλός που ήταν,μπροστά στο συνταρακτικό για το εκμοντερνισμένο χωρίο γεγονός δεν προχώρησε.Είχε μαθητεύσει την δειλία και την επιφάνεια από παιδί˙πατούσε σταθερά και ένιωθε ικανοποιημένος,όπως του άρεσε με ευθύτητα να δηλώνει.Προχώρησε μετα από κάποια δευτερόλεπτα στην κοντινή αγορα.

Μετα το πέρας του προγραμματός του, των αγορών δηλαδή και του καθιερωμένου καφέ,το εκτυλιθέν σκηνικό είχε ήδη αποκτήσει τη δέουσα φήμη με όλες τις παραπληροφορίες,τα ψεύδη και τις ανακρίβειες που χαρακτήριζαν τον κοινωνικό τομέα της ελληνικής υπαίθρου σε θυελλώδη ζητήματα σαν αυτό.Η πλειονότητα των κατοίκων είχε εντυπωσιαστεί.Την στιγμή που επρόκειτο να επιστρέψει στο σπίτι είχε ήδη δωθεί το εναυσμα για μια ακατάπαυστη λογομαχία που διαχύθηκε σε κάθε δρομάκι κι δρομίσκο, σε κάθε γειτονιά και σπίτι,αλλα προ πάντων στο καφενείο.Αυτο δεν έδωσε σημασία.Δεν είχε να του προσφέρει τιποτα το ενλογω γεγονός.Ήταν νοσηρά απόλυτος, ένας απηρχαιωμένος ρομαντικός με λαθεμένη κρίση κατά την ερμηνεία του κόσμου:ένα ξύλο που δεν δύναται μήτε να καεί,μήτε να σκαλιστεί, ένα απολέκυτο κούτσουρο.

Με γρήγορο ρυθμό,εφόσον είχε αργήσει για το μεσημεριανό φαγητό επέστρεφε στο σπίτι που περεπιδημούσε για τριάντα ολόκληρα χρόνια χωρίς να το εγκαταλείψει ούτε μια μέρα.Το ψηλό ανάστημα και η επιβλητική φυσιογνωμία επισκίαζαν το πέτρινο σπιτάκι.Στο σημείο αυτό όμως,στην στροφή,δέκα μέτρα πριν το κατώφλι ο φαύλος νέος καθόταν στο χώμα και έκλαιγε απομονωμένος,παντάξενος.Αυτο, έκανε να τον προσπεράσει αλλα το βαθύ παράπονο του Κωστή(έτσι ονομαζόταν ο μικρός που βοηθούσε τον πατέρα του στο εργαστήριο) τον έκανε να κοντοσταθεί και να πλησιάσει τον νεαρό.Ο Κωστής από την άλλη μεριά δεν είδε τον θεατή του δράματος, όμως σας άλλος εξάγγελος παρμένος από αρχαία τραγωδία παρέθεσε τους λόγους της πικρίας του πιστά και λακωνικά-αλλως τε η θλίψη οπισθοχωρεί όταν με λόγια την επελευθερώνεις.

Δεν μπόρεσα να κρατηθώ…χίλιες φορές θα τον εκοπάνα για την χαζεμάρα του αν δεν ήταν πατέρας μου!Ο τόπος μας πάει από το κακό στο χειρότερο κάθε χρόνο η δουλειά λιγοστεύει, και αυτος αντι να στιρίξει την δικιά μας πραγμάτεια την φέρνει από την πολη.Ολα τα παιδιά φτώχυναν και με διαολοστέλνουν,παρέες δεν έχω,παρα μόνο να φάω έχω…όμως κανείς δεν έχει να φάει, ούτε και εγω θέλω να έχω!Δεν με πειράζει τούτο και γιατί να με πειράξει; Μου αρκεί να μιλώ με τους φίλους μου…

Ο κύριός μας άκουσε προσεκτικά την απολογία του νεαρού Κωστή.Ήταν μορφωμένος και σε θέση να αντιληφθεί πως κάθε έμπορος στο χωρίο στήριζε τον διπλανό του.Στα πλαίσια της τοπικής μικροοικονομίας η απουσία ενός θα επέφερε την σταδιακή εξάλειψη των υπολοίπων και έτσι συνέβη.Ο πατέρας του Κωστή ήταν αρτοποιός.Ξαφνικά άλλαξε τον προμηθευτή σιταριού με έναν πρωτευουσιάνο που του το΄δινε σε μικρότερη τιμή.Ο φούρναρης που αποσκοπούσε στο κέρδος άρχισε να αγοράζει από αυτόν και προοδευτικα επήλθε,εντός δέκα χρόνων, η αποσταθεροποίηση της τοπικής οικονομίας.Ο μικρός Κωστής φυσικά δεν αντιλαμβανόταν τους νόμους της προσφοράς και της ζήτησης,μήτε το κεφαλαιοκρατικό σύστημα˙παιδί ενός αρτοποιού,μόλις που είχε βγάλει το δημοτικό,αισθάνθηκε την αναλγησία των φίλων του καθως τον απομόνωσαν.Δίχως αιδώ,δίχως οίκτο οι φίλοι του τον περιθωριοποίησαν. Το κρέας που υπήρχε στο τραπέζι τους εχάθη.Αιτία ήταν ο πατέρας του Κωστή,που παράλληλα έκανε κατάσταση με το πέρασμα των χρόνων δημιουργώντας περιουσία. Η κακία,η ζήλια,ο φθόνος αλλα και η πείνα και η αδικία υπερίσχυσαν της παιδικής φιλίας.Βιώνοντας την άνεση,ο Κωστής λησμόνησε την πραγματικότητα.Η πρωτόγονη παιδική ψυχή μονο με καταστάσεις σοκ ξυπνά.Αυτο έγινε και τώρα.Ο Κωστής θυσίασε εν αγνοία τους φίλους του και κατά συνέπεια την κόρη του Διονύσου και της Αφροδίτης,την ανέμελη,κρίσιμη εφηβική ζωή στο βωμό της επιφανούς επιβίωσης,αφου όταν υποφέρεις,δεν ζείς.Για τον πατέρα του η λύπη δεν υφίστατο,δεδομένου ότι η οικογένεια θα πεινούσε.Ο μικρός όμως,με μάτια σπινθιροβόλλα και ορθάνοιχτα,γεμάτα φως μετουσίωσε τα χαλίκια σε ψηφιδωτό,τις πέτρες σε άγαλμα Αλήθειας.

Ένα είδος χρηματοοικονομικής ύφεσης είχε πλήξει το χωρίο που εξωτερικώς εκσυγχρονίστηκε, μα εσωτερικώς καταστράφηκε.Το γεγονός θυμίζει την αναπαλαίωση των νεοκλασσικών που η μπροστινή όψη τους σε ταξιδεύει,ενώ μόλις ο περιηγητής εισέλθει στον θείο χώρο ξεκινά η παλινδρόμηση της φινέτσας και η προώθηση της μοντέρνας αποσάθρωσης. Ποια να είναι άραγε τα συναισθήματα ενός ταξιδιώτη στο θέαμα αυτό;

Ο κύριός μας όμως,αυτός ο ευδαίμων της μικροπέπρειας,ενεός μπροστά στην κτάθεση μιας βασανισμένης ψυχής,λύγισε και αγκάλιασε τον νέο.Είχε υπάρξει και ο ίδιος παιδί˙είχε βιώσει την περιφρόνηση και είχε σκληρύνει˙η ζωή τον έκανε να ξεχνά και να μην συλλογίζεται˙ήταν κ Αυτός ενας ερημίτης˙υπήρξε υπόδειγμα μοντέρνου εγωισμού.

Και κάπως έτσι οι στιγμές γέννησαν στιγμές ,γέννησαν επιθυμίες και έριδες,σκέψεις και συλλογισμούς.Κοντοστάθηκε για να διανήσει την ζωή του ολάκαιρη. Υπήρξε ένας νέος με οράματα και πόθους ασίγαστους. Η φυσική δειλία του μολαταύτα, αλλα και η εγγενής συνεσταλμένη προσωπικότητα δεν τον ώθησαν να προβεί σ’ένα βήμα παράτω, είτε στην ανηφόρα,είτε στην κατηφόρα.Έμεινε στάσιμος,απολιθωμένος, ανενεργός˙μια κινητή μούμια,ένας παρίας,άνδρας ανευ λαλιάς,πολίτης δίχως πόλη. Κατέστη έτσι τραχύς και άκαρδος,ωφελιμιστής,όπως στους δασκάλους αρέσει να λένε.

Η στιγμή όμως και τα συναισθήματα εξαφάνησαν τον δρόμο,το δέντρο κάτω από το οποίο καθόταν το παιδί ακόμα και το πρόγραμμα της ημέρας του. Μετάλλαξαν το παράπονο τους Κωστή σ’ ένα γέρικο αλμυρό τραγούδι εγκατάλειψης. Είδε εμπρός του την ρηχότητα που τον κατέτρωγε τόσα χρόνια,ζώντας στους κλυδωνισμούς μια νέας τάξης,ανταγωνιστικής,που κοιτούσε το τομάρι της. Αυτο είπε στον εαυτό του αμέσως,όταν το αντιλήφθηκε.Η χρονίζουσα απορία,το βάρος που τα βράδυα τον δυσκέλευε να κοιμηθεί ήταν η υπαρξιακή λαιμαργία της πολυκοσμικής μοναξιάς που δεν άντεξε.Ήταν απόλυτος μολονότι δεν ήταν ποιητής. Τα είχε νιώσει όλα αυτά, αλλα δεν τα είχε συν αρμολογήσει όπως τότε που παιδάκι συνέδει τις γραμμες του τρένου για να περάσει κάνοντας τον γνώριμο ήχο του. Αντιλαμβανόταν τις λέξεις γυμνές και αυτό ακολούθησε πιστά.Έμεινε μόνος.

***

Γύρισε το βράδυ σπίτι.Είχε κλονιστεί ψυχικά.Περπατούσε για ώρες στο χωριό,μα δεν είχε συνέλθει.Πήγε στην φύση,κατέβηκε στην πόλη,αλλα τίποτα δεν τον έκανε να βρεί την φωνή του.Ο κύριός μας κινείτο σε χρόνο άχρονο και χώρο απροσδιόριστο˙ήταν εκείνος ο παλιός που αναζοπυρώθηκε σε αδιαπραγμάτευτη σύγκρουση με τον άλλον, τον τυχάρπαστο μεσήλικα αστό.

Η ανάπτυξη και και ο επιφανειακός εκμοντερνισμός είχαν μεταβάλλει το ποιόν των ανυρώπων.Έγιναν εγωιστές, ατομικιστές και μονόφθαλμοι. Στόχος ήταν η ενδότερη ικανοποίηση, νόθη κι αυτή,αφου καλύπτετο από υλιστικές ανάγκες. Χρήματα, ηδονές, φιγούρα. Δεν ένιωθε άξιος να αναμετρηθεί με ουτιδανούς κι αριβιστές.Δεσμεύτηκε την μετριότητα και αυτή τον κάλυψε μέχρι τώρα. Ο Κωστής είχε αυτό που έπρεπε.Άργησε να καταλάβει την αλλαγή και ταράχτηκε. Κοινός τόπος υπήρξε η βαθύτερη επαφή με ένα ρεαλιστικό αντίκρισμα της ζωής που απαρνείται τον άνθρωπο και κρατά τα “θέλω”. Τυφλός ο ένας, ο κυριός μας, μονόφθαλμος ο άλλος. Η μάθηση της κοινωνίας συμβάλλει στην κατανόηση του εαυτού μας. Αυτοί οι δύο δεν είχαν σπουδάσει τους ανθρώπους και χάθηκαν˙μόνο κράτησαν την αθωότητα,την αγνότητα,την πρωτόγονη αξιοπιστία.

Ξέπεσε” σε μια “αλοπαρμένη” ζωή γιατι λάτρεψε τον άνθρωπο. Ήρθε κοντά με την αδικία και γύρισε την πλάτη.Έμεινε δίκαιος με τον μοναδικό τρόπο:την απάλειψη των σχέσεων. Aγάπησε τους προγόνους και τους τίμησε, την πατρίδα και την υπηρέτησεζώντας συνετά,το χωριό του και το στήριξε πιστά για τόσα χρόνια αφήνοντας σε αυτό τα χρηματά του.

Δεν κράτησε κακία,μήτε ζήτησε υπαίτιους.Κατάλαβε το βράδυ, ακούγωντας το ράδιο,ότι είχε το πλέον σημαντικό,σημάδι της μοίρας για την βαλτώδη ζωή του.Είχε σταθεί στο ρεύμα το ορμητικό και δεν έπεσε πίσω,ούτε λύγισε τα πόδια.Με ορθό το ανάστημα και έξω το στήθος υποσχέθηκε να μείνει άνθρωπος πληρώνοντας τα λύτρα της αληθούς μοναξίας ή ενός αγνού ατομικισμού.Οι άλλοι όλοι χώθηκαν στην λάσπη της αβύσσου αποοιούμενοι κάθε παλαιά αρχή. Γι’ αυτόν οι αξίες και τα έθιμα, τα τραγούδια και η συναδέλφωση ήταν ριζωμένα, μόνο που δεν συνταίριαζε με άκαρδους. Για τούτο έμενε μόνος.

***

Εκείνο το ευτυχές βράδυ τα άστρα σπυνθιροβόλλησαν και το σεληνόφως εναργές και και ολοστρόγγυλο,κόσμημα λευκόχρυσου ομορφότατης γυναίκας,εισέβαλλε στο αποστειρωμμένο δωμάτιο και τον παρακολουθούσε που δεν κοιμόταν.Ένας χορός από δεκαπέντε πρασινοφορούσες κόρες εισήλθε ησύχως από την ξύλινη πόρτα του δωματίου και κύκλωσαν το άλλοτε κουρασμένο κρεβάτι του. Μια από αυτές,η πιο όμορφη,στάθηκε μπροστά.Ήταν μελαχρινή,είχε μάτια μπλάβο πέλαγος και χείλη απριλιανού κερασιού.Αγγελική στην όψη και με ανάλαφρο στήθος έγειρε σε μια μικρή υπόκλιση και σαν τον κοίταξε την κοίταξε κι εκείνος. Άνοιξε το στόμα της και με φωνή τριακοσίων αγγέλων σιγομουρμούρισε:
γερανός,η σφύκα,το μυρμήγκι,
αν και μικρά,
και ταπεινά,προβάλλουν αν,
τα δείς με κάποι΄ απάθεια
θεώρατα,θηρία,θαυμαστά στον κύκλο της ζωής.

Όταν χωλαίνεις σ’άδοξα
ονείρατα,πανώρια,ζηλευτά
μικρότερος κι’από τον γερανό θαρρείς πως είσαι.

Τούτες οι ώρες
δύσκολες,τόσο δύσκολες
για να επιστρέψεις
ατελεύτητες…

Και αμνήμων θέλησε να κρατηθεί˙
και χώμα μαλθακό μα συμπαγές δε τα’φησε.

Η κόρη εξαφανίστηκε και αυτος έκλεισε τα βλεφαρά του αποκοιμησμένος.Το φεγγάρι του συμπαραστάθηκε πιο πιστά και από σύντροφτο την ώρα της μάχης.Του χάρισε ύπνο βαθύ και το πρωί τον ξύπνησε την ώρα που παραχωρούσε στην ροδοδάκτυλη Ηω την θέση του.

Άνοιξε τα βλεφαρά του,είδε το δωμάτιο και συλλογίστηκε:«Δεν είμαι ένας τυχαίος,ένας αλόφρων.Κουράσθηκα να υποδύομαι το τίποτα.Και προσόντα έχω και τη δύναμη να γίνει κάτι.Θα αναλάβω τις ευθύνες που μου αναλογούν.Άργησα αλλα θα τα καταφέρω¨η απόφαση πάρθηκε.» Κάποτε σ’ένα αποτυλό όνειρο είχε δει τον εαυτό του να εργάζεται για τους συγχωριανούς του.Η Πολιτική δεν τον συγκίνησε ποτε.Έτσι, θέλησε να γίνει ο μοναδικός κοινοτικός υπάλληλος.Μετέφερε χαρτιά και επιτηρούσε διάφορες εργασίες.Τυχόν προβλήματα τα ενέφερε στους ανωτέρους του,ενώ ταυτόχρονα φρόντιζε για την εμφάνιση της μικρής αυτης πολιτείας καθαριζοντας τις πλατείες και φυτεύοντας λουλούδια.Μιλούσε με τους κατοίκους και γενικά ήταν ο ανθρωπός τους.Η ήπιων τόνων φυσιογνωμία του και η εμφυτη καλοκαγαθία του, μεταλλαγμένη σε μια κάποια διάθεση προθυμοποιημένης συνεισφοράς στο σύνολο τον κατέστησε ζωτικό μέλος του λειτουργικού συστήματος. Τα παιδιά τον λάτρευαν και οι μεγάλοι τον εμπιστεύονταν.Είχε και το δικό του γραφείο καθορισμένο να εκτελεί γραφειοκρατικές εργασίες.Δίχως εχθρούς,ήταν ευπρόσδεκτος από όλους αλλα και ο ίδιος επιθυμούσε κάθε παρέα, κάθε συζήτηση.Μια μέρα γνώρισε την Ελένη, μια μικρότερη γυναίκα ανύπαντρη αν και γλυκήτατη.Της πρότεινε να περάσει το απόγευμα μαζί του και αυτή δέχτηκε.Το βράδυ τον βρήκε να κοιτά τα αστέρια και το φεγγάρι μαζί της καθισμένος στο ξωκκλήσι.Η σελήνη μεταμορφώθηκε σε γυναίκα και είχε παραδωθεί στα χέρια του που δεν είχαν ακουμπήσει ξανά το αντίθετο φύλο.Το φώς τον καμάρωνε από ψηλά.Είχε αλλάξει.

Σταδιακά βρήκε όλα όσα έψαχνε για χρόνια.Τιμούσε ηθελημμένα τις παραδόσεις και τα ιδανικά της κοινότητάς του,ενώ με ευλάβεια πατριωτική αγαπούσε τα ήθη του και τον άνθρωπο,κάθε λογής,αρκεί να τον κοιτούσε κατάματα.Τα βράδια έλεγε στα γειτονόπουλα ιστορίες που είχε ακούσει από τον παππού του για την ζωή στην πατρίδα και έξω από αυτην,και είχε αφιερωθεί ολόψυχα στο σύνολο.Ο νους απαλλαγμένος από ανάγκες κατώτερες και ψεύτικες τυλίχθηκε με το ανθρωπιστικό πέπλο της κοινωνικής γαλήνης. Τα κύματα μιας θάλασσας αφρισμένης δεν τον ταρακουνούσαν.Διάβαζε,προσέφερε,αφιέρωνε χρόνο στην γυναίκα του, έψαχνε να βρεί μύχια νοήματα και έτσι περνούσε την ζωή του.Οι χιμαιρικές τρέλες που ετεροκατευθύνουν άλλουες αυτόν εδώ τον νουθετούσαν και τον καθοδηγουσαν, χωρις να τον επηρεάζουν. Εν τέλει ήταν ευτυχής.

Μια μέρα, χρειάστηκε να βάλλει το ονομά του κάτω από ένα έγγραφο της κοινοτικής αρχής.Πηρε το στυλό και σκάλισε υπερήφανα: «Γεώργιος Μορριάς».Πέταξε την γραφίδα δίπλα από το έγγραφο και στήριξε την πλάτη του στην καρέκλα.Είχε πια όνομα.Πανω απ’ όλα όμως είχε μια ζωή,μια ζωή ενός παλαιότερου ανθρώπου στα χρόνια του εκμοντερνισμού και της απανθρωπιάς. Την αντιμετώπιζε και τούτη όπως αντιμετώπισε και τον Γιωργή που είχε μέσα του.Είχε αρχίσει να νυχτώνει. Το φώς της αμφιλύκης αποθησαύριζε το γραφείο του.Σηκώθηκε και ετοιμάστηκε για το σπίτι.Όταν πια άνοιγε την πόρτα το σεληνόφως ήταν βέβαιο ότι υπάρχει τουλάχιστον ένας,στην χώρα αυτή που στέκεται ακόμα «άνθρωπος».

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.