Διερευνώντας τη βιβλιογραφία προκειμένου να αποκρυπτογραφήσουμε την προσωπικότητα του Καβάφη, ανιχνεύσαμε χρήσιμο υλικό στη μελέτη του Μίμη Σουλιώτη «Η τόλμη του Καβάφη και οι προκαταλήψεις στο έργο του». Εκεί, τονίζεται η απλότητα της ζωής του Αλεξανδρινού ποιητή. Η αλήθεια είναι ότι όταν η ζωή ενός ανθρώπου εμπνέει πολύ για να γυριστεί σε ταινία, σημαίνει ότι δεν ήταν δική του πραγματικά παρά αλλότρια και υποχείρια στις περιστάσεις. Η τακτοποιημένη, όμως, και πεζή ζωή του Καβάφη τέτοια θεαματικά και φοβερά που να ικανοποιούν την επιθυμία μας για μυθοποίηση της ζωής του δεν έχει, αλλά και όσα είχε δεν ξεπερνούν τις κοινές φουρτούνες της συνηθισμένης υπαλληλικής του ζωής.
Μάταια, λοιπόν, θα γυρεύαμε τη μεγαλοσύνη του Καβάφη στη βιογραφία του. Το εξαιρετικό στην περίπτωσή του, μάλιστα, έγκειται ακριβώς στο ότι δεν υπάρχουν καταπληκτικά γεγονότα ζωής που να προαλείφουν τη μεγαλοσύνη της ποίησής του. Το μόνο μεγαλείο ζωής που κέκτηται ο Καβάφης ήταν η συνταρακτική υποταγή της ζωής του στην ποιητική εργασία επί τριάντα και πλέον συναπτά έτη. Όποιος δεν το βλέπει αυτό και προσπαθεί να βρει μια μυστικοπαθή εξήγηση του Καβαφικού μεγαλείου, ρέπει στα θαύματα επειδή, πράγματι, είναι οδυνηρό να παραδεχτούμε ότι ένας απλός γραφέας με κοινές εμπειρίες ζωής που σχεδόν ποτέ δε μετακινήθηκε από τη θέση και την πόλη του, κατόρθωσε να γράψει υψηλή ποίηση, τη στιγμή που εμείς οι άλλοι διασχίσαμε ωκεανούς υδάτων και εμπειριών. Ο Καβάφης αντλεί υλικό έξω από την ποιητική γλώσσα και είναι όχι ο υψιπετής ταγός, παρά ο γειωμένος μισθωτός που δουλεύει με τους τόνους της υπαλληλικής και αγοραίας γλώσσας, αναχωνεύοντας εκεί μέσα την εμπειρία της τακτοποιημένης και πεζής ζωής του με τα ινδάλματα της ηδονής της. Είναι πολύ μεγάλος ποιητής για να χωρέσει στις προκαταλήψεις που δικαιολογημένα έχουμε διαμορφώσει όσοι αναγνώστες αναστρεφόμαστε πολλά χρόνια με το έργο του καθώς εμείς επιζητούμε τη γρηγορότερη, ετικεταρισμένη απόλαυση.

 Στην πραγματεία του E.M.Forster «Η Ποίηση του Κ.Π.Καβάφη» αναφέρεται ότι δεν είναι απίθανο ο Αλεξανδρινός ποιητής να συνέθετε τους στίχους του στο δρόμο. Ίσως, μάλιστα, το πλήθος να του ήταν κάτι σα διεγερτικό. Στην καθημερινή του διαδρομή από το σπίτι στο γραφείο, κυκλοφορώντας ανάμεσα στους περαστικούς, συχνά άρχιζε να τους απευθύνει μια φράση, γεμάτη παρενθέσεις που ποτέ, όμως, δεν μπερδεύονταν αλλά και γεμάτη επιφυλάξεις που, πράγματι, επεφύλατταν. Η φράση που δημιουργούσε προχωρούσε με λογική προς το προβλεπόμενο τέλος της, ένα τέλος, όμως, που ήταν πάντα πιο ζωντανό και συναρπαστικό απ’ ότι ο συνομιλητής του είχε ήδη προβλέψει. Κάποτε η φράση του τελείωνε εκεί, στη μέση του δρόμου, κάποτε πάλι πνιγόταν μέσα στην κίνηση και στη φασαρία των περαστικών, και άλλοτε συνεχιζόταν μέχρι και μέσα στο σπίτι του. 

Την έντονη επίδραση που είχε το πλήθος στον Καβάφη διαπιστώνουμε και στη μελέτη του Σαρεγιάννη «Ο Καβάφης άνθρωπος του πλήθους». Πολύ σωστά αναφέρεται ότι πολλών ειδών άνθρωποι έχουν ανάγκη το πλήθος, όπως ο πολιτικός, ο απόστολος, ο μάρτυρας, ο θεατρώνης κ.τ.λ. Το έχουν ανάγκη για να το πλάσουν, 

για να το επηρεάσουν, για να το εκμεταλλευτούν ή και για να το αισθανθούν σαν ίνδαλμα που αξίζει τον κόπο της ολοκληρωτικής θυσίας. Παρατηρώντας, μάλιστα, τον άνθρωπο του πλήθους μοιάζει πολύ αλλιώτικος. Πρόκειται για έναν αισθητικό με προτίμηση για ένα ορισμένο θέαμα. Κι ενώ οι πρακτικοί άνθρωποι περιφρονούν τα θεάματα, γνωρίζουμε όλοι μας ότι παίζουν σημαντικό ρόλο στη ζωή, στην ψυχολογία ακόμη και στη φυσιολογία μας. Ο άνθρωπος του πλήθους αναζητά την πολυκοσμία, όχι επειδή δε μπορεί να υποφέρει τη μοναξιά του, ούτε επειδή επιθυμεί να ταυτίσει τον εαυτό του με την ψυχή των άλλων για να αισθανθεί ομαδικά. Ο άνθρωπος αυτός, ακόμη και όταν είναι περιτριγυρισμένος από χιλιάδες άλλους, εξακολουθεί να μένει μόνος, ένα άτομο ακέραιο και ξεχωριστό που είναι απλώς απορροφημένο στο θέαμά του. Το θέαμα αυτό το παρακολουθεί με περιέργεια και το παρατείνει προσθέτοντας ο ίδιος, φανταστικές συνέχειες ή και αισθητικούς αντίλαλους κάθε λογής. Το πλήθος είναι γι’ αυτόν ένα πάθος. Και όλα τα πάθη περιορίζουν τις κατευθύνσεις μας και μας αλυσοδένουν σε μια ορισμένη τροχιά, αλλά μας χαρίζουν και μια ιδιότυπη ψυχική ευαισθησία. Ο άνθρωπος του πλήθους πηγαίνει αυτόματα προς το πάθος του, γιατί εκεί αισθάνεται να ζει πιο έντονα ο εαυτός του. Είναι ένας μυθοπλάστης, που από λίγες αόριστες γραμμές φυσιογνωμίας ή από μερικές απλές χειρονομίες, νομίζει ότι μαντεύει την ιστορία εκείνων που περνούν μπροστά του. 

Από μια άποψη, λοιπόν, έτσι ίσως μπορεί να εξηγηθεί ένα μεγάλο μέρος του Καβαφικού έργου. Ο ποιητής είχε τη μανία να τριγυρνά μέσα στο πλήθος και να φαντάζεται ιστορίες για τους διαβάτες που συναντούσε. Σπάνια στήνει το καβαλέτο του κατευθείαν και απέναντι στον εξωτερικό κόσμο. Η πραγματικότητα αυτή καθαυτή δε φαίνεται να τον ενδιαφέρει ποιητικά. Το είναι του συγκινείται και ζωντανεύει προπάντων σαν αντικρύζει το καθρέπτισμα της πραγματικότητας μέσα σε μια ανθρώπινη ψυχή. Ακόμη και το Καβαφικό δράμα δεν είναι εξωτερικό ξετύλιγμα δραματικών πράξεων. Είναι ένα δράμα φαντασίας. Μεταξύ του αναγνώστη και της πραγματικότητας παρεμβάλλεται ένα ενδιάμεσο πρόσωπο. Στην ψυχή του ανθρώπου αυτού μεταφέρει ο ποιητής τη σκηνή του. Οι ψυχές που διαλέγει ο Καβάφης για καθρέπτες της πραγματικότητας ή για σκηνές των δραμάτων του είναι συνήθως άνθρωποι άγνωστοι, απλοί διαβάτες. Ακόμη και τα ιστορικά του πρόσωπα συχνά τα διαλέγει ο Καβάφης έτσι, που να μη μπορούν να γίνουν ποτέ πολύ γνωστά, γιατί η ιστορία δεν έχει γράψει γι’ αυτά παρά μονάχα λίγες λέξεις. Φαίνεται, λοιπόν, σύστημα της Καβαφικής ποιητικής να μας σταματά μπροστά σε αγνώστους. Το άγνωστο ξεκλειδώνει τη φαντασία μας. Μα η φαντασία μας αυτή καθαυτή δε μπορεί να εξηγήσει την ένταση ψυχής και τη συγκίνηση εκείνου που προσπαθεί να καταλάβει τι μπορούσε να ήταν η ζωή ενός ανθρώπου που κείτεται σήμερα χαμένος μέσα στο πλήθος των νεκρών ενός νεκροταφείου. 

Μπροστά στο άγνωστο, εξάλλου, παίρνουμε μια ιδιαίτερη ψυχολογική στάση, αυτή της μαντείας. Η ψυχή μας γίνεται μετέωρη, ξεκολλά δηλαδή από το θετικό και καθημερινό, όπου μπορούσε και κινούνταν ξένοιαστα και με τις αυτόματες εκείνες κινήσεις, που κληρονομήσαμε από τους προγόνους της ή που έμαθε στα διάφορα σχολεία της ζωής της. Στο επίπεδο της νόησης το Άγνωστο είναι μια περιπέτεια. Δεν ξέρουμε πώς να το αντιμετωπίσουμε και αυτό μας κάνει ανήσυχους και ευκολοσυγκίνητους, σα να υπάρχει γύρω μας ένας κάποιος κίνδυνος. Αλλά ταυτόχρονα το Άγνωστο μας ξυπνά και τα ηρωικά μας ένστικτα, τον πειρασμό να δοκιμάσουμε τη δύναμή μας ή την παντοδυναμία μας. Με τόσα έντονα, όμως, και αντιφατικά συναισθήματα δε μπορούμε να ζήσουμε καιρό. Πρέπει ή να συνηθίσουμε το άγνωστο και να προσγειωθούμε στην αδιαφορία ή να βρούμε μια λύση. Για να μετατραπεί το άγνωστο σε γνωστό, είναι απαραίτητο η ψυχή μας να μετακινηθεί και να πάει να βρει μια θέση όπου να μπορεί να ζήσει πάλι σαν αυτόματο, γιατί εκεί πια τίποτε δε θα την κεντά ν’ αλλάξει θέση. 

Τέτοιες κινήσεις κάνει και η Καβαφική ψυχή όταν οι διάφοροι άγνωστοι ήρωες γεννούν στον ποιητή απορίες τις οποίες για να λύσει κάνει υποθέσεις. Τις υποθέσεις αυτές τις δοκιμάζει με πολλές αντιρρήσεις και αν του φανούν στερεές προχωρεί σε άλλα πιθανά που ελέγχει, με τον ίδιο τρόπο, με άλλες αντιρρήσεις. Η λογική πρόοδος με τις δοκιμαστικές υποθέσεις, θυμίζει τους ερωτευμένους που προσπαθούν να μαντέψουν την προσωπικότητα και της αντιδράσεις εκείνης ή εκείνου που αγαπούν. Θυμίζει, όμως, και τα μαθηματικά και τον τρόπο που λύνουμε τα προβλήματά τους. Οι σχετικά λίγοι άνθρωποι που δεν κατάλαβαν ποτέ τους από μαθηματικά νομίζουν πως η επιστήμη των αριθμών, των σχημάτων και των εξισώσεων είναι ένα απλό εγκεφαλικό παιχνίδι. Η αλυσίδα των συλλογισμών που βασίζεται στα πιθανά, που είναι και δεν είναι, που είναι σωστά και δεν είναι, είναι μια αστείρευτη πηγή από συγκινήσεις. Αν, όμως, η Καβαφική και η μαθηματική μαντική μοιάζουν, δεν είναι όμοιες. Ο μαθηματικός δε μπορεί να ικανοποιηθεί αν δεν προσγειωθεί, αν δε βρει τη λύση. Ο Καβάφης, όμως, όταν τελειώνει τα ποιήματά του, μας αφήνει στο μετέωρο. 

Τελικά, ο άνθρωπος του πλήθους δε φωνάζει για να ακουστεί από τους άλλους, αλλά σκύβει για να ακούσει την ίδια τη δική του φωνή, που φαίνεται να έχει ξεκινήσει και να έρχεται από πολύ μακριά ή από πολύ βαθιά, καμιά φορά και από έναν τάφο. Η φωνή αυτή δεν είναι ηχηρή, δεν έχει λάμψεις, ούτε και καμιά από τις ιδιότητες εκείνες που απαιτεί η ρητορική απαγγελία. Αλλά εκεί που τριγυρνά η φωνή αυτή, μέσα στους λαβύρινθους και στους θόλους της κλειστής ανθρώπινης ψυχής, πλουτίζεται με λογιώ λογιώ αντίλαλους, που προεκτείνουν μέσα μας ως και τη διάρκεια των ήχων της. Έτσι, τα περισσότερα Καβαφικά ποιήματα είναι εσωτερικοί μονόλογοι και ο τόνος της φωνής του ποιητή μοιάζει με «ψέλλισμα». 


Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.