Οι μαθητές που χρησιμοποιούν γλωσσική τοπική διάλεκτο

Οι γλωσσολόγοι υποστηρίζουν ότι ένα φυσιολογικό παιδί της ηλικίας των 7 – 8 ετών, μπορεί να χειριστεί θαυμάσια το φωνητικό σύστημα της γλώσσας και το γραμματικό κώδικα, μπορεί δηλαδή να χρησιμοποιεί το βασικό λεξιλόγιο της γλώσσας. Από γλωσσολογική άποψη θεωρείται ενήλικας. Αναρωτιόμαστε, λοιπόν, καθώς βλέπουμε τα παιδιά να μιλούν και να γράφουν σε τι βαθμό κατέχουν τη βασική δομή της γλώσσας. Πάντως, έχει διαπιστωθεί ότι τη βασική δομή της γλώσσας το παιδί την κατακτάει από μόνο του καθημερινά, καθώς μαθαίνει τον κόσμο. Καθώς έρχεται, δηλαδή, το παιδί σε επαφή με την οικογένειά του, τους φίλους και γενικότερα με το περιβάλλον του, εξερευνά και τη δομή της γλώσσας. Αυτή η διαδικασία, βέβαια, γίνεται ασυνείδητα καθώς το παιδί διασκεδάζει, παίζει ή αναγκάζεται να μάθει πράγματα, προκειμένου να προσαρμοστεί στο περιβάλλον του. Πρόκειται, για ένα είδος αυτοεκπαίδευσης πάνω στη γλώσσα.

Ό,τι όμως είναι ακόμη αόριστο για το μικρό παιδί σε αναφορά προς την άμεση καθημερινή του ζωή, προσφέρεται και κυριαρχείται μέσα στη γλώσσα του τόπου που ζει. Είναι μέσα στη διάλεκτο, που ο κόσμος του γλωσσοποιείται. Αυτή η γλωσσοποίηση, σύμφωνα με τον Κ. Μιχαηλίδη, αποκαθιστά μια πρώτη σχέση εμπιστοσύνης με τα πράγματα και μια πρώτη διάρθρωση της ζωής σε μια τάξη. Είναι αυτή που θα ανοίξει τους δρόμους με τους οποίους το παιδί θα αντικρίσει, θα αξιολογήσει και θα αισθανθεί τον κόσμο με τους δικούς της τρόπους έκφρασης, το δικό της λεκτικό πλούτο και τη δική της φωνητική χρωματική. Έτσι, η μητρική γλώσσα με τη μορφή της τοπικής διαλέκτου είναι μοίρα για τον καθένα μας, μέσα στην οποία μεγαλώνουμε. Και σε αντίθεση προς την κοινή, καθιερωμένη γλώσσα, η μητρική διάλεκτος είναι στενά συνδεδεμένη με τον τόπο της ιδιαίτερης πατρίδας μας και τη φυσιογνωμία του. Είναι η γλώσσα της συνομιλίας μας με το βιοτικό μας χώρο, γι’ αυτό είναι και πρωταρχικότερη από την κοινή γλώσσα.

Βεβαίως, οι διάλεκτοι υπάρχουν σε συσχετισμό προς την κοινή ομιλούμενη και γραπτή γλώσσα και δεν υπάρχει ανάμεσά τους ένας στεγανός χωρισμός αλλά μια αμοιβαιότητα. Η κοινή γλώσσα, αναντίρρητα μας προσφέρει την οικείωση με τον πλατύ ορίζοντα του πολιτισμού στο σύνολό του. Η τοπική μας διάλεκτος, όμως, είναι η γλώσσα της άμεσα βιωνόμενης εγγύτητας, του τόπου, όπου γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε με τα σπίτια και τους δρόμους του, τα χωράφια και τ’ ακρογιάλια του, τ’ αγαπημένα πρόσωπα των γονιών και των γειτόνων, των ζωντανών και των νεκρών. Είναι η γλώσσα του παιχνιδιού και της γιορτής, του καθημερινού μόχθου και της ανάπαυσης, του εθίμου και του τραγουδιού. Και μέσα στον τόπο αυτόν, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο E.Spranger, για πρώτη φορά ερμηνεύονται για μας τα πράγματα του κόσμου και μπαίνουν στην καρδιά  μας. Και την ερμηνεία αυτή τη συντελεί η γλώσσα της μητέρας μας, που με τις ιδιότυπες νοηματικά σχέσεις και το μοναδικό της τόνο γίνεται η έκφραση του μικρού τούτου κόσμου. Μέσα από την καταπληκτική αυτή λειτουργία της γλώσσας ο περιβάλλων κόσμος μεταπλάθεται σε έναν οικείο – εσωτερικό κόσμο. Έτσι, κατά τη ρήση του W.Von Humbold αληθινή πατρίδα είναι κατ’ ουσίαν η γλώσσα.

Το σχολείο, επομένως, στην προσπάθειά του να τελειοποιήσει τη δομή της γλώσσας του παιδιού θα ήταν πολύ πιο αποτελεσματικό αν προσπαθούσε να βελτιώσει τη δομή της γλώσσας που το παιδί ήδη κατέχει. Γιατί, όπως προαναφέραμε, το παιδί ήδη έχει αποκτήσει από μόνο του, κάτω βέβαια από την πίεση του περιβάλλοντος και της ανάγκης προσαρμογής σ’ αυτό κάποια δομή γλώσσας. Αν λοιπόν το σχολείο συνεχίσει να δημιουργεί τις ίδιες πιέσεις στο παιδί, προκειμένου αυτό να τελειοποιήσει τη δομή της γλώσσας του, η μετάβαση θα ήταν πιο ομαλή και σίγουρα πιο αποτελεσματική. Πως όμως το παιδί αποκτά την κατοχή αυτής της δομής της γλώσσας;

Σίγουρα υπάρχουν κάποιοι παράγοντες οι οποίοι επηρεάζουν την ανάπτυξη της γλώσσας και εδώ θα αναφερθούμε σε εκείνους που κατέληξαν πολλά μέλη του συνεδρίου του Dartmouth που διεξήχθη για να διερευνηθεί το συγκεκριμένο ζήτημα. Έτσι, ο αριθμός, η ποικιλία και η ποιότητα της δομής της γλώσσας που το παιδί ακούει στο οικογενειακό του περιβάλλον, και έπειτα χρησιμοποιεί και το ίδιο, σίγουρα αποτελεί ένα βασικό παράγοντα. Ένας δεύτερος είναι η ποικιλία των εμπειριών που αποκτά το παιδί και η ευκαιρία που του δίνεται να εκφράζει με λέξεις (να διηγείται) τις εμπειρίες αυτές. Ένας τρίτος, τέλος, παράγοντας είναι η ενθάρρυνση και η ευκαιρία για αυτοέκφραση που δίνεται στο παιδί, προκειμένου να εκφραστεί και με άλλους τρόπους, όχι μόνο γλωσσικούς.

Όμως, η γλώσσα που μαθαίνουν τα περισσότερα παιδιά από το σπίτι τους και βέβαια χρησιμοποιούν, πολλές φορές παρατηρούμε ότι διαφέρει από τη γλώσσα που χρησιμοποιείται στο σχολείο. Γιατί στο μεν σχολείο αναπαράγεται η καθιερωμένη γλωσσική μορφή ενώ το κάθε παιδί ανάλογα με το περιβάλλον που έζησε, είναι πιθανό να έχει υιοθετήσει άλλες γλωσσικές μορφές που συχνά ταυτίζονται με τις τοπικές διαλέκτους. Όταν, λοιπόν, το παιδί που έχει μάθει να χρησιμοποιεί μία τοπική διάλεκτο ή τέλος πάντων μία μορφή της γλώσσας διαφορετική από την καθιερωμένη εισέρχεται στο χώρο του σχολείου, συναντάει προβλήματα. Κινδυνεύει να νιώσει το αίσθημα της ασυνέχειας, καθώς έρχεται σε επαφή με κείμενα, που είναι γραμμένα σε μια γλωσσική μορφή, η οποία του είναι ίσως άγνωστη ή ίσως πολύ διαφορετική από την οικεία του μέχρι τότε διάλεκτο.

Το σχολείο στη φάση αυτή θα πρέπει να εξασφαλίσει τις προϋποθέσεις εκείνες, ώστε η μετάβαση του παιδιού από την οικεία γλωσσική μορφή στην καθιερωμένη να γίνει ομαλά και όχι απότομα. Σε κάθε περίπτωση όμως, όπως αναφέρει και ο Dixon, το να μάθει  το παιδί να διαβάζει και να γράφει σημαίνει ότι αφήνεται μόνο του με τη γλώσσα σ’ ένα τρόπο που διαφέρει από την προηγούμενη εμπειρία του. Αυτό δεν πρέπει να είναι μια απότομη μετάβαση. Οι καινούριες δραστηριότητες πρέπει να προσεγγίζονται και να συνοδεύονται από συζήτηση. Μιλώντας για προϋποθέσεις να σημειώσουμε ότι το παιδί καθώς έρχεται συνεχώς σε επαφή με κείμενα γραμμένα σε καθιερωμένες φόρμες, κάποια στιγμή θα τις υιοθετήσει και θα μπορέσει σε κάποιο βαθμό να τις χρησιμοποιήσει και το ίδιο. Ο δάσκαλος μέχρι να γίνει αυτό δεν θα πρέπει να θεωρεί ότι η διάλεκτος ή η γλωσσική μορφή που χρησιμοποιεί το παιδί είναι μια λανθασμένη εκδοχή του καθιερωμένου αλλά ότι είναι η προσωπική διάλεκτος του παιδιού, η οποία θα πρέπει να γίνει απολύτως σεβαστή. Κατά τη διάρκεια, λοιπόν, της προσαρμογής του παιδιού στην καθιερωμένη γλωσσική μορφή, προτεραιότητα θα πρέπει να δίνεται στους ανθρώπινους σκοπούς που εξυπηρετεί η γλώσσα, δηλαδή στην ανάγκη για έκφραση.

Αναρωτιόμαστε, λοιπόν, τι παίζει μεγαλύτερο ρόλο, η «ορθότητα» της γλωσσικής μορφής που χρησιμοποιεί το παιδί ή η ανάγκη να εκφραστεί και να μοιραστεί την εμπειρία του με άλλους ανθρώπους; Και, μάλλον ανενδοίαστα θα υποστηρίζαμε ότι αυτό που προέχει για το παιδί και έχει απόλυτη σημασία είναι η εμπειρία του. Να σημειώσουμε, επίσης, ότι οι διάλεκτοι που χρησιμοποιούν τα παιδιά έχουν οπωσδήποτε και μια κοινωνική διάσταση, αφού παρατηρούμε ότι οι διάφορες κοινωνικές τάξεις χρησιμοποιούν το δικό τους γλωσσικό κώδικα. Πρέπει όμως να ξεκαθαρίσουμε ότι ο όρος «ορθότητα του λόγου» ή «ορθή μορφή του λόγου» περιέχει μια μορφή προκατάληψης γιατί γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από κοινωνικές ομάδες κυρίως υψηλού κύρους (status), που δημιουργούν πιέσεις στις κατώτερες. Οποιαδήποτε παρέκκλιση από την καθιερωμένη, «ορθή» μορφή του λόγου αντιμετωπίζεται ως λανθασμένη. Το σχολείο που αναγκαστικά έχει εμπλακεί σ’ αυτό το πλαίσιο πρέπει ν’ απελευθερωθεί γιατί το ζητούμενο είναι η ανάπτυξη της ικανότητας έκφρασης και επικοινωνίας. Η κατανόηση, ο σεβασμός και ο ανταγωνισμός, που καλλιεργεί το σχολείο δίνει τη δυνατότητα στα παιδιά να μάθουν και να χρησιμοποιούν την καθιερωμένη μορφή της γλώσσας μαζί με τη διάλεκτο που ήδη κατέχουν.

Τα παραπάνω μπορούν να επιτευχθούν εύκολα, καθώς το σχολείο διευρύνει την ποικιλία των καταστάσεων και καλεί τα παιδιά να μάθουν να τις αντιμετωπίζουν, αναλαμβάνοντας νέους ρόλους, διαφορετικούς από τη μέχρι τώρα εμπειρία τους. Μέσα από τη διαδικασία αυτή, δηλαδή της εξερεύνησης νέων εμπειριών, το παιδί ανακαλύπτει νέες διαστάσεις της γλώσσας και τις μαθαίνει για να μπορέσει να ανταπεξέλθει στις νέες καταστάσεις. Η νέα γλωσσική μορφή, που μαθαίνει το παιδί, προσαρμόζεται στους νέους ρόλους που αναλαμβάνει, χωρίς να δημιουργούνται χάσματα και ασυνέχειες. Έτσι, η μετάβαση γίνεται ομαλά, και κατά κάποιο τρόπο «συμπτωματικά». Όπως, έχει τονίσει και ο H.Rosen ο διάλογος με τον εαυτό μας προέρχεται από το διάλογο με τους άλλους. Μ’ αυτόν τον τρόπο η κοινωνία διαπερνά τη σκέψη μας.


Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.