Η ποίηση της Μ. Πολυδούρη: Κατάσταση ψυχής…

Διερευνώντας τη βιβλιογραφία για να γνωρίσουμε καλύτερα τη Μαρία Πολυδούρη, διαπιστώνουμε ότι οι αισθητικοί, οι κριτικοί και οι ιστορικοί την αναφέρουν πολύ σπάνια ή και καθόλου. Η ίδια μας θυμίζει εκείνη την κατηγορία των ελάχιστων ανθρώπων που γεννιούνται τελείως λυτρωμένοι από το φόβο και αισθάνονται για το λόγο αυτό σαν χαϊδεμένα παιδιά. Γεννημένοι πριν την ώρα τους, είναι αδύνατο να εγκλιματιστούν σ’ έναν κόσμο που τον έχουν ξεπεράσει. Μάταια αναζητούν κάτι να τους τρομάξει, ανοίγοντας τη μια πόρτα μετά την άλλη. Παίζουν με τα σκοτάδια, με τους τρόμους των άλλων, με τις επιφυλάξεις ή τις αδυναμίες τους, αναζητώντας τη μεγάλη «υποσχεμένη» έκπληξη. Ζουν σε μέρες και μήνες τις συγκινήσεις που οι πολλοί θα χρειαστούν χρόνια να τις αγγίξουν και καταλύονται γρήγορα και σπάταλα, χωρίς να τρομάζουν, κι έτσι φτάνουν στο θάνατο πεινασμένοι. Η Μαρία Πολυδούρη, λοιπόν, ήταν από τους ανθρώπους αυτούς. Τίποτα δεν την τρόμαζε, ούτε ο θάνατος, ούτε η ξενιτιά, ούτε η θάλασσα. Αχ! η ζωή είναι ένας έρωτας και ας έχει μέσα του και το θάνατο…(Λιλή Ζωγράφου). 

Προσεγγίζοντας τη γυναικεία φύση της Πολυδούρη, διαπιστώνουμε ότι η ποιότητά της είναι τέτοια που δε δέχεται άλλον έλεγχο πέρα από την ελεύθερη βούλησή της, προκαλώντας έτσι επικίνδυνα τον υπερτροφικό εγωισμό των ανδρών της εποχής της. Δε μας προκαλεί απορία, λοιπόν, το γεγονός πως κακοποιήθηκε στα στόματα όλων. Όμως, η ίδια αδιαφορούσε… «Παίζω μπουνιές με την κοινωνία», συνήθιζε να λέει. Πως αλλιώς, εφόσον ήταν μια σπάνιας τιμιότητας γυναίκα. Αληθινή και απόλυτα συνεπής σ’ ό,τι πίστευε. Αγαπούσε με πάθος ό,τι την συγκινούσε. Και διέθετε μια τόσο ραφιναρισμένη ποιότητα, που οι συγκινήσεις της ήταν πολύ εκλεκτικές. Όσοι λοιπόν την κατηγόρησαν, δεν αδίκησαν αυτήν, αλλά τη δική τους νοημοσύνη. Αν και σαφώς δεν ήταν εύκολο για τον καθένα να κατανοήσει μια γυναίκα με τόση ευαισθησία και τέτοια ακεραιότητα. Μια γυναίκα που έβαλε σε δοκιμασία την υποκρισία, την ανοησία και την ανηθικότητα της εποχής της με μοναδικό όπλο τη λεβεντιά της να τολμά να είναι ειλικρινής και γνήσια (Κ. Γεωργίου). 

Αρκετοί μάλιστα, πλησιάζοντας επιφανειακά την Πολυδούρη διακρίνουν μόνο κοινότοπες συναισθηματικές διαχύσεις στο ποιητικό της έργο, αδυνατώντας να ανακαλύψουν αυτό που κρύβει βαθιά μέσα στην ψυχή της, κάτι το δαιμονικά ανυποχώρητο. Μια γυναίκα που θηρεύει με τον τρόπο της το απόλυτο, που στην περίπτωσή της μάλιστα γίνεται το τελεσίδικα ανέφικτο, καθώς ο ασίγαστος ερωτισμός της τη σπρώχνει «στου έρωτα την άγρια καταιγίδα να ιδεί να μετρηθούν γι’ αυτήν θάνατος και ζωή» (Κ. Στεργιόπουλος). Παναισθησιακός τύπος γυναίκας, λοιπόν, η Πολυδούρη αγαπούσε όλα τα στοιχεία, όλες τις εκδηλώσεις της ζωής, από τις πιο χαρούμενες και θορυβώδεις ως τις πιο μυστικιστικές και ανείπωτες. Μια γυναίκα που δραπετεύει από παντού. Από το σπίτι της, από τον έρωτα, από τη δουλειά της, από την Ελλάδα, από τα νοσοκομεία, από την παραδοσιακή ποίηση, και τέλος από την ίδια τη ζωή. Ήταν, επομένως, από τη στόφα εκείνη των ποιητών που υπήρξαν ερωτικοί τυχοδιώκτες, ωστόσο παρέμειναν πιστοί σ’ ένα πείσμα ν’ ανακαλύψουν μια ανύπαρκτη τελειότητα και σ’ ένα πάθος να ζήσουν την απόλυτη ομορφιά (Λιλή Ζωγράφου). 

Από τις παραπάνω διαπιστώσεις συνάγεται ότι η Μαρία Πολυδούρη είναι μια ποιητική μορφή πολύ δύσκολης αντιμετώπισης. Κι αυτό, γιατί ενώ έλκει ισχυρά το μελετητή να την πλησιάσει και να εμβαθύνει στην προσωπικότητά της, την ίδια στιγμή δεν τον βοηθάει. Πως αλλιώς, αφού ήρθε κι έφυγε από τη ζωή σαν αστραπή, χωρίς να προσγειωθεί και να υπάρξει σαν συνηθισμένος άνθρωπος. Τα ποιήματά της είναι η ίδια η ποίηση σ’ ότι πλατύ και ανθρώπινο και αιώνιο. Είναι εξαιρετικά δύσκολη λοιπόν η απόπειρα να δώσει κάποιος τη βιογραφία ενός αηδονιού, ενός χελιδονιού… (Έλλη Αλεξίου) 

Η ποίηση της Μαρίας Πολυδούρη είναι προσωπική, συναισθηματικά φορτισμένη, με έντονα υπαρξιακά στοιχεία. Κατατάσσεται στην Αθηναϊκή Σχολή του νεορομαντισμού και του νεοσυμβολισμού (1920 – 1930) ή αλλιώς στη Γενιά του ΄20 ή Γενιά της παραίτησης. Ανήκει μάλιστα στους ύστερους συνεχιστές της μετρικής παραδοσιακής ποίησης, στους παραδοσιακούς ποιητές του Μεσοπολέμου που αγνοούν τα συγκλονιστικά γεγονότα του καιρού τους, «αποστρέφουν το πρόσωπο» από τη σκληρή κοινωνική πραγματικότητα και στρέφονται στον εαυτό τους. Στην ποίησή τους κυριαρχεί το συναίσθημα, η φαντασία, το απόλυτο, το υπερβολικό, το συγκινησιακό, το ιδανικό. Ο ρομαντισμός τους ενδιαφέρεται για τη σύνδεση τέχνης και ζωής, ενώ δίνει διέξοδο στη συναισθηματική – ψυχολογική διάθεση του ανθρώπου. Διάχυτη η μελαγχολία, η απαισιοδοξία, η νοσταλγία του παρελθόντος, συχνά όμως με μια νοσηρή περιπάθεια. Υπάρχει επίσης σαφής επιρροή και από το γαλλικό Συμβολισμό. Έτσι, παρατηρείται ο νεοσυμβολισμός να χρησιμοποιεί σύμβολα για να εκφράσει ιδέες και ψυχικές καταστάσεις, ενώ γνωρίσματά του είναι η μουσικότητα και η υποβλητικότητα. Η μορφή χαλαρώνει, καταργούνται πολλοί κανόνες παραδοσιακής ποίησης, ανανεώνοντας κάπως την ποίηση μορφικά και θεματικά. Αυτή η παραβίαση κάποιων στιχουργικών κανόνων αποτελεί και την πρώτη ρωγμή στην παραδοσιακή ποίηση, και επιπλέον μια προσπάθεια αναζήτησης νέων μορφών, μιας ανανέωσης εκφραστικής, για να ακολουθήσει τις επόμενες δεκαετίες, σταδιακά αλλά σταθερά, το πέρασμα στη σύγχρονη ποίηση και στιχουργική (Μαρία Φραγκιαδάκη). 

Η γόνιμη φαντασία της Μαρίας Πολυδούρη, καλλιεργημένη σ’ ένα κλίμα έντονου ρομαντισμού, δε θα την εμποδίσει ν’ αφομοιώσει τις πιο επαναστατικές αντιλήψεις, αλλά  πάντα, φυσικά, ιδεαλιστικά. Και θα μείνει πάντα το ίδιο διχασμένη και απροσάρμοστη ανάμεσα στις ιδέες και στην πραγματικότητα, ανάμεσα στους ανθρώπους και στα αισθήματα που θα τις προκαλούν (Λιλή Ζωγράφου). Η καρδιά της είναι γυναικεία και οι εκφραστικοί της τρόποι θερμοί, άφοβοι, άφθονοι. Τα αισθήματά της αν και ποτισμένα με μια γνήσια μελαγχολική διάθεση, που όμως δεν είναι νοσηρή, παραμένουν πηγαία, γιατί είναι φανερό ότι έχουν χάσει κάποιο χρώμα, εκεί όπου η διανοητική επεξεργασία επιχείρησε να αναχαιτίσει την ορμή τους. Ίσως τελικά είναι ακατάλληλα να προσαρμοστούν σε τελειότερη μορφή. Εντούτοις, διατηρούν μια βαθύτατη ευγένεια, μια άνεση και ελευθερία κίνησης μέσα σε μουσικούς και εύκολους στίχους. Τα αισθήματα αυτά, η ερωτική μελαγχολία, η νοσταλγία, η περιπάθεια, διατρέχουν την ποίησή της, την ενοποιούν, της δίνουν μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα, ένα χαρακτήρα και μια δική της ψυχική ατμόσφαιρα, γεμάτη παλμούς, συγκινήσεις και αισθηματική αγωνία (Μ. Στασινόπουλος). 

Μάλιστα, αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι γενικά στην ποίηση η αυθορμησία είναι το έδαφος της πρώτης ύλης, που έρχεται άμεσα από την ψυχή μαζί με τη φωνή, τη φυσική εκείνη φωνή που αποτελεί φορέα συναισθημάτων. Χρειάζεται όμως πάντα και κάτι άλλο για να γίνει ποίηση αυτή η πρώτη ύλη. Χρειάζεται τέχνη, που θα μετουσιώσει την ύλη σε μουσική, αφού την απαλλάξει από το βάρος της ζωτικής ανάγκης, που την κρατά στο επίπεδο των συναισθηματικών εκκενώσεων. Εντούτοις, η ποίηση της Μαρίας Πολυδούρη μοιάζει να είναι ευθύς αμέσως έτοιμη, χωρίς να έχει ανάγκη να υποστεί αυτή την αλλοίωση και διαμόρφωση. Μοιάζει δηλαδή ο παράγοντας τέχνη να είναι σύμφυτος με την πρώτη ύλη και βγαίνει μαζί με τη φωνή των συναισθημάτων της. Κινδυνεύει λοιπόν η ποίηση που γεννιέται να μην είναι αποτέλεσμα της διαμορφωτκής ενέργειας του πνεύματος, αλλά κατάσταση ψυχής (Γιώργος Θέμελης). Και αυτό ακριβώς είναι που μας μαγεύει στην ποίησή της, ο τολμηρά αποκαλυπτικός τόνος με τον οποίο κοινοποιεί την εσωτερική της κύμανση, το ξεχείλισμα της ψυχής της. 

Εξάλλου, ο συνηθισμένος τύπος του λογοτέχνη είναι εκείνος που ζει για να γράφει, που τα πάθη του δηλαδή αποκτούν αξία μόνο από τη στιγμή που θα βρουν έκφραση καλλιτεχνική. Η Πολυδούρη όμως ζει για να ζήσει. Η ποίησή της μοιάζει να είναι σκέτη, απλή ομιλία και εξομολόγηση, το καταφύγιο όπου εκφράζεται ο αληθινός εαυτός της. Δε γνωρίζουμε αν η ίδια η ποιήτρια είχε συνείδηση της εξαιρετικής οξύτητας των ερωτικών της κραυγών, ούτε αν είχε σκεφτεί άμεσα τον αναγνώστη, αν έγραφε για τον αναγνώστη, δηλαδή για τη φήμη. Νιώθουμε, όμως, ότι όταν χαράζει στο χαρτί τους στίχους της, δεν αποβλέπει στον αναγνώστη, αλλά στη δική της ανάγκη να δώσει στο ηφαίστειό της διέξοδο, ένα ηφαίστειο καρδιάς που ξεσπάει με όλη του την εκρηκτική δύναμη. Αυτό από μόνο του αρκεί για να της εξασφαλίσει μια κορυφαία θέση, σαν ποιήτριας ερωτικής μέσα στη λογοτεχνία μας, καθώς η λυτρωτική λειτουργία της ποίησης τη βοηθά να βρει διέξοδο στο εκρηκτικό πάθος της, που εκδηλώνεται σε δύο άξονες, τον έρωτα και το θάνατο (Γιάννης Χατζίνης). 

Η ρομαντική της φύση, βέβαια, την κάνει να αντιφάσκει, να αιωρείται ανάμεσα στη δίψα της για τον έρωτα και την ένταση της ζωής και στο νοσηρό, τραγικό προαίσθημα του θανάτου. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν πρόκειται για αντίφαση. Η μεταφυσική βεβαιότητα ότι ο θάνατος πλησιάζει απλώς επιταχύνει και εντατικοποιεί τους ρυθμούς της ζωής, ώστε να ικανοποιηθεί η άπληστη ανάγκη της για έρωτα. Ο έρωτας εξάλλου είναι αυτός που τροφοδοτεί τη ζωή αλλά και την ποίηση. Ο έρωτας αποτελεί τη γενεσιουργό αιτία δημιουργίας και έκφρασης. Μα και η ποίηση είναι ο μόνος τρόπος για να υμνηθεί ο έρωτας, αφού αυτή ανακουφίζει από τον πόνο της απώλειας και μετατρέπει την ερωτική απουσία σε παρουσία (Γιάννης Χατζίνης). 

Αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι τα ποιήματά της παρουσιάζουν μια εικόνα ατημελησίας. Φθαρμένα υλικά, κοινότοπες εικόνες, κοινόχρηστες λέξεις, φλύαροι πλατειασμοί, αισθηματολογία, μελοδραματισμός, ελλιπής γλωσσική και στιχουργική επεξεργασία, τετριμμένη θεματολογία. Αυτό που διασώζει την ποίησή της είναι η γνησιότητα του πάθους της, που οδηγεί κάποιες φορές σε δραματικές κορυφώσεις ανεπανάληπτες και η μουσικότητα του στίχου που αποδίδει τις συναισθηματικές μεταπτώσεις. Είναι η βάση της κατά τ’ άλλα ορμεμφυτικής και ανοργάνωτης ποιητικής της (Κ. Στεργιόπουλος). Παρατηρούνται ελαττώματα και ελλείψεις, μια μη αισθητική τελείωση κάποιες φορές στην ποίησή της. Αυτό όμως δε μείωσε ποτέ τη συγκίνηση που μας δίνουν τα τραγούδια της. Γιατί η ζωή της Πολυδούρη έχει τον ίδιο λυρισμό και το ίδιο ειλικρινές πάθος που έχει και η ποίησή της. Και η ποίησή της πάλι, έχει τη σφραγίδα της ανυποταξίας και της αναρχίας που έχει η ζωή της. Και δραπετεύει από τη ζωή με την ίδια γενναιότητα που ζει…(Λιλή Ζωγράφου) 

Αναμφισβήτητα λοιπόν, η ποίηση της Πολυδούρη μας συγκινεί, παρόλο που παραδεχόμαστε πως ήταν μια ποίηση «παλιά» και για την εποχή της και για τη δική μας ακόμη περισσότερο. Το στοιχείο όμως που τη σώζει είναι η ειλικρίνεια του πάθους της. Και αν παραδεχτούμε ότι τα ποιήματά της πλέουν σε μια απέραντη θάλασσα συναισθηματισμού, για να βουλιάξουν μετά στην πιο απύθμενη μοναξιά, θα ζητωκραυγάσουμε μα και θα ανατριχιάσουμε. Θα ζητωκραυγάσουμε γιατί είναι ένας θρίαμβος η διαπίστωση πως ο συναισθηματισμός δεν πέθανε σ’ αυτή την αλλοπρόσαλλη εποχή που ζούμε, μα και θα λυπηθούμε, γιατί ποτέ ίσως ο άνθρωπος δεν είχε πιο ξεκάθαρα συνειδητοποιήσει τη μοναξιά του όσο σήμερα (Λιλή Ζωγράφου).

Πολλοί κατηγόρησαν την Πολυδούρη πως βασάνισε και έφθειρε τον εαυτό της, σκορπώντας τον σπάταλα, μαδώντας τον έρωτα. Και δε λένε ψέματα, χωρίς όμως να βρίσκονται και στην αλήθεια. Επίσης, θα είναι λάθος να δούμε την ποίησή της σα μονότονο ερωτικό τραγούδι, όμορφο έστω και συγκινητικό. Μέσα στα ποιήματά της, δεν κλαίει τόσο εκείνους που ήρθαν και έφυγαν, μα εκείνον που δεν ήρθε, το ιδανικό που δεν αιχμαλώτισε ποτέ, λες και ήταν χίμαιρα. Ένα ιδανικό που το ζήτησε έξω, πολύ μακριά από τον εαυτό της, στην καρδιά και τη δύναμη των άλλων. Γιατί της ήταν αδύνατο να υπάρξει μόνη της και να αποφασίσει τη μοναξιά της, που ήταν η πιο μεγάλη επιβεβαίωση της ξεχωριστής και ολοκληρωμένης προσωπικότητάς της. Η μοναξιά, που μέσα της πνίγηκε η τρυφερή και ωραία ποιήτρια, ήταν ένα μετάλλιο, που στη μια του όψη είχε χαραγμένη τη λέξη «Αφθονία» και στην άλλη τη λέξη «Τιμωρία» (Λιλή Ζωγράφου). 

Μερικές φορές μας κυριεύει ένα αίσθημα πικρίας και απογοήτευσης, όταν σκεφτούμε με πόση ευχέρεια απομακρυνόμαστε από τους ποιητές μας. Η ποίηση κάποτε ίσως είχε μια σημαντική θέση μέσα στη ζωή μας. Ίσως γιατί και η ίδια η ζωή μας διατηρούσε ακόμη έναν τόνο πιο συναισθηματικό, που την έφερνε κοντά στην ποίηση. Σήμερα, νιώθουμε κάποια ντροπή μπροστά σε τέτοιου είδους συναισθηματικές καταστάσεις, ίσως γιατί πάλι η ίδια η ζωή μας απέδειξε το αίσθημα μάταιο. Παρόλα αυτά, φτάνει να αγγίξουμε την πληγή της Πολυδούρη για να νιώσουμε να μας διαπερνά το ρίγος που έκανε και την ίδια να βγάζει αυτές τις κραυγές: «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα…». Πότε άλλοτε η ποίηση μας ανέβασε σε τέτοιες κορυφές ερωτικής απελπισίας; (Γιάννης Χατζίνης) 

 

https://www.facebook.com/manolis.manos.311/
Προηγούμενο άρθροΘέματα 2007 – Νεοελληνική Γλώσσα – Ημερήσιο Λύκειο
Επόμενο άρθροΛατινικά: Το ρήμα fio
Ο Μανόλης I. Μαυρακάκης γεννήθηκε στην Αθήνα και κατοικεί μόνιμα στο Ηράκλειο Κρήτης. Είναι πτυχιούχος του τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης. Είναι κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου στην Ελληνική γλώσσα και λογοτεχνία από το Ανοιχτό Πανεπιστήμιο Κύπρου. Από το 2000 εργάζεται ως καθηγητής φιλόλογος σε σχολεία και φροντιστήρια της Μέσης Εκπαίδευσης. Από το 2018 συνεργάζεται με τις εκδόσεις Πατάκη εκδίδοντας σημαντικό αριθμό βιβλίων για το μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας. Είναι δημιουργός και διαχειριστής της εκπαιδευτικής σελίδας filologikos-istotopos.gr.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.