Του Νίκου Τσούλια

      Υπάρχουν λαοί και χώρες που τους αγαπάς άλλοτε για συγκεκριμένους λόγους και άλλοτε «χωρίς αιτία και αφορμή» και βαστάει αυτή η συμπάθεια όλη σου τη ζωή, αφού δύσκολα αναθεωρείται μέσα από την καθημερινή λειτουργία. Βέβαια τα κριτήρια επιλογής αυτών των αγαπημένων λαών είναι συνήθως εθνικά και διαμορφώνονται σταδιακά και μάλλον ανεπαίσθητα κατά τη διάρκεια της σχολικής ζωής.

      Οι Κύπριοι έχουν την πρωτοκαθεδρία σε αυτόν τον πίνακα προσωπικής και εν πολλοίς συλλογικής αξιολόγησης, αφού είναι Έλληνες και τους αισθανόμαστε ως Έλληνες και μόνο η ξεχωριστή κρατική τους οντότητα είναι αυτή που τους διαφοροποιεί. Και σε κάθε περίπτωση νιώθεις ότι είναι πολύ όμορφο να έχεις και ένα άλλο κράτος αδελφικό. Άλλωστε, η όποια άλλη περίπτωση αδελφικών κρατών υπάρχει (Κορέα, Κίνα) δεν έχουν καθόλου καλές σχέσεις μεταξύ τους, και αυτό για ιδεολογικούς λόγους…

      Η ιστορία στην ταραγμένη περιοχή των Βαλκανίων μάς καθοδηγεί με πολύ προσεκτικό τρόπο στο παιχνίδι των χωρών που συμπορεύονται ειρηνικά με την Ελλάδα. Οι Σέρβοι αποτελούν την πρώτη προτεραιότητα στην εκτίμησή μας. Και οι λόγοι είναι πολύ συγκεκριμένοι. α) Δεν βρεθήκαμε σε αντίθετα χαρακώματα στις πολεμικές αντιπαραθέσεις, αλλά αντίθετα είχαμε κοινές επιδιώξεις. β) Η Ορθοδοξία είναι το κοινό μας θρήσκευμα και σ’ έναν κόσμο όπου πλεονάζει ο Μουσουλμανικός κόσμος και ο Καθολικισμός, μια κοινή θρησκευτική πίστη έχει την ιδιαίτερη αξία της. γ) Και οι δύο λαοί, ελληνικός και σέρβικος, έχουν μια κοινή συναντίληψη που εδράζεται πάνω στην τήρηση της διεθνούς νομιμότητας, στην ειρηνική εθνική πολιτική, στην προαγωγή της φιλίας και της συνεργασίας και στο σεβασμό του σημερινού στάτους της περιοχής.

      Οι Παλαιστίνοι – αν και δεν βρίσκονται πολύ κοντά μας – είναι ένας λαός ιδιαίτερα αγαπητός στην Ελλάδα. Ο λόγος είναι πολύ απλός. Στηρίζεται στον πολύχρονο και πολύ δύσκολο αγώνα που κάνουν για να αποκτήσουν τη δική τους πατρίδα, την πατρίδα των πατρικών τους χωμάτων. Και αυτή η φιλική διάθεσή μας δεν συνδέεται καθόλου με την ανάπτυξη κάποιας έχθρας απέναντι στο λαό εναντίον του οποίου αγωνίζονται οι Παλαιστίνιοι. Η Ελλάδα έχει πολύ καλές σχέσεις με το Ισραήλ, σχέσεις που τα τελευταία χρόνια έχουν αποκτήσει και στρατηγικό χαρακτήρα. Η αγάπη μας για τους Παλαιστίνιους είναι μια αγάπη που εκδηλώνεται από όλους τους Έλληνες, και κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης πήρε και σαφή ιδεολογικά χαρακτηριστικά, αφού ήταν αγώνας όλων των φιλειρηνικών δυνάμεων της περιοχής κατά του ιμπεριαλισμού. Οι Έλληνες γνωρίζουν πολύ καλά τις μεγάλες διδαχές των εθνικών καθάρσεων και του βίαιου ξεριζώματος των λαών. Θεωρούν πολύ σημαντικό στοιχείο της συλλογικής τους συνείδησης τη συμπαράσταση σε κάθε κατατρεγμένο λαό και πιστεύουν ότι η εφαρμογή των Διεθνών ψηφισμάτων του Ο.Η.Ε. πρέπει να είναι βασικός άξονας της εθνικής πολιτικής όλων των κρατών.

      Αν θέλαμε να εισάγουμε ένα άλλο κριτήριο – πέραν εκείνου του ισχυρού της ιστορίας – και λάβουμε υπόψη μας τη σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα, θα πρέπει να αναφερθούμε στον υπερεθνικό πολιτικό και οικονομικό θεσμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στον οποίο η χώρα μας συμμετέχει πολλά χρόνια. Εδώ αν και θεωρητικά η διαμόρφωση αυτού του πρωτόγνωρου για τη σύγχρονη ιστορία διακρατικού μορφώματος θα έπρεπε να προάγει ένα απόλυτα φιλικό και προς όφελος όλων κλίμα και μια πραγματικά κοινή και συμπεριληπτική πολιτική, τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι. Έχουν ήδη αναπτυχθεί ομόκεντροι κύκλοι προόδου και διαφορετικές ταχύτητες ανάπτυξης, που αντί να αμβλύνουν τις ανισότητες τις βαθαίνουν δημιουργώντας χάσματα και εχθρότητες. Σ’ αυτό το υπερεθνικό θεσμό οι φιλικές μας διαθέσεις στρέφονται κυρίως προς τους λαούς του Νότου, τον ισπανικό, τον πορτογαλικό και τον ιταλικό, ακριβώς γιατί μαζί τους συναρθρώνονται τα εθνικά μας συμφέροντα πολύ καλύτερα από ό,τι με τα άλλα κράτη του Βορρά.

      Αλλά η έκφραση φιλίας και αγάπης προς τους άλλους λαούς για να είναι ουσιαστική δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να στρέφεται εναντίον άλλων λαών. Μπορεί να αντιμάχεται τις επεκτατικές ή τις πολεμικές συμπεριφορές άλλων κρατών αλλά αυτή η αντιπαράθεση είναι πολιτική και ιδεολογική και στρέφεται εναντίον των μηχανισμών εξουσίας αυτών των κρατών. Και πρέπει να ξεχωρίζουμε και να επισημαίνουμε αυτή τη διαφοροποίηση μεταξύ εξουσίας και λαών, γιατί είναι μια υπαρκτή πραγματικότητα, γιατί μόνο μια τέτοια ανάλυση δίνει γερές βάσεις για να διαμορφωθεί μια αντίληψη με δημοκρατικό και ανθρωπιστικό αξιακό πεδίο και να έχει ανοιχτούς ορίζοντες και ευοίωνη προοπτική.

      Εκτός όλων τούτων, η φιλική διάθεση έναντι των λαών δεν μπορεί παρά να έχει και προσωπικό χρώμα με κριτήρια «επιπόλαια» και απόλυτα υποκειμενικά. Έτσι, μπορεί να λατρεύεις τη Γαλλία γιατί έχεις «ερωτευθεί» το Παρίσι και είναι όνειρο ζωής η για ένα διάστημα εκεί διαμονή σου. Μπορεί να συμπαθείς τη Ρωσία γιατί είναι η πατρίδα αγαπημένων σου συγγραφέων (Ντοστογιέφκσι και Τολστόι). Μπορεί να αγαπάς τη μακρινή Χιλή γιατί οι ιμπεριαλιστές έπνιξαν την «άνοιξη του Αλιέντε» και επέβαλαν το αιματηρό καθεστώς του Πινοσέτ. Μπορεί να έχεις συναισθηματικό δέσιμο με τη Νορβηγία, γιατί εκεί αντιλήφθηκες ότι το βιβλίο και το διάβασμα είναι μια κρατούσα κατάσταση, μια εικόνα ζωής.

      Πολλά τέτοια «μπορεί» ίσως να υπάρχουν και να μην τα έχουμε συνειδητοποιήσει. Θεωρώ δε ότι όταν αγαπάς και σέβεσαι τους άλλους λαούς, αυτό προϋποθέτει την απόλυτη αγάπη για τη δική σου πατρίδα. Άλλωστε αυτή δεν είναι η γοητεία και η ομορφιά της αγάπης, να απλώνεται παντού σαν το πρωινό φως του ήλιου;

anthologio.wordpress.com

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.