Ο συντηρητισμός διαβρώνει διδασκαλία και εκπαιδευτικό

Του Νίκου Τσούλια

    Δεν είχα ονειρευτεί να γίνω καθηγητής. Δεν ήταν στις παιδικές ούτε και στις εφηβικές μου φαντασιώσεις. Ένας Διευθυντής Σύνταξης της εφημερίδας «ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΗ» με την οποία συνεργαζόμουν – που σεβόταν και αγαπούσε πολύ έναν παλιό καθηγητή του – μου έριξε τους πρώτους σπόρους θεωρώντας με ταυτόχρονα ως πολύ τυχερό που θα μπορούσα να διδάξω στο σχολείο.

    Η ζωή ήταν γενναιόδωρη μαζί μου· μου πρόσφερε περισσότερα από όσα είχα σχεδιάσει και ονειρευτεί. Έγινα καθηγητής. Λάτρεψα τη διδασκαλία. Πέρα από τις τόσες και τόσες υποχρεώσεις της μάθησης και της αγωγής, όλη την ημέρα και κάθε ημέρα συνέλεγα ιδέες και εμπειρίες που θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω στην αίθουσα ακόμα και όταν για κάποια χρόνια έλειψα από το σχολείο. Ήταν ένα παιχνίδι μόνιμης νοητικής και συναισθηματικής όμορφης ενασχόλησης. Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω το πώς θα ήταν η μικρή μου διαδρομή στον «τρίτο βράχο μακριά από τον ήλιο» χωρίς το καθηγητηλίκι, το πώς θα επινοούσα το όλο πνευματικό μου στερέωμα χωρίς τα αγαθά της σχολικής αίθουσας.

    Το τίμημα όμως θα είναι και πολύ μεγάλο. Θα το καταλάβω αργότερα. Τα πιο θαυμαστά πράγματα στη ζωή – ο έρωτας, η αγάπη, η αισθητική ως θεωρία του ωραίου… – δεν τα μαθαίνεις. Απλά τα βιώνεις είτε κατακτώντας τα είτε δωριζόμενα άγνωστο από πού. Και όσο πιο όμορφο είναι αυτό που βιώνεις, τόσο πιο οδυνηρή είναι η απώλειά του, η οριστική απώλειά του. Ο επαπειλούμενος θάνατος της σχέσης μου με τη διδασκαλία συνειδητοποιήθηκε ακριβώς από τη φοβερή και μοναδική αίσθηση αυτής της ομορφιάς, από το μόνιμο φόβο που ενοικεί στην πρόσληψη κάθε ξεχωριστής ομορφιάς και προπάντων στη βίωση της ίδιας της ζωής, της απόλυτης κορύφωσης της ομορφιάς.

    Τον είχα προγευθεί πολύ πριν τον βιώσω. Όταν μόλις στη δεκάχρονη προϋπηρεσία μου βρέθηκα πριν καλά καλά το καταλάβω στη προεδρία της ΟΛΜΕ, σε μια θέση που θα μου σημάδευε τη ζωή και τη σκέψη. Τότε ένιωσα την πρώτη ήττα στο εκπαιδευτικό μου είδωλο. Συνειδητοποίησα το μικρό μου θάνατο, το πώς είναι η ζωή ενός καθηγητή χωρίς μαθητές και μαθήτριες. Χάνεις την αίθουσα διδασκαλίας, το κέντρο του μικρού σου σύμπαντος και χάνεσαι στην ασημαντότητα του χωρίς την εκπαιδευτική ακτινοβολία εαυτού σου, που δεν αντισταθμίζεται από καμιά άλλη δραστηριότητα.

    Τον ξεγελάς όμως αυτό τον θάνατο. Ξέρεις ότι είναι πρόσκαιρος. Ξέρεις ότι όχι μόνο θα πάρεις μια γλυκιά εκδίκηση από τον μέγα ολετήρα αλλά και ότι θα ξαναγεννηθείς γεμάτος εμπειρίες μοναδικές που τόσο γενναιόδωρα σου χαρίζει η κορυφαία θέση των εκπαιδευτικών, εμπειρίες απ’ όλο τον κόσμο, από την πολιτική, από το δημόσιο χώρο της χώρας, από συνέδρια, από κάθε λογής συλλογικότητες, από πρωτόγνωρες προκλήσεις…

    Επέστρεψα στο σχολείο με τόση θέρμη και ευτυχία που ένιωσα ότι ξαναγεννιόμουνα, ότι εγώ δημιουργούσα τον εαυτό μου και όχι μια βιολογική συνάντηση κάποιων γενετικών κυττάρων ή η ανατροφή του κοινωνικού μου περιβάλλοντος, ότι τεχνοτροπούσα το πορτρέτο μου διαρκώς και συστηματικώς με αισθητήριο καλλιτέχνη. Ήταν η μεγάλη επιλογή, η μεγάλη απόφαση γιατί ήταν ορατές οι σειρήνες για άλλες πιο φανταχτερές φιλοδοξίες.

    Άρχισα να τον ξανανιώθω όταν πλησίαζε η οριστική μου αφυπηρέτηση. Τώρα ήταν ο πραγματικός θάνατος ενός ολόκληρου κόσμου μου, του εκπαιδευτικού μου κόσμου. Δεν ξέρω και ποτέ δεν θα μάθω αν συμβαίνει και σ’ άλλα επαγγέλματα, αν αποικίζεται δηλαδή ο εαυτός σου τόσο έντονα και τόσο καθοριστικά από το χώρο εργασίας όσο στο επάγγελμα του εκπαιδευτικού.

    Και είναι αυτή η εκπαιδευτική αποίκιση των καθηγητών μια ιερή δωρεά, μια μοναδική αίσθηση ομορφιάς της ζωής και του εαυτού μας. Αλλά το τίμημα είναι σκληρό. Είναι ένας συμβολικός και συναισθηματικός θάνατος όταν παύεις να είσαι καθηγητής. Και αυτό συμβαίνει τόσο απόλυτα και δραματικά, που γεύεσαι ένα μεγάλο ψυχικό κενό. Όχι, δεν είναι εκείνο το κενό που νιώθεις ότι χάνεις ένα οικείο πρόσωπό σου και φεύγει μαζί του οριστικά ένα δικό σου μέρος – αυτό το βιώνουν όλοι οι άνθρωποι και είναι μέσα στη φύση των πραγμάτων. Είναι κενό επί της απόλυτα δικής σου ύπαρξης, ένας μικρός θάνατος μέσα στην ίδια τη ζωή σου!

    Κι όμως έχω ακόμα περιθώρια. Όσο υπάρχουν ακόμα οι μαθητές μου στο σχολείο, μπορώ να τους επισκέπτομαι, μπορώ να μπαίνω στην αίθουσα, μπορώ να μισοκάνω «μάθημα». Εγώ το επιχειρώ με τη συνεργασία των συναδέλφων και της Διευθύντριας που κατανοούν το παράξενο «πεπρωμένο μου». Γεύομαι μια ψευδαίσθηση ανακατωμένη με της ύπαρξης τα υλικά σημεία. Φαντασιώνομαι επ’ αυτού που έχω χάσει, και νιώθω την πραγματικότητα να με συνεπικουρεί στην ονειροπλασία μου. Απομακρύνω το συμβολικό θάνατο, την οριστική απώλεια.

    Ο συμβολικός οριστικός θάνατος είναι όταν δεν θα έχω πλέον μαθητές, όταν και οι τελευταίοι μαθητές μου θα έχουν τελειώσει το σχολείο. Δεν θα με παρηγορεί καμιά σκέψη ότι είχα κάποτε μαθητές, ότι ήμουνα μέχρι «προχθές» καθηγητής. Έχω ακόμα δύο χρόνια μπροστά μου μέχρι οι μαθητές μου που ήσαν στην Α΄ τάξη λυκείου να φτάσουν στην Γ΄ τάξη. Τότε θα βιώσω την κενότητα ενός κομματιού του εαυτού μου, την οριστική απώλεια μέρους της ταυτότητάς μου. Θα γνωρίσω τα πρώτα σημάδια της ανυπαρξίας. Πώς θα είναι τότε ο κόσμος μου και πώς θα τοποθετώ μέσα σ’ αυτόν τη δική μου ρημαγμένη ύπαρξη;

    Κι όμως ξέρω σε κάποιο βαθμό το μέλλον. Μια ζωή αυτό δεν υπηρετούσα μέσα από τη διδασκαλία μου; Ξέρω ότι αρκεί ένας και μόνο μαθητής / μια μαθήτρια, που θα έχει επηρεαστεί στη ζωή του / στη ζωή της από την παιδαγωγική μου διδαχή, για να αμφισβητήσει και να ανατρέψει το συμβολικό μου θάνατο. Και ήδη αυτό έχει ήδη εκφραστεί και όχι μόνο μια φορά. Να λοιπόν που ακόμα και στους δύσκολους καιρούς της μιζέριας και της παρακμής υπάρχει πάντα αναμμένο ένα ιερό φως, το φως της διδασκαλίας, που καταυγάζει την ελπίδα και τον αγώνα, τον άνθρωπο και τη ζωή…

anthologio.wordpress.com

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.