Του Νίκου Τσούλια

Συμμετέχοντας για δεύτερη χρονιά στη λειτουργία του «κοινωνικού φροντιστηρίου» του δήμου Ζωγράφου έχουμε ήδη μια αποκτημένη εμπειρία για ζητήματα που δεν αξιολογούμε με τα ίδια ζωηρά χρώματα στο σχολείο. Επιβεβαιώνεται έτσι η γνωστή παρατήρηση ότι μπορείς να είσαι ακόμα και προς το τέλος της επαγγελματικής, εκπαιδευτικής σου διαδρομής και μέχρι και την τελευταία χρονιά θα έχεις άγνωστες περιοχές στη λειτουργία της διδασκαλίας, θα έχεις τη δυνατότητα να μαθαίνεις από τη ζωντανή δυναμική της σχολικής αίθουσας.

Ποιο είναι το νέο στοιχείο που θέτει τους νέους προβληματισμούς; Είναι η στάση και η συμπεριφορά των λεγόμενων «αδύνατων μαθητών» μέσα στο γενικότερο εκπαιδευτικό κλίμα του σχολείου. Βέβαια τα καινούργια σημάδιατα έχεις ήδη μάθει μέσα από τις σχετικές μελέτες. Η ελληνική και η διεθνής σχετική βιβλιογραφία είναι αρκετά πλούσια. Αλλά, όπως πολύ καλά γνωρίζουν όσοι θητεύουν στις απαιτήσεις της αίθουσας, είναι εντελώς διαφορετικό στοιχείο να διαβάζεις κάτι και να έχεις μια κάποια θεωρητική άποψη και άλλο να βιώνεις την πραγματικότητα αυτού του στοιχείου. Όταν αναφερόμαστε σε «αδύνατους μαθητές», πρέπει να ομολογήσουμε ότι αυτή η έννοια και η πραγματικότητα των «αδύνατων μαθητών» είναι απόλυτη δημιουργία του σχολείου και μόνο. Δεν υπάρχουν «αδύνατοι μαθητές» πριν οι μαθητές εισέλθουν στο σχολείο, εμείς τους δημιουργούμε σιγά – σιγά ή και με προκλητική αδιαφορία!

Με δεδομένο λοιπόν ότι στο φροντιστήριο είναι, κατά το μάλλον ή ήττον, έντονη η παρουσία «αδύνατων μαθητών» – ενώ στο σχολείο έχουμε μια άλλη διασπορά των μαθησιακών δυνατοτήτων των μαθητών – αναφύονται άλλες προσεγγίσεις στις απαιτήσεις της διδασκαλίας. Διαπιστώνονται, ως εκ τούτου, πολύ έντονα οι ιδιαιτερότητες αυτών των μαθητών, ιδιαιτερότητες που ποτέ δεν προσεγγίζονται και που πολύ περισσότερο δεν αντιμετωπίζονται.

1) Η χαμηλή αυτο-εκτίμηση είναι συστατικό στοιχείο των «αδύνατων μαθητών» και μάλιστα ενίοτε παίρνει διαστάσεις αυτο- απόρριψης, που ακυρώνει εν τη γενέσει κάθε προσπάθεια του παιδιού. Όσο αυτό το στοιχείο παραμένει στο παιδί με το πέρασμα του χρόνου παγιώνει τα χαρακτηριστικά του και αποτελεί ενδημικό στοιχείο του παιδιού. Έτσι στο Λύκειο πρέπει το παιδί να αποβάλλει τη στρεβλή νοοτροπία που από τα πρώτα χρόνια της φοίτησής του στο δημοτικό έχει φωλιάσει για καλά μέσα του. Στην ουσία η σκέψη του παιδιού – υπό το βάρος αυτής της νοοτροπίας – είναι καθηλωμένη και δύσκολα απελευθερώνει τις δημιουργικές και φοβερές δυνάμεις, που ούτως ή άλλως εμπεριέχει.

2) Τα μαθησιακά κενά που έχουν από τις μικρότερες τάξεις διογκώνονται, όχι γιατί αυτά αλλάζουν διαστάσεις αλλά γιατί επισωρεύονται και νέα κενά και ο μαθητής / η μαθήτρια αντιλαμβάνεται αυτή τη συσσώρευση και στη συνέχεια παραιτείται της προσπάθειας που πρέπει να καταβάλλει. Εδώ είναι και μια από τις κύριες ευθύνες του εκπαιδευτικού, να ενθαρρύνει το παιδί να εκφράζει αυτές τις αδυναμίες, οι οποίες δεν αποτελούν ψεγάδι ή ενοχή γι’ αυτούς / αυτές που τις εκφράζουν. Απαιτείται η δημιουργία μιας παιδαγωγικής κουλτούρας και ενός άνετου και ευχάριστου μαθησιακού κλίματος, τέτοιου που θα διευκολύνει και θα προτρέπει το παιδί να εκφράζει τα όποια κενά του. Άλλωστε, το σχολείο γι’ αυτό ακριβώς το λόγο έχει συσταθεί, να λύνει προβλήματα, να δίνει στο κάθε παιδί την άνεση και τη χαρά να καταθέτει την απορία του.

3) Ο φόβος του πίνακα πάντα ήταν υπαρκτός και ενδεχομένως να είναι για πάντα. Αλλά αυτός ο φόβος για τους μαθητές / μαθήτριες που συζητάμε παίρνει πρωτόγνωρες διαστάσεις, παίρνει διαστάσεις πανικού και εφιάλτη! Συχνά ακούμε τη φράση ότι «στον πίνακα τα χάνουμε». Είναι μια απόλυτα υπαρκτή εικόνα. Συνήθως εμείς οι εκπαιδευτικοί σηκώνουμε τους καλούς μαθητές ή αυτούς που σηκώνουν το χέρι ή αυτούς που γνωρίζουμε ότι δεν «κομπλάρουν» και κάπως έτσι αντιμετωπίζουμε τη συγκεκριμένη κατάσταση. Αλλά εδώ με αυτή τη συμπεριφορά μας όχι μόνο επιβεβαιώνουμε τους φόβους των «αδύνατων μαθητών», αλλά επιπρόσθετα τους «νομιμοποιούμε», τους διογκώνουμε, τους αναπαράγουμε, τους κάνουμε συστατικό στοιχείο του σχολείου, της διδασκαλίας, των «αδύνατων» μαθητών / μαθητριών.

Όλα αυτά τα στοιχεία είναι δηλωτικά της αποτυχίας μας, του σχολείου και των εκπαιδευτικών. Οι εκπαιδευτικοί προσπαθούμε συνήθως να «νομιμοποιηθούμε» στη συνείδηση των καλών μαθητών – και κυρίως με μια εντυπωσιακή επιτυχία τους στο πανεπιστήμιο –, αλλά σπάνια (ή και καθόλου) δεν μπαίνει στη σκέψη μας, η φιλοδοξία να έχουμε λύσει κάποιο από τα προαναφερθέντα προβλήματα των «αδύνατων μαθητών». Πρόκειται για μια παρωχημένη νοοτροπία, για μια αντιπαιδαγωγική υπο-κουλτούρα, για μια εύκολη και ανέξοδη ωραιοποίηση της αποτελεσματικότητάς μας και της διδακτικής μας επάρκειας.

Όταν το σχολείο κατορθώσει να λειτουργεί με βάση τις ιδιαιτερότητες του κάθε μαθητή, όταν αγκαλιάζει εξίσου όλους τους μαθητές και τις μαθήτριες, όταν έχει αντισταθμιστικές όψεις στο μαθησιακό πλούτο και στο πολυσύνθετο μαθησιακό φάσμα των μαθητών και των μαθητριών, τότε θα έχει κάνει ένα σημαντικό βήμα, ένα βήμα αυτοπραγμάτωσης του παιδαγωγικού του ρόλου, ένα βήμα εμπράγματης απεικόνισης του χάρτη των ουμανιστικών αξιών και ιδεωδών, ένα βήμα προσδιορισμού εκείνης της μάθησης που απελευθερώνει τη σκέψη όλων των παιδιών, που δίνει απλόχερα και γενναιόδωρα τη χαρά της γνώσης.

anthologio.wordpress.com

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.