Του Νίκου Τσούλια

      «Διαβάστε την αποχαιρετιστήρια επιστολή του Μάρκες και να θυμάστε ότι σας το είπα εγώ». Της απάντησε ότι δεν την ήξερε και ότι θα τη διάβαζε, αλλά η απορία του έμεινε – χωρίς να ζητήσει κάποια εξήγηση.

      «Θα τη διαβάσω και θα καταλάβω», σκέφτηκε και απομακρύνθηκε με πολλή περιέργεια για την επιστολή του Μάρκες. Θυμήθηκε μετά ότι την είχε διαβάσει – ήταν πράγματι εκπληκτική. «Αλλά πώς συνδέεται η περίπτωσή μου;», αναρωτήθηκε και η απορία του έγινε ακόμα μεγαλύτερη. Άρχισε να την θέτει στο μικροσκόπιο της σκέψης του. Παράγραφο, παράγραφο ερμήνευε το νόημα και κρατούσε σημειώσεις για το πού είναι η περίπτωσή του.

«Θεέ μου, αν είχα ένα κομμάτι ζωή… Δεν θα άφηνα να περάσει ούτε μία μέρα χωρίς να πω στους ανθρώπους ότι αγαπώ, ότι τους αγαπώ. Θα έκανα κάθε άνδρα και γυναίκα να πιστέψουν ότι είναι οι αγαπητοί μου και θα ζούσα ερωτευμένος με τον έρωτα».

      Δεν είχε καταλάβει το πώς του συνέβη. Σ’ όλες τις περιπτώσεις της ζωής του το συνειδητοποιούσε αμέσως. Ήταν πάντα ξαφνικό και τον αναστάτωνε από την πρώτη στιγμή. Μετά το πρόσωπό της γινόταν το μόνιμο είδωλό του, το έβλεπε πάντα σαν να ήταν η μοναδική εικόνα των ματιών του. Όλα τα άλλα: πρόσωπα, αντικείμενα, γεγονότα, όνειρα, φαντασιώσεις ήταν απλά το μακρινό σκηνικό στο οποίο δέσποζε το είδωλό της. Έβλεπε μόνο αυτή. Κι όμως έχανε την καθαρότητα του προσώπου της. Έσβηνε πριν καν σχηματιστεί και όσο περισσότερη προσπάθεια έκανε για να τις βρει τις αδρές γραμμές του, τόσο πιο εύκολα χανόταν η απόπειρά του. Ποτέ δεν μπόρεσε να βρει μια ερμηνεία για το παράξενο που του συνέβαινε σ’ όλη τη ζωή του. «Και να το πω σ’ έναν φίλο, δεν πρόκειται να το καταλάβει. Ίσως να είναι το άγχος μου για να μη χάσω την εικόνα της, ίσως η αγωνία μου για να την κατακτήσω μου παραλύει την απεικόνιση του προσώπου της».

«Να λες πάντα αυτό που νιώθεις και να κάνεις πάντα αυτό που σκέφτεσαι. Αν ήξερα ότι σήμερα θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ’ έβλεπα να κοιμάσαι, θα σ’ αγκάλιαζα σφιχτά και θα προσευχόμουν στον Κύριο για να μπορέσω να γίνω ο φύλακας της ψυχής σου. Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ’ έβλεπα να βγαίνεις απ’ την πόρτα, θα σ’ αγκάλιαζα και θα σού ‘δινα ένα φιλί και θα σε φώναζα ξανά για να σου δώσω κι άλλα».

      Αλλά τώρα ήταν διαφορετική η όλη εξέλιξη. Την έβλεπε καθημερινά για μήνες και μήνες, τη θαύμαζε αλλά εκεί σταματούσε η σκέψη του. «Πώς μεταμορφώθηκε ο θαυμασμός μου σε συναίσθημα, πώς μπήκα στου έρωτα το παιχνίδι και με σκόρπισε στους τέσσερις ανέμους»; Αλλά το πρόβλημα ήταν άλλο. Αυτό δεν ήταν απλά και μόνο διαφορά ηλικίας – ήταν κάτι διαφορετικό. Ούτε στον εαυτό του δεν μπορούσε να το ομολογήσει. Είχε κανένα δικαίωμα σ’ αυτό το τρελό όνειρο, σ’ αυτή τη μοναδική ομορφιά; Μπορούσε να την αγγίξει; Δεν θα ήταν ιεροσυλία; «Τι είναι αυτός ο έρωτας; Γιατί δεν με αφήνει ήσυχο; Πώς μπορεί να αποικίσει την ομορφιά η ασχήμια; Ή, μήπως, στην ασχήμια ήλθε η ομορφιά; Γιατί να παραλογίζομαι και να φαντασιώνομαι την ομορφιά που δεν πρόκειται ποτέ να τη γευθώ;».

«Στους ανθρώπους θα έδειχνα πόσο λάθος κάνουν να νομίζουν ότι παύουν να ερωτεύονται όταν γερνούν, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι γερνούν όταν παύουν να ερωτεύονται! … Στους γέρους θα έδειχνα ότι το θάνατο δεν τον φέρνουν τα γηρατειά αλλά η λήθη. Έμαθα τόσα πράγματα από σας, τους ανθρώπους…».

      Είχε διαβάσει τον «Τρελό έρωτα» του Μπρετόν, αλλά εδώ δεν είναι ούτε καν αυτή η περίπτωση. Θεωρούσε και τη σκέψη του ακόμα ως ύβρη. «Πώς μπορεί το συναίσθημα να μου διαλύσει όλη την εικόνα της ζωής μου; Γιατί νιώθω ένοχος, για κάτι που δεν ήθελα και δεν θέλω;».

      Ήξερε όμως ότι κάτι συνέβαινε και στο είδωλό του, ότι δεν την ήταν καθόλου αδιάφορη, ότι δεν είχε τις αναστολές τις δικές του. Και δεν ήταν μόνο ο τρόπος που τον κοίταζε, η βαθιά εστίαση εκείνου του βλέμματός της που του άγγιζε τον ενδότερο πυρήνα της ύπαρξής του, που του αφαιρούσε όλο το βάρος της ηλικίας του και ένιωθε τόσο απρόσμενα να είναι ο απόλυτος θριαμβευτής απέναντι στο μεγαλύτερο εχθρό του ανθρώπου, στον χρόνο. Τον είχε συντρίψει. Του είχε αφαιρέσει όλη το βάρος που του είχε φορτώσει στο σώμα του. Ένιωθε τόσο νέος!

«Το αύριο δεν το έχει εξασφαλίσει κανείς, είτε νέος είτε γέρος. Σήμερα μπορεί να είναι η τελευταία φορά που βλέπεις τους ανθρώπους που αγαπάς. Γι’ αυτό μην περιμένεις άλλο, καν’ το σήμερα, γιατί αν το αύριο δεν έρθει ποτέ, θα μετανιώσεις σίγουρα για τη μέρα που δεν βρήκες χρόνο για ένα χαμόγελο, μια αγκαλιά, ένα φιλί και ήσουν πολύ απασχολημένος για να κάνεις πράξη μια τελευταία τους επιθυμία. Κράτα αυτούς που αγαπάς κοντά σου, πες τους ψιθυριστά πόσο πολύ τους χρειάζεσαι, αγάπα τους και φέρσου τους καλά, βρες χρόνο για να τους πεις «συγνώμη», «συγχώρεσέ με», «σε παρακαλώ», «ευχαριστώ» κι όλα τα λόγια αγάπης που ξέρεις. Κανείς δεν θα σε θυμάται για τις κρυφές σου σκέψεις. Ζήτα απ’ τον Κύριο τη δύναμη και τη σοφία για να τις εκφράσεις».

      «Είμαι τυχερός που σε γνώρισα», της είπε, χωρίς να περιμένει απάντηση. Γιατί δεν ήθελε απάντηση, γιατί φοβόταν την απάντησή της, κάθε απάντησή της. «Και εγώ είμαι πολύ τυχερή», του απάντησε. Ένιωσε να χάνεται. Σκεπτόταν ξανά και ξανά μήπως δεν του το είχε πει, μήπως άκουσε αυτό που ίσως να ήθελε το υποσυνείδητό του – γιατί η συνείδησή του δεν θα τολμούσε ποτά να αγγίξει τέτοια εκδοχή. «Μήπως το επινόησα; Μήπως δεν άκουσα καλά στην τόσο ταραγμένη σκηνή; Αλλά όχι, θυμάμαι το πρόσωπό της, το βλέμμα της είχε δώσει κάτι πολύ περισσότερο από τα λόγια της».

      «Αλλά πώς μπορεί να υπάρξει η ομορφιά, αν δεν σου υπόσχεται τίποτα για το μέλλον ούτε για την επόμενη ημέρα; Όχι, η ομορφιά έχει το δικό της σύμπαν – δεν την αγγίζει ούτε ο χρόνος και ο ορθολογισμός ούτε και το φτιασιδωμένο «πρέπει». Ο έρωτας είναι απόλυτος. Ή σε έχει συνεπάρει ολοκληρωτικά ή δεν υπάρχει». Μόνο αυτός και το είδωλό της θα ήξερε το μεγαλείο του. «Αλλά μου αρκεί. Δεν θέλω τίποτα άλλο»!

«Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα άκουγα τη φωνή σου, θα ηχογραφούσα κάθε σου λέξη για να μπορώ να τις ακούω ξανά και ξανά. Αν ήξερα ότι αυτές θα ήταν οι τελευταίες στιγμές που σ’ έβλεπα, θα έλεγα «σ’ αγαπώ» και δεν θα υπέθετα, ανόητα, ότι το ξέρεις ήδη. Υπάρχει πάντα ένα αύριο και η ζωή μας δίνει κι άλλες ευκαιρίες για να κάνουμε τα πράγματα όπως πρέπει, αλλά σε περίπτωση που κάνω λάθος και μας μένει μόνο το σήμερα, θα’ θελα να σου πω πόσο σ’ αγαπώ κι ότι ποτέ δεν θα σε ξεχάσω».

      «Αρκεί μόνο μια στιγμή, για να νιώσω την απόλυτη ομορφιά. Για να ερωτευτώ και να νιώθω ότι ήμουνα όλη μου τη ζωή ερωτευμένος μαζί της, ότι όλο το μέλλον μου και όλο το παρελθόν μου είναι δικό της, ότι ήταν πάντα η Μούσα μου, η πηγή της ομορφιάς που είναι πάντα παρέα μόνο με τον έρωτα – και κάνει όλο τον Κόσμο όμορφο –, το φως της ευτυχίας που νιώθω στη ζωή μου…».

anthologio.wordpress.com

 

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.