Του Νίκου Τσούλια

      Ήξερα αυτό που ο κόσμος όλος γνωρίζει και η ιστορία και η λογοτεχνία και η ποίηση και η τέχνη, ότι η μορφή του εμφανίζεται ξαφνικά και απρόσμενα, ότι αρκεί ένα βλέμμα, ένα άγγιγμα χεριού, μια απλή σκέψη για να σε κυριεύσει σε μηδενικό χρόνο.

     Ποτέ δεν φανταζόμουνα ότι θα αναδύεται σιγά – σιγά στο πρόσωπο που το έβλεπα κάθε ημέρα. Και πήρε μέρες πολλές και μήνες αρκετούς για να συνειδητοποιήσω ότι κάτι συμβαίνει. Μετά από πολύ λίγα χρόνια παρουσιάστηκε όπως πάντα όμορφος και γοητευτικός, κραταιός και ακαταμάχητος, δυνάστης και δημιουργός. Και δεν κατάλαβα πότε και πώς εμφανίστηκε, αφού η καθημερινότητα των εικόνων της ήταν ένα συνεχές.

     Υπήρξε ένα διαφορετικό υπόστρωμα επώασής του. Τη θαύμαζα για τις φοβερές δυνατότητές της και για τον εκπληκτικό χαρακτήρα της, για την ξεχωριστή ομορφιά της και για τη μοναδική γοητεία της. Μέχρι εκεί. Που και που σκεπτόμουνα το πόσο τυχερός θα είναι αυτός που θα τη συνεπάρει και θα ταξιδέψουν μαζί στους δρόμους της ζωής και του έρωτα. Μέχρι εκεί.

     Αλλά η σκέψη είχε αγγίξει τον κόσμο του συναισθήματος. Οι σκέψεις που έκανα για λογαριασμού κάποιου άλλου άλλαζαν κατεύθυνση χωρίς να τις ελέγχω. Επέστρεφαν στην εστία τους και από παρατηρητής άρχισα να νιώθω πρωταγωνιστής. Μέχρι εκεί. Υπήρχαν φράγματα και φράγματα για κάτι άλλο. Φράγματα άκαμπτης ηθικής και πανίσχυρης αισθητικής, πολλών χρόνων διαφοράς και ακόμα πιο πολλών άκαμπτων δεσμεύσεων.

     Το νερό του χειμάρρου εξακολουθούσε να έρχεται όλο και πιο ορμητικό, όλο και πιο πληθωρικό. Και τα φράγματα γίνονταν ακόμα πιο ισχυρά. Όσο η σκέψη ή το συναίσθημα (ή και τα δύο, ποιος ξέρει που ξεχωρίζουν…) τροφοδοτούσαν το είναι μου, τα τείχη υψώνονταν ακόμα πιο πολύ. Είχε αρχίσει να αναπτύσσεται παντού σε κάθε αποφυάδα λογισμού μου η ενοχή. Ενοχή που και μόνο έκανα τις σκέψεις. Μετά δικαιολογούσα τον εαυτό μου – ίσως για να συνεχίσω να ονειρεύομαι απρόσκοπτα. Στο κάτω κάτω δεν έχω κάνει κανένα κακό. «Μια φαντασιακή υπόθεση του πιο απρόσιτου πυρήνα του εαυτού μου είναι, που κανένας δεν ελέγχει», έλεγα μερικές φορές και δυνατά για να γίνουν οι λέξεις κομμάτια της πραγματικότητας και να μη φορτώνω με σκιές ό,τι είναι το απόλυτο φως. Ήθελα την ελευθερία μου. «Γιατί είμαι ένοχος; Εγώ προσκάλεσα αυτό τον πανίσχυρο και γοητευτικό επισκέπτη»; Αποκαθιστούσα την επικράτεια της μοναδικής ομορφιάς και ξαλάφρωνα. Μέχρι εκεί.

     Θα έφευγα ξαφνικά και αναγκαστικά από τον παραδεισένιο τόπο της. Μπορούσα να μην της πω τίποτα; Να μην της πω την ομορφιά της, που τη βίωνα με τόσο απόλυτο τρόπο; Και μετά τι; «Μέχρι εκεί», ξαναείπα. Δεν υπάρχει μετά. Μπορεί να ήταν κάθε φορά απέναντί μου, αλλά η απόσταση ήταν τρομακτική, μόνο μια τρελή επιθυμία θα μπορούσε να τη γεφυρώσει και πάλι εντελώς φαντασιακά, σε ένα περίκλειστο σύμπαν απόλυτου παραλογισμού. Και τότε η ομορφιά θα γινόταν καρικατούρα, μια ασχήμια, μια ύβρις στο ωραίο.

     «Απλώς να το εκφράσω, θέλω». Να σπάσω λίγο τα παράπλευρα σημεία των πανίσχυρων φραγμάτων, να ξεφύγει λίγο η ορμή του νερού που πλημμυρίζει και πνίγει το ένοχο συναίσθημα. «Μέχρι εκεί», ξανασκέφτηκα και δεν το είπα αυτή τη φορά και φωναχτά – μόνο μέσα μου. Της μίλησα σε παρελθοντικό χρόνο, για να μην αφήσω καμιά υπόνοια σκοπού που θα τη μείωνε ή έστω θα την έφερνε σε αμηχανία. Ήταν ασύμμετρη η επινοημένη και απόλυτα φαντασιακή «σχέση», φαινομενικά υπέρ μου, ουσιαστικά υπέρ της.

     «Ήμουνα τυχερός που σε … γνώρισα. Είσαι ένα αστέρι. Έχεις μια χαρισματικότητα τόσο μοναδική, μια ομορφιά τόσο ξεχωριστή». Δεν την ξάφνιασα. Η απάντησή της ήταν σαν έτοιμη από καιρό. «Και εγώ είμαι τυχερή που σε …γνώρισα». Άκουγα τις λέξεις της και δεν τις άκουγα. «Είμαι σε ένα όνειρο. Έχω χάσει την αίσθηση της πραγματικότητας», σκέφτηκα. «Ό,τι λέει το λέει από ευγένεια. Έχει έναν τόσο καλλιεργημένο κόσμο ευαισθησιών που δεν θα άφηνε καμιά σκιά σε οποιονδήποτε είχε νιώσει την ακτινοβολία της». Είχα δώσει την εξήγηση. «Μέχρι εκεί, μπορούν να πάνε φαντασία και πραγματικότητα, χωρίς να με συνθλίψει η σύγκρουσή τους».

     Και εκεί που νόμιζα ότι θα σταματούσε ο χείμαρρος και τα φράγματα θα έδειχναν με τον πιο απόλυτο τρόπο την ισχύ τους, οι σκέψεις γίνονταν πιο φευγάτες. Ήμουνα έρμαιο μιας φαντασίωσης, που ποτέ δεν την προκάλεσα, που ήλθε μόνη της και πήρε τη μορφή της μέσα στον εσώτατο πυρήνα της ψυχής μου και εμφανίστηκε ως δική μου δημιουργία και έκφραση. Όλα τα «μέχρι εκεί» διαλύθηκαν. Βρέθηκα στη δίνη της πιο βίαιης σύγκρουσης, της υποκειμενικότητας και της αντικειμενικότητας, της φαντασίωσης και της πραγματικότητας. Άγγιξα την απόλυτη ομορφιά. Συνέτριψα έστω παροδικά το χρόνο. Είδα ένα αστέρι από τόσο κοντά…

anthologio.wordpress.com

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.